«Επιστρέφοντας από Κάντανο, στο δρόμο, προς Κακόπετρο», θυμάται ο Κ. Κουτουλάκης, «είδαμε στο πλάι του δρόμου να στέκει ένας χωρικός, να κρατεί ορθό ένα δοκάρι και να μάς ε κάνει νόημα να σταματήσουμε. Άμα πλησίασε το αυτοκίνητο, έριξε το δοκάρι και σταμάτησε αναγκαστικά το αυτοκίνητο.
– Ήρθετε, λέει, να καταγράψετε για το αίμα που χύθηκε… έχετε κ’ επαέ να σημειώσετε κατιτίς…
– Τί;
– Τέσσερις γυιούς μου σκοτώσανε… Οι δυο τελευταίοι ήσανε δίδυμα…
– Πώς σε λένε;
– Δεσποτάκη… μα επειδή είστε κουρασμένοι, περάσετε κι από το σπίτι να πάρετε ένα νερό…
Το σπίτι του ήταν εκεί δίπλα σε μιαν κατηφοριά. Μπαίνομε μέσα, τί να δούμε, ένα τραπέζι, μ’ όλα του Θεού τα καλά, και στη γωνιά μια γυναίκα μαυροφορεμένη μ’ ένα κοριτσάκι μικρό στην ποδιά της, να κάθεται να κλαίει…
– Ήντα ’ναι δά ‘τουτανά; ήντα κλαις; Οι αθρώποι δεν ήρθανε για να τως ε χαλάσεις την καρδιά ντως. Ελευτερωθήκαμε, γή όχι; Εξέχασές το; Ετσά ’ναι η λευτεριά· σε μας ήλαχε να δώσωμε τα παιδιά μας… άλλος τα σπίθια ντου, άλλος ήδωκε τα λιόφυτά ντου… πως σου πόμεινε μόνο η κοπελιά, εγώ θα σου κάμω κι άλλους γυιούς…
Εκεί είδα τον Καζαντζάκη να κλαίει. Μέσα στ’ αυτοκίνητο μας ήλεγε κι ήκλαιγε ακόμη· “είδετε; αυτή είναι η κρητική ψυχή, την ελευτερία την έχει θρησκεία… Ένας τέτοιος λαός υποδουλώνεται ποτές;”»
Πηγή: Μιχάλης Πυρουνάκης