Του Γιώργου Ζωγραφάκη*
Ένα πολύ σημαντικό γεγονός που σημάδευε τις γιορτές, ήταν τα κάλαντα, ιδιαίτερα τα κάλαντα των Χριστουγέννων. Τα περιμέναμε από πολύ καιρό, γιατί ήταν η μόνη μας ευκαιρία να πιάσουμε κάποια λεφτά στα χέρια μας, και μάλιστα λεφτά δικά μας. Από μέρες κανονίζαμε τις…
παρέες μας, συνήθως 3-4 παιδιά, και, την παραμονή των Χριστουγέννων, με βασικό εφόδιο έναν άδειο τενεκέ, περιμέναμε με ανυπομονησία να νυχτώσει. Έτσι επέβαλλε ο κανόνας: Τα κάλαντα λεγόντουσαν την παραμονή των Χριστουγέννων και υποχρεωτικά βράδυ. Κανείς δεν είχε το δικαίωμα να παραβεί τον κανόνα αυτό και, έτοιμες οι παρέες, περίμεναν με αγωνία: Είναι νύχτα; Δεν είναι;
Μόλις, τελικά, δινόταν το σύνθημα, ορμούσαμε στα πιο κοντινά, αλλά και στα πιο διαλεγμένα σπίτια. Σημασία είχε να πάμε πρώτοι, αν ήταν δυνατόν. Γιατί στους πρώτους συνήθως οι νοικοκύρηδες ήταν πιο χουβαρντάδες. Όσο περισσότεροι είχαν περάσει πριν από μας, τόσο μικρότερο ήταν το δώρο, που κατά κανόνα ήταν λίγο λάδι από τον λαδικό, στο δοχείο που κουβαλούσαμε –το λάδι ήταν το «χρήμα» της εποχής, μ’ αυτό ψώνιζαν οι μανάδες στον μπακάλη, μ’ αυτό γίνονταν οι μικροαγορές. Λεφτά σπάνια μας έδιναν, δεν κυκλοφορούσε χρήμα σχεδόν καθόλου, ήταν ακριβό και σπάνιο το χρήμα.
Σημασία, λοιπόν, είχε να προλάβουμε να πάμε στα σπίτια, ιδιαίτερα στα «καλά», όσο γινόταν πιο γρήγορα. Γι’ αυτό, μόλις φτάναμε έξω από το σπίτι, φωνάζαμε όλοι μαζί και γρήγορα: «Να τα πούμε;» Η νοικοκυρά άνοιγε την πόρτα, έκανε μια μικρή επιθεώρηση ποιοι ήμασταν και μας απαντούσε: «Πέτε τα». Αρχίζαμε τότε γρήγορα –γρήγορα να λέμε το σχετικό τραγούδι, για να προφτάσουμε να τελειώσουμε σύντομα και να πάμε αλλού: «Καλήν ημέρα άρχοντες κι αν εί-, κι αν είναι ορισμός σας, Χριστού τη θεία γέννηση να πω, -να πω στ’ αρχοντικό σας…». Κάπου πηδούσαμε κάποιους στίχους, οι νοικοκυραίοι μας στραβοκοίταζαν, εμείς βλέπαμε κατά το λαδικό, τι λάδι έπεφτε στον τενεκέ, κι όταν σταματούσε, λέγαμε γρήγορα γρήγορα «σ’ αυτό το σπίτι που ΄ρθαμε πέτρα να μη ραΐσει κι ο νοικοκύρης του σπιθιού χρόνια πολλά να ζήσει», και ορμούσαμε για άλλο σπίτι.
Ιδιαίτερα θυμώναμε σ’ ένα σπίτι, που είχαμε μάλιστα κάποια μικροσυγγένεια, γιατί η κυρά του σπιτιού ήταν πολύ τσιγκούνα και αρκετά κουτοπόνηρη: Καθώς μας έβαζε λάδι στον τενεκέ, σήκωνε το λαδικό ολοένα προς τα πάνω, έτσι που να πέφτει ελάχιστο λάδι, μια κλωστίτσα θαρρείς, ενώ ταυτόχρονα μας έλεγε διάφορα, για να μας αποσπάσει την προσοχή και να μη βλέπουμε τη «χουβαρντοσύνη» της. Εμείς όμως, τα μάτια μας ήταν καρφωμένα στο λαδικό, βλέπαμε την πονηριά, στραβώναμε τα μούτρα, τελειώναμε πιο γρήγορα εκεί και φεύγαμε για άλλο σπίτι.
Αυτό που μας αποζημίωνε ήταν το σπίτι του Νίκο, που ήταν το πλούσιο παιδί στη γειτονιά κι από τα πιο πλούσια στο χωριό. Εκεί μας έδιναν διπλάσια ποσότητα, – τι διπλάσια, μας έβαζαν με την οκά, κατ’ ευθείαν –ιδιαίτερα μάλιστα όταν ο Νίκος ήταν στην παρέα μας, γι’ αυτό προσπαθούσαμε να τον έχουμε μαζί μας. Γινόταν περιζήτητος.
Το προϊόν της «επιχείρησης» ήταν κοινό. Το μοιραζόμασταν εξ ίσου. Πηγαίναμε κατ’ ευθείαν στο μπακάλικο, που έμενε ανοιχτό, έτσι κι αλλιώς, ως αργά, και πουλούσαμε το λάδι. Μόλις παίρναμε τα λεφτά, τα μοιραζόμασταν επί τόπου κι αισθανόμασταν ευτυχισμένοι που νιώθαμε λεφτά στην τσέπη μας. Αυτά ή μέρος απ’ αυτά, συχνά, τα δίναμε στη μάνα μας ή ψωνίζαμε κάτι, που ποτέ δεν είχαμε τη δυνατότητα να το αγοράσουμε. Θυμάμαι, μια φορά κοίταξα τη μικρή βιτρίνα του «Σπαγούλιο» και είδα πως είχε ένα άσπρο κολιέ, μικρής αξίας βέβαια, μα ήταν εντυπωσιακό για τα μέτρα τα δικά μας. Σκέφτηκα, λοιπόν, πως θα ήταν πολύ καλό αν το έπαιρνα για την αδερφή μου, που της είχα πάντα μια ξεχωριστή αδυναμία –ήταν, άλλωστε, το μόνο κορίτσι ανάμεσα σε εφτά αγόρια της οικογένειας. Χωρίς να διστάσω, λοιπόν, δίνω όλα σχεδόν τα λεφτά που πήρα από τα κάλαντα, παίρνω το κολιέ και πηγαίνω περήφανος στο σπίτι. Νομίζω πως οι δικοί μου δεν εντυπωσιάστηκαν από το δώρο μου αυτό, τουλάχιστο όσο περίμενα, εγώ όμως το θεώρησα σπουδαίο, και είναι από τις αναμνήσεις που μου μένουν έντονα στη μνήμη.
* Ο κ. Γιώργος Ζωγραφάκης είναι συνταξιούχος Δάσκαλος και συγγραφέας. Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο του «Ένα παιδί μεγαλώνει στο Ζαρό της Κρήτης», σελ. 78-79
Πηγή: aetoshal.blogspot.com