Γράφει η Χαριστή Κουκουμπεδάκη
Γελαστέ μου φίλε δε μπορώ να πιστέψω την απότομη και άδικη φεύγα σου.
Κρίμα…. μεγάλο κρίμα να φεύγουν τέτοιοι καλλιτέχνες και τέτοιες ψυχές.
Σε είχα γνωρίσει από κοντά στο θεατρικό της Ιεράς Μητροπόλεως Γορτύνης και Αρκαδίας που απήγγελες απέξω μια δικιά σου ρίμα με τίτλο “το χαμοκατσίφαρο” πάνω από 100 στίχους και το έλεγες με τόση άνεση που πραγματικά είχες το θαυμασμό όλων μας.
Τι να πω ακριβέ και αξέχαστε φίλε…να σ’έχει ο Θεός στην αγκαλιά του και να του τραγουδείς το “πάντα θλιμένη Χαραυγή το “δεν έχει η αγάπη σύνορα…
“Στου πυρομάχου τη φωθιά” και τόσα άλλα…και να του απαγγέλλεις το χαμοκατσίφαρό σου… το “Στρατής και Ελευθερία” και όλα όσα έχεις γράψει που τα ήξερες απέξω.
Εκτός από λαουθιέρης ήσουν και καταξιωμένος ποιητάρης….
Εύχομαι να είναι απάλαφρη η μαρμαροταφόπλακά σου και γαλήνια η ψυχή σου μετά των δικαίων….
Καλή ανάπαυση και ανοιχτός ο παράδεισος για σένα Μεγάλε…. όπως σε αποκαλούσα γιατί ήσουν και θα παραμείνεις στο Πάνθεον των μεγάλων καλλιτεχνών της Κρήτης μας….
Με πόνο ψυχής για τη φεύγα σου σου αφιερώνω δυο λόγια φτωχά γιατί δεν μπορείς να βρεις τις κατάλληλες λέξεις και να εξυμνήσεις τέτοιους χρυσααετούς……….
Αφιερωμένο στη μνήμη σου……
«Καταραμένε Χάροντα»
Μουγκρίζει η Κρήτη και θρηνά….του Χάρου απηλογάται,
Χάρε κοντό δε χόρτασες άντρες καλούς να παίρνεις
να πιάνεις τα σαϊτότοξα και να τσι σαϊτεύγεις.
ν’ ανοίγεις τσι καστρόπορτες του ρημασμένου σου άδη
φαρδιά πλαθιά να τσι χτυπάς και να τσι κάνεις φόρα.
Κι εκοπιάσες αγλακιστός εις τον απάνω γ-κόσμο
κι εκορμολάβωσες σκληρέ έναν από τσ’ αητούς μου,
τον άξιο λααουθιέρη μου Αντώνη Φραγκιαδάκη
απού ‘τονε αιστημαλής μα και καλός ποιητάρης,
του Ψηλορείτη τον υγιό τση πάνω ρίζας θρέμμα,
και δεν τονε λυπήθηκες κι εξάμωσές του ντρέτα,
κι εμαυροτζεμπερώθηκα και δεν το νταγιαντίζω,
και μοιρολόι έστεσα και τζαγκρουνομαδιούμαι,
για δε βαστώ τέθιο καημό κι ετσά βαρύ ντουμάνι,
να χάσω τέθιο μερακλή που παιζε το λαούτο
κι ως και τ’αγρίμια εμέρωνε με το γλυκύ τραγούδι
με τσ’ όμορφούς του τσι σκοπούς και τσι κανακεμένους.
Και δε μπορώ τη φεύγα ντου να την καμπουλετίσω
άπονε Χάρε και σκληρέ ζηλιάρη και προδότη
που παίρνεις τα ξαθέρια μου και μου τα πας στον Άδη
Που νά ‘χεις την κατάρα μου… χαέρι να μην κάμεις
γιατί μου πήρες τον αητό το χρυσοφτερουγάρη
κι ωσάν τον έρμο κοτσυφό μ’ έντυσες με τα μαύρα
και δε θ’αρνέψω μια ζωή….
Διαλέγεις Χάρε και χτυπάς
τω χρυσαητώ φτερούγες
για να στολίζεις τ’άδη σου
τσι ρημασμένες ρούγες