Κείμενο: Γερμανός Αξιωματικός των Αλεξιπτωτιστών
“Στο λιγοστό φως της ημέρας θυμάμαι που πετάχτηκε σαν αγρίμι μέσα από τους αγκαθωτούς θάμνους, σαν αστραπή, μια λεβεντόκορμη σιλουέτα, στα μαύρα ντυμένη, με ψηλές μπότες και σαρίκι στο κεφάλι, που δίχως καθυστέρηση φύτεψε με το γερμανικό αυτόματο που κρατούσε πέντε σφαίρες στο στομάχι δύο αλεξιπτωτιστών.
Πριν προλάβουμε να αντιδράσουμε έπεσε κάτω, γλιστρώντας σαν φίδι μέσα στους θάμνους με δαιμονισμένη ταχύτητα.
Αντιδρώντας γρήγορα τον κυκλώσαμε και προσπαθήσαμε να τον εξουδετερώσουμε. Όταν έφθασα κοντά του δεν είχε ακόμα πεθάνει.
Τα μάτια του ανοιχτά, κατάμαυρα, λες και φοβέριζε τον ερχομό του θανάτου, όμως όλο το κορμί του ήταν χτυπημένο από τα θραύσματα της χειροβομβίδας.
Τον σήκωσα και ακούμπησα την πλάτη του στον κορμό μιας χοντρής ελιάς.
Ειλικρινά με είχε συναρπάσει η τακτική που μαχόταν.
Θα ήταν περίπου 18 χρονών.
Πριν ξεψυχήσει, κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια το στοχασμό μου και χαμογέλασε.
Ξαφνιάστηκα.
Δεν ξέρω αν χαμογελούσε σε μένα ή στον θάνατο, που φτερούγιζε για να τον πάρει. Σήκωσε με κόπο το δεξί του χέρι, πήρε από το λαιμό του ένα σταυρό που κρεμόταν, τον φίλησε κι έγειρε το κεφάλι στα πλάγια, ξεψυχώντας με καρφωμένο στα χείλη του το χαμόγελο.
Όμως, η έκπληξή μου έμελλε να κορυφωθεί, όταν τραβώντας το σαρίκι του για να τον ξαπλώσω χάμω, ξεχύθηκαν απ΄ το κεφάλι του μισό μέτρο κατάμαυρα μαλλιά. Τότε μόνο κατάλαβα πως ήταν γυναίκα.
Βουβάθηκα.
Ήταν κάτι που δεν το περίμενα.
Ένιωσα στο λαιμό έναν κόμπο να με πνίγει.
Ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα ότι η μοίρα των αλεξιπτωτιστών θα ΄ταν πολύ δύσκολη στην Κρήτη.
Έφυγα, αφήνοντας τη σκέψη μου κάτω από τη γέρικη ελιά, κοντά στη νεκρή κοπέλα.”
Από τη σελίδα του κ. Χάρη Βαβουρανάκη