Κείμενο φωτογραφίες: Γεώργιος Χουστουλάκης
Η ζωή του Κρητικού, ήταν και είναι στενά συνδεδεμένη με τους χοχλιούς, από την Μινωική εποχή μέχρι σήμερα, καθ ότι δεν κόστιζε στο τραπέζι του τίποτα, αφού είναι δώρο της φύσης.
Είναι δώρο ειδικά για την φτωχολογιά, την οποία ο χοχλιός έχει σώσει σε δύσκολους καιρούς, ειδικά στην κατοχή, αλλά ακόμα και σε κάθε κρίση.
Το ότι είναι νηστίσιμοι οι χοχλιοί, το γνωρίζουν όλοι, και πάντα θα υπάρχει η λαχτάρα να βρεθούν μαγειρευτοί στο τραπέζι.
Εύκολη κατά κάποιο τρόπο τροφή, ιδανική για να βγάλει τις νηστείες του χρόνου η φτωχή οικογένεια με πιο πολύ άνεση, αλλά και εν ανάγκη να πουλήσει και μερικά κιλά στον μπακάλη για ένα χαρτζιλίκι .
-«Για δες τε πάλι το Μαργιώ ένα μασκαραλίκι
να προσπαθεί απ τσοι χοχλιούς να βγάλει χαρτζιλίκι»!
Θα μας πει μια παλιά σατυρική μαντινάδα. Η δε κατοχική μάνα θα πει:
-«Εμείς κάποτε όλες τις νηστείες με χοχλιούς τη βγάζαμε»!
Όλη τη βδομάδα τα Καλοκαίρια η φτωχή οικογένεια μάζευε χοχλιούς στο χωράφι που ήταν η εκάστοτε εργασία τους, συγκέντρωναν τέσσερα πέντε κιλά, και το Σάββατο κατέβαιναν στο παζάρι και τους πουλούσαν, ή τους έδιναν στον μπακάλη χωριού. Ερχόταν κάποτε μεγαλέμποροι από τις μεγάλες πόλεις και τους χοχλιούς που αγόραζαν τους έστελναν συνήθως στη Γαλλία. Οι Γάλλοι πάντα λάτρευαν τους χοχλιούς της Κρήτης.
Τα χοχλίδια του …ούζου!
Τα μικρά χοχλίδια έχουν την ιδιότητα να μην κρύβονται, και τα Καλοκαίρια σκαρφαλώνουν επάνω σε πασσάλους, σε κλαριά σε θάμνους, σε δένδρα ανά δεκάδες και προκαλούν μάλιστα σε πολλούς και ένα εντυπωσιακό θέαμα!
Εκτός από τους χονδρούς χοχλιούς και τους λιανούς, πριν και μετά την κατοχή την τιμητική τους είχαν οι λιανοί χοχλιοί που ήταν νοστιμότατοι πιλάφι ή με χόνδρο, αλλά και τα μικρά χοχλίδια βραστά!
Τα μικρά αυτά καμπίσια χοχλίδια ήταν μικρά μεν αλλά περιζήτητα, και για τα παιδιά ένα σπορ συναγωνισμού, στο ποιο παιδί θα καταφέρει να φάει πιο πολλά! Τα ονομάζανε μάλιστα και «χοχλίδια του ούζου», γιατί ήταν ίσως ο εκλεκτότερος μεζές να συνοδέψει το ούζο της παρέας. Στη κατοχή πριν αλλά και μετά, ήταν στις Μοίρες δυο καφενεία που εκτός από καφέδες, πρόσφεραν και διάφορους μεζέδες, από κρέας μέχρι χοχλιούς! Εκεί συνήθως τους καλοκαιρινούς μήνες σέρβιραν χοχλίδια! Σέρβιραν λιανούς χοχλιούς βραστούς για κρασί, αλλά σέρβιραν επίσης και τα πολύ μικρά χοχλίδια για συνοδεία του ούζου! Όταν πήγαινε παρέα να καθίσει, επάνω στο μεταλλικό στρογγυλό τεζιάκι , τους άφηνε ο καφετζής τα ποτήρια με το κρύο νερό που διατηρούσε από το ψυγείο του πάγου, έφερνε ένα καραφάκι ούζο με τα ποτήρια του, και ένα πιατάκι με χοχλίδια. Τα χοχλίδια έλεγαν ήταν ο αποκλειστικός «μεζές για μερακλήδες»! Μέχρι τουλάχιστον το ΄55 συνέβαιναν αυτά, όπου σιγά – σιγά ξεχάστηκαν.
Όμως για πολλά χρόνια μέχρι και σήμερα οι καφετζήδες βράζουν χοχλιούς χονδρούς ή λιανούς, και σερβίρουν για το κρασί ή την μπύρα της παρέας.
Το ξύγκι του χοχλιού!
Ο χοχλιός ο χονδρός, λένε στην Κρήτη, πως αποτελείται από τη γλώσσα, το ξύγκι στη μέση και στο πίσω μέρος το λεγόμενο «αποκόλι», που είναι στριφτό. Το αποκόλι αν ο χοχλιός έχει φάει τροφή είναι μαύρο και έχει μια γεύση σαν χώμα. Το καλύτερο όμως και πιο νόστιμο σημείο του χοχλιού όταν είναι παχύς, είναι το λεγόμενο ξύγκι του, το οποίο βέβαια είναι σε στερεά μορφή, και ανοιχτού χρώματος. Κάποτε μάλιστα υπήρχε στα χωριά μια φράση που έλεγε:
-«Το ξύγκι του χοχλιού, του βάλανε στα μάθια και τον εποστραβώσανε, που δεν ήφεγγε ο κακομοίρης να δει ήντα ‘κανε»!
Η ιδιωματική βέβαια φράση αυτή, ήθελε να πει εν ολίγοις, πως κάποιον τον ξεγελάσανε κάποιοι, τον κορόιδεψαν, και δεν έβλεπε καθαρά την κατάσταση, για το τι έχε κάνει!
Όσο και να φαίνεται παράξενο, υπάρχει η λογική εξήγηση της φράσης αυτής, διότι πράγματι το ξύγκι του χοχλιού κάποτε έπαιζε το ρόλο του, όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω.
Τα παιδιά στα χωριά τα έστελναν κάποτε τους καλοκαιρινούς μήνες οι γονείς τους στα έχνη, δηλαδή στη βοσκική των οικόσιτων ζώων του σπιτιού.
Συνήθως δεν πήγαινε μόνο του το κάθε ένα παιδί, αλλά μαζί με άλλα παιδιά, αδέρφια ή ξαδέρφια, κυρίως για παρέα. Κάποιο όμως παιδί που βαριόταν να βλέπει τα ζώα, δηλαδή να τα προσέχει, προτιμούσε να την αράξει στον ύπνο κάτω από ένα παχύ και δροσερό ίσκιο μιας μεγάλης χαρουπιάς!
Τα υπόλοιπα παιδιά που δεν τους άρεσε αυτή η κατάσταση, και αφού ήταν όλα διαολάκια, σκαρφίζονταν το εξής τραγελαφικό:
Τα παιδιά έσπαγαν με μια πέτρα ένα χονδροχοχλιό, έβγαζαν το ξύγκι του, το μάλασαν με τα δάχτυλα να λιώσει, και στη συνέχεια το έβαζαν να στάξει επάνω και στα δυο μάτια του κοιμισμένου!
Το ξύγκι αυτό είχε την ιδιότητα σε μια ώρα περίπου να σκληραίνει πολύ και να γίνεται κολλώδης ουσία! Έτσι όταν το παιδί πήγαινε να ανοίξει τα μάτια του, δεν μπορούσε, αφού είχαν κολλήσει τελείως μεταξύ τους τα ματοτσίνορα, και το παιδί κατατρομαγμένο νόμιζε πως είχε στραβωθεί!
Έτσι μετά την πρώτη λαχτάρα, αφού ζούσε με την αγωνία του τυφλού, ότι κάτι έπαθε δηλαδή στα μάτια και στραβώθηκε, οι άλλοι του έφερναν νερό να ξεπλύνει τα μάτια του, και φυσικά να πάρει το μάθημά του και να μην κοιμηθεί ξανά!
Δεν τολμούσε βέβαια πλέον το υπναλέο παιδί να ξανακοιμηθεί στα έχνη, αλλά και κανένα άλλο παιδί της παρέας, από τον φόβο μην του κάνουν τα ίδια! Έτσι αν κάποιο από τα παιδιά σκεφτόταν να την αράξει για ύπνο, τότε πήγαινε κάπου μακριά σε ένα μυστικό σημείο να την πέσει, που να μην μπορούν να το ανακαλύψουν τα άλλα!
Το φάρμακο για το έλκος
Από την αρχαιότητα και την εποχή του Ασκληπιού, γνώριζαν οι άνθρωποι πως τα λιπαρά έκαναν καλό στο στομάχι. Σε πόνους του στομαχιού παλιά μας έδιναν οι μανάδες μας μια κουταλιά λάδι με ζάχαρη, και ο πόνος πέρναγε αμέσως!
Το ξύγκι του χοχλιού ή χοχλιδόξυγκο, ήταν κι αυτό αποδεδειγμένα το τέλειο φάρμακο για το έλκος και πόνους στο στομάχι, γιατί απλούστατα και αυτό είναι λίπος. Ο άρρωστος με έλκος παλιά, έβραζε μια τσικαλιά χοχλιούς, και έτρωγε μόνο το ξύγκι! Αυτό αν το έκανε δυο τρείς φορές, τότε το ξύγκι αυτό είχε την ιδιότητα να κάθεται στα τοιχώματα της κοιλιάς και να κλείνει τις πληγές, και ο πόνος τους πέρναγε οριστικά αφού οη πληγές της κοιλιάς έκλειναν.
Ο χοχλιός και το… τσιμπούκι!
Τα παιδιά τους άρεσε να μαζεύουν χοχλιούς για να πάρουν αργά την ευκή της μάνας τους, και εκείνη να τους ψήσει αργά να φάνε κι αυτά και η οικογένεια. Πρόσεχαν όμως ιδιαιτέρως πού έβαζαν τα χέρια τους σε κουφάλες ή τρύπες, μην τυχόν κρύβεται κάποιος σκορπιός ή φίδι.
Τα διαβολόπαιδα βέβαια κάποτε κάνανε πολλά σαν βρίσκονταν στην εξοχή στα έχνη. Μπορούσαν να πάρουν ένα κονσερβοκούτι να του βάλουν νερό και να βράσουν χοχλιούς και να τους βγάζουν με μια μεγάλη αγκάθα αγριαχλαδιάς, ή ένα ξυλάκι που το έκαναν σαν οδοντογλυφίδα ξύνοντας το στην άκρη. Συνήθως τους έτρωγαν χωρίς αλάτι και σχεδόν ζωντανούς, ίσα να είχαν άρει μια βράση! Καμιά φορά κάποια παιδιά έφερναν αλάτι από το σπίτι, αλλά και αυτό ήταν δύσκολο, γιατί το απαγόρευε η μάνα, καθ’ ότι το αλάτι όπως και τα σπίρτα και το οινόπνευμα, ανήκαν στο μονοπώλιο του κράτους, και ήταν εξαιρετικά δυσεύρετα εκείνα τα χρόνια!
Άλλες φορές τα παιδιά άναβαν μια μικρή φωτιά σε κάποια καλλουργιά, και έκαναν οφτούς μερικούς χοχλιούς και τους έτρωγαν, σπάζοντάς τους με μια πέτρα.
Από τους βραστούς χονδροχοχλιούς που έτρωγαν, διάλεγε κάθε παιδί από έναν μεγάλο, τον τρυπούσαν στο πλάι, περνούσαν στην τρύπα μια καλαμιά, και έκαναν τον χοχλιό αυτό τσιμπούκι!
Σαν διαβολόπαιδα και τότε, ήθελαν να μιμούνται τους μεγάλους, και έτσι στο τσιμπούκι έβαζαν τρίματα από διάφορα δένδρα ή θάμνους. Έκοβαν μικρά κλαριά ελιάς, σκίνου, μυρτιάς, φασκομηλιάς ή ότι άλλο αρωματικό φυτό υπήρχε κοντά και με το μαχαιράκι έξυναν τρίματα και γέμιζαν το χοχλιδοτσιμπούκι τους! Άναβαν τα τρίμματα με ένα σπίρτο και κάπνιζαν τον χοχλιό σαν κανονικό τσιμπούκι! Βέβαια με τα τρίμματα αυτά μπορούσαν αν είχαν χαρτί να τα κάνουν και τσιγάρο!
Οι χοχλιοί του Μάρτη
Του Μάρτη οι χοχλιοί ήταν κατάλληλοι για φαγητό, γιατί ήταν παχείς, αφού χόρτα υπήρχαν άφθονα. Οι χοχλιοί τον Μάρτη έβγαινα την νύχτα μετά από μια βροχούλα, η αν η βραδιά είχε πολύ δροσούλα. Ο πατέρας έπαιρνε ένα δυο παιδιά του με τα καλαθάκια τους, και πήγαιναν νύχτα στους χοχλιούς. Για να βλέπουν κρατούσαν στο χέρι με φαναράκια θυέλης, αργότερα λουξ, και καμιά φορά φακούς. Οι χοχλιοί σαλεύγανε παντού, στα πλάγια σε δρόμους, σε πλαγιές λόφων, σε τράφους, κοντά σε σωρούς με πέτρες, και περνώντας, έναν – έναν τον πετούσαν στο καλάθι. Μόλις όμως έβγαινε ο ήλιος ή φύσαγε αέρας, οι χοχλιοί εξαφανιζόταν, γιατί κρυβόταν και δεν φαινόταν. Έτσι ή θα έπρεπε να πάνε από τις 10 με 12 τη νύχτα για δυο ώρες, ή ξημερώματα το πρωί, να προλάβουν να βρουν μισό καλάθι και να τους πάνε στο σπίτι. Δεν τους μάζευαν όλους, για να μπορούν πάλι να αναπιαστούν, έτσι πατέρας έλεγε στα παιδιά, να μην τους μαζεύουν από τους δαμάκους (λοξές πλαγιές, γκρεμούς), μια και υπήρχε κίνδυνος να γλιστρήσουν και να πέσουν. Τέλος έφεραν τους χοχλιούς στο σπίτι αλλά επειδή είχαν φάει άγνωστα χόρτα, δεν ήταν σίγουροι για τυχόν δηλητηρίαση. Έπρεπε λοιπόν να τους «σακάσουν», δηλαδή να τους ταΐσουν μια καθαρή τροφή, και αφού την αποβάλουν, τότε μπορούσαν να φαγωθούν ελεύθερα. Έτσι τους έβαζαν σε ένα καλάθι ή κοφίνι, και τους έριχναν μέσα τραχανά από σιτάρι, ζυμάρι από αλεύρι σε τρίματα, η εν ανάγκη πέταγαν μέσα και ένα θυμάρι, που είναι ακίνδυνο και ο χοχλιός θα πάρει και από το άρωμα του. Οχι όμως αλμυρες τροφες όπως μακαρόνια γιατί έχουν αλάτι, το οποίο ψοφάει το χοχλιό αν τυχόν φάει. Όταν έτρωγαν αυτές τις κατάληλες τροφές οι χοχλιοί, σε δυο τρείς μέρες ήταν έτοιμοι για μαγείρεμα. Για να μην φεύγουν όμως οι χοχλιοί από το καλάθι ή το κοφίνι, έβαζαν σε ένα ντενεκάκι ελάχιστο νερό και πολύ αλάτι, και με ένα πανί έβρεχαν με αλατόνερο το εσωτερικό στο πάνω μέρος του καλαθιού ή της κοφίνας, και όταν έφτανε έως εκεί ο χοχλιός τον ενοχλούσε το αλάτι και ξαναγύριζε πάλι πίσω! Έτσι δεν μπορούσαν να δραπετεύσουν!
Όταν η μητέρα έψηνε στο σπίτι χοχλιούς, συνήθως τα μικρά παιδιά τους σιχαινόταν, γιατί τους θύμιζαν κάτι σαν σκουλήκια! Όμως οι γονείς επέμεναν να φάνε σαλιγκάρια, γιατί «είχαν ασβέστιο», και αν φάε θα κάνουν γερά κόκκαλα, όμορφα δόντια! Τα δε κορίτσια αν φάνε θα κάνουν όμορφα κατσαρά μαλλιά, ωραία κορμοστασιά, και έτσι τα ξεγελούσαν για να τους φάνε!
Όμως τα εκπαίδευαν κιόλας να μην ρουφάνε τους χοχλιούς και καταπιούν κανέναν και πνιγούν, κι αν τον ρουφήξουν τους έλεγαν να τον κρατάνε σφιχτά με το χέρι! Είχαν μάλιστα φτιάξει και ειδικά πιρούνια ανοίγοντας περισσότερο το πρώτο δόντι, και αφού ήταν λιγάκι πιο ανοιχτό, διευκόλυνε έτσι ώστε να μπαίνει εύκολα στη κούπα του χοχλιού, και να τον «ξεφκαρώνει» ( βγάζει)!
Από τον χοχλιό έτρωγαν όπως έλεγαν τη γλώσσα και το ξύγκι, το αποκόλι το πέταγαν γιατί περιείχε τα κόπρανα του χοχλιού, ειδικά όταν ήταν μαύρο, οπότε θα ήταν και πικρό.
Τις άδειες χοχλιδόκουπες τις πέταγαν στη φωτιά να καούν, ή τις κοπάνιζαν και τις έριχναν στις κότες.
Για τον χοχλιό πάντα λέγανε πολλά καθώς και πολλές μαντινάδες.
Χοχλιδοβολοσέρματα δε θέλω μπλιό μαζί σου,
γιατί είδα αλλονού χοχλιού, σημάδια στο κορμί σου!
Το ξύγκι του λιανού χοχλιού θα πιάσω να πουλήσω, να πάρω τα χρυσαφικά, να ‘ρθώ να σε ζητήσω!
Αν παντιδόσει κοπελιά να κοιμηθώ μαζί σου, χοχλιδοβολοσερμαθιά θα κάμω στο κορμί σου!
Τσι πετρογυριστούς χοχλιούς έχω καλλιά από τσ’άλλους,
γι αυτό και παίρνω βρούματα, οντέ θωρώ τροχάλους!
Στον Άη Γιώργη έταξα χοντρούς χοχλιούς μια κόφα, να τη-ε κάμει μια βραδιά να μου χτυπά την πόρτα!
Θα έλεγα να τελειώσουμε και το σημερινό θέμα με μια συνταγή, πώς φτιάχνουμε χοχλιούς στιφάδο και κοκκινιστούς!
Πως κάνουμε τους χοχλιούς στιφάδο
Πάλι θα μας τα πει η κα Αμαλία Φραγκουλιτάκη από τη Γαλιά πως τους μαγειρεύει η ίδια στιφάδο, που την ευχαριστούμε:
-Για να φτιάξω στιφάδο ένα κιλό χοχλιούς, ξεκολλώ έναν – έναν τον χοχλιό, και κοιτάζω προσεκτικά αν υπάρχει κανένας χαλασμένος.
Πλένω τους χοχλιούς καλά, αφού τους έχω ξύσει τα πολλά – πολλά ξένα σώματα με το μαχαιράκι, και περιμένω να βγούνε από τα καπάκια τους.
Ξεχωρίζω όσους σαλεύουν, που έτσι είμαι σίγουρη πως είναι όλοι ζωντανοί!
Βάζω νερό στη κατσαρόλα με αλάτι μέχρι να βράσει. Ρίχνω αλάτι στους χοχλιούς για να ξαναμπούνε στο καβούκι τους, και τους ρίχνω στη κατσαρόλα για πέντε λεπτά βράσιμο.
Με μια τρυπητή κουτάλα βγάζω τα σάλια, και στη συνέχεια μετά τα πέντε λεπτά τους κατεβάζω και τους πλένω πάλι καλά.
Με μαχαίρι πάλι καθαρίζω ότι έχει απομείνει στο κέλυφος, μια και με το βράσιμο έχουν ήδη μαλακώσει, και βγάζω και τα στουμπώματα τους.
Όταν τους έχω καθαρίσει πολύ καλά, τους ξεπλένω πάλι, και τους τρυπάω έναν ένα με το πιρούνι από πίσω τους.
Οι λιανοί ειδικά θέλουν τρύπημα οπωσδήποτε. Στη συνέχεια αφού τους ξεπλύνω από τα τρίμματα που δημιουργούνται με το τρύπημα με δυο τρία νερά, τους στραγγίζω στο σουρωτήρι.
Στη κατσαρόλα βάζω λάδι αναλόγως την ποσότητα, και μόλις ζεσταθεί το λάδι, όχι να κάψει, ρίχνω τους χοχλιούς.
Ρίχνω αλάτι και ανακατεύω με χαμηλή φωτιά.
Έχω έτοιμα ένα κιλό κρεμμύδια κομμένα μακρόστενα, ανάλογα πάντα τους χοχλιούς, ή πέντε μεγάλα κρεμμύδια. Δεν με πειράζει αν τα κρεμμύδια είναι και δυο κιλά.
Έχω καθαρίσει και δέκα ντομάτες μικρές στον τρίφτη ή πέντε έξη μεγάλες.
Ρίχνω τα κρεμμύδια στο τσικάλι και ανακατεύω για πέντε λεπτά.
Στη συνέχεια ρίχνω και την ντομάτα, όχι νερό γιατί η ντομάτες κατεβάζουν!
Εάν βάλουμε ντομάτες από κουτί βάζουμε ένα κουτί της ντομάτας κονσέρβας ψιλοκομμένη, ή ένα κουτάλι της σούπας πελτέ, δυο φύλλα δάφνης, αλάτι πιπέρι, ένα κουταλάκι κύμινο και μισό κουταλάκι μπαχάρι. Αν θέλουμε σβήνουμε με κόκκινο κρασί, το στιφάδο θέλει κρασί.
Όποιος θέλει βάζει και δυο πατάτες αν έχει παιδιά, γιατί οι πατάτα συνήθως αρέσει σε όλα τα παιδιά.
Βέβαια το κανονικό στιφάδο χοχλιούς είναι μόνο κρεμμύδια κομμένα σε κομμάτια και όχι ολόκληρα. Τα ολόκληρα κρεμμυδάκια μπαίνουν μόνο στα κρέατα και στις σουπιές όταν είναι να τα κάνουμε στιφάδο.
Ψήσιμο μισή ώρα έως μια ώρα, και δοκιμάζουμε αν ξευκαρώνει (βγαίνει ολόκληρος) ο χοχλιός!
Κοκκινιστοί χοχλιοί
Η διαδικασία του πλυσίματος είναι ίδια και για κοκκινιστούς χοχλιούς, πάλι ενός κιλού.
Η διαφορά αρχίζει στο τσιγάρισμα. Ένα μεγάλο κρεμμύδι το ετοιμάζουμε στο μπλέντερ, και το ρίχνουμε στην κατσαρόλα με τους χοχλιούς με το λάδι λίγο να τσιγαριστούν μαζί.
Το λιωμένο κρεμμύδι, θα μας κάνει πιο νόστιμη τη σάλτσα μας! Βάζουμε 6 μεγάλες ώριμες ντομάτες ή δέκα περίπου μικρές έως μεσαίες φρέσκες, κομμένες κομματάκια. Ένα κουταλάκι της σούπας πελτέ, αλάτι πιπέρι, λίγο μπαχάρι και πάπρικα γλυκιά, όχι καυτερή γιατί μπαίνει το πιπέρι.
Ρίχνουμε και ένα φλιτζάνι νερό άμα δούμε ότι έφυγε το νερό της ντομάτας, και τα βάζουμε για μια ώρα ψήσιμο σε σιγανή πάντα φωτιά. Βέβαια ο συνολικός χρόνος στο να φτιάξουμε κοκκινιστούς χοχλιούς είναι περίπου τρεις ώρες μαζί με την προετοιμασία, για αυτό πρέπει να αρχίσουμε να τους ετοιμάζουμε από νωρίς.
(Ευχαριστούμε και πάλι τον κ Μύρωνα Μαραγκάκη για τις πληροφορίες με τις συνήθειες της εποχής του, καθώς και την μαγείρισσα κα Αμαλία για τις δυο συνταγές και τις φώτο στιφάδο και κοκκινιστούς)!