Tου Αθανάσιου Παπανικολάου *
Κατά τον Ρεαλισμό, στη διεθνή ζωή επικρατεί η αναρχία και οι συγκρούσεις και ασφαλώς όχι η συνεργασία. Κυριαρχεί το εθνικό συμφέρον, το οποίο στηρίζεται στην ισχύ κάθε χώρας και δεσπόζει έναντι των ηθικών, πολιτικών και νομικών αρχών όσον αφορά στις σχέσεις μεταξύ των κρατών.
Οι αλλαγές και η κατανομή ισχύος στο διεθνές περιβάλλον, περιγράφονται με βάση τον όρο πολικότητα της οποίας διακρίνουμε τρεις μορφές, ανάλογα με την ισχύ και τον αριθμό των χωρών: Μονοπολικότητα, διπολικότητα και πολυπολικότητα.
Μέχρι το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο επικρατούσε ένα πολυπολικό σύστημα, με σχετική ισορροπία ισχύος μεταξύ πολλών δυνάμεων.Την εποχή του ψυχρού πολέμου επικράτησε η διπολικότητα, όπου κυριαρχούσαν δύο αντίθετες μεγάλες δυνάμεις, ΗΠΑ και Σοβιετική Ένωση, με συγκεκριμένες σφαίρες επιρροής η καθεμία. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ωστόσο, το 1990, κατέστησε τις ΗΠΑ την μόνη υπερδύναμη σε ένα νέο μονοπολικό διεθνές σύστημα. Οι ΗΠΑ φαίνεται πως απέτυχαν να καλύψουν τα κενά που υπήρξαν μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, γεγονός που είχε ως συνέπεια, πολλές φιλόδοξες χώρες να εμφανιστούν στο προσκήνιο, πρόθυμες να καλύψουν τα κενά και να καταστούν αυτές περιφερειακές δυνάμεις, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Τουρκία.
Ο πόλεμος της Ουκρανίας έχει θεωρηθεί από πολλούς ως το ξεκίνημα της διαμόρφωσης μιας νέας παγκόσμιας τάξης. Πολλοί στη Δύση βλέπουν να διαμορφώνεται ένας νέος Ψυχρός Πόλεμος, Δύσης και Ανατολής, δημοκρατίας και αυταρχισμού, ΗΠΑ και Κίνας, χωρίς κανένα τρίτο κράτος να μπορεί να συγκριθεί σε ισχύ και να παίξει το ρόλο του ρυθμιστή της ισορροπίας. Η Κίνα ασφαλώς έχει φτάσει την αμερικανική οικονομική ισχύ, ενώ ο στρατός της ανταγωνίζεται επάξια τον αμερικανικό.
Ως εκ τούτου γίνεται πλέον εμφανής μια πολυπολικότητα, αποτέλεσμα συνεργασίας, όπου αφενός η Κίνα σε συνεργασία πλέον με τη Ρωσία, αφετέρου οι ΗΠΑ είναι μεν δύο μεγάλες δυνάμεις, αλλά η οικονομική ισχύς διαχέεται σημαντικά και σε άλλες χώρες σημαντικούς παράγοντες της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Η Δύση θα πρέπει να ζήσει, με εχθρικές δικτατορίες όπως η Κίνα και η Ρωσία, αλλά και με αναφυόμενες άλλες ανεξάρτητες ισχυρές δυνάμεις όπως η Ινδία, το Ιράν, η Βραζιλία και η Τουρκία.
Ο μεγάλος χαμένος μετά τον Ρώσο-ουκρανικό πόλεμο, οικονομικά, γεωπολιτικά αλλά και αμυντικά, είναι σαφέστατα η Ευρώπη, η οποία πιεζόμενη φαίνεται να παρασύρθηκε στον ανταγωνισμό των υπερδυνάμεων, χωρίς να έχει αυτόνομες επιλογές εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. Η μείωση της αμερικανικής ισχύος τις τελευταίες δεκαετίες, σε συνδυασμό με τα πολλά μέτωπα που έχουν ανοίξει ανά τον κόσμο και με την πλήρη διατάραξη των σχέσεων με τη Ρωσία, οδηγούν την Ευρώπη σε προδιαγεγραμμένες κινήσεις ενίσχυσης της άμυνας της.
Τουρκία
Η απόσυρση των ΗΠΑ από την Μέση Ανατολή καθώς και η αποτυχία της Αραβικής Άνοιξης έδωσε την ευκαιρία στην Τουρκία να αναλάβει πρωτοβουλίες και να είναι παρούσα σε διάφορες μουσουλμανικές χώρες, Συρία, Λιβύη, Σομαλία, Σουδάν, Παλαιστίνη και άλλες, σε μια προσπάθεια να ηγηθεί του μουσουλμανικού κόσμου, σε όλες τις ηπείρους. Εδώ οφείλεται και η πρωτοβουλία του Ερντογάν για ισλαμική στροφή στο εσωτερικό της Τουρκίας και η προσεκτική αποδόμηση του Κεμαλισμού.
Όλες αυτές οι κινήσεις Ερντογάν βέβαια είναι αποτέλεσμα στρατηγικού σχεδιασμού που προϋπήρχε της ανόδου του στην εξουσία και όπως φαίνεται, βρίσκει σύμφωνες όλες τις πολιτικές δυνάμεις της Τουρκίας. Εδώ επίσης οφείλεται το γεγονός της μεγάλης επιτυχημένης προσπάθειας για ανάπτυξη και ανεξαρτητοποίηση της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας καθώς και τη στροφή της προς την πυρηνική ενέργεια, με στόχο την αντιμετώπιση των ενεργειακών αναγκών της αλλά με απώτερο σκοπό να καταστεί πυρηνική δύναμη.
Η σημαντική και κρίσιμη γεωγραφική της θέση, ενίοτε της δίνει την δυνατότητα να εκμεταλλεύεται οποιαδήποτε αδυναμία του διεθνούς συστήματος, ισορροπώντας μεταξύ Δύσης και Ανατολής, προκειμένου να έχει η ίδια οφέλη. Αν και είναι εξαρτημένη οικονομικά απόλυτα από τη Δύση, εντούτοις αυτό δεν την εμποδίζει να φλερτάρει με την είσοδο της στους BRICS.
Η γεωστρατηγική της θέση, ο μεγάλος πληθυσμός, η μεγάλη στρατιωτική ισχύς, η προσπάθεια οικονομικής ισχυροποίησης, καθώς και τα κενά που έχουν αφήσει οι μεγάλοι διεθνείς παίκτες έχουν ωθήσει τη νέα πολιτική ελίτ της Τουρκίας να θεωρεί, ότι τώρα είναι η ευκαιρία για την υλοποίηση της νεο-οθωμανικής ιδέας.
Έχει καταστήσει τις προθέσεις της σαφέστατες προς όλους και κινείται ολοταχώς για την επίτευξη των στόχων της, είτε δια επιβολής των όρων της στους αδύναμους ή με στρατιωτική σύγκρουση, όπου θεωρεί ότι υπερτερεί του αντιπάλου.
Ελλάδα
Η Τουρκία θέλει να αποτελέσει ένα νέο αυτόνομο πόλο του περιφερειακού συστήματος ασφαλείας, αντίστοιχο του παρελθόντος της. Η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση επιδιώκει την όσο το δυνατόν καλύτερη διαχείριση των σχέσεων με τη γειτονική χώρα αν και η συνεχής ελληνοτουρκική αντιπαράθεση δεν αντιμετωπίζεται από μια κυβέρνηση τετραετίας επειδή εκ του αποτελέσματος φαίνεται ότι ξεπερνάει τον εκλογικό κύκλο μιας κυβέρνησης.
Η Ελλάδα χρειάζεται μια μακροχρόνια στρατηγική απέναντι στην Τουρκία με κοινά αποδεκτούς σκοπούς. Η εθνική στρατηγική πρέπει να αποσκοπεί στην ανάσχεση της τουρκικής επιθετικότητας, αφού συνιστά μια ζωτική απειλή. Η ποιοτική ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων, η συγκρότηση νέων διμερών και πολυμερών συμμαχιών, η αναβάθμιση της δημόσιας διπλωματίας και η οικοδόμηση ενός σύγχρονου συστήματος συλλογής πληροφοριών πρέπει να αποτελέσουν τα βασικά στοιχεία μιας τέτοιας στρατηγικής. Ταυτόχρονα, η χώρα χρειάζεται ένα ευρύτερο γεωπολιτικό όραμα που θα βασίζεται σε πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις.
Το ελληνικό μοντέλο εκτελεστικής εξουσίας έχει επίκεντρο τον εκάστοτε πρωθυπουργό και είναι αυτός που τελικά πιστώνεται επιτυχίες και χρεώνεται αποτυχίες. Παρήλθε η εποχή που η εθνική στρατηγική ήταν αποτέλεσμα προσωπικής ικανότητας ή ανικανότητας. Σε χώρες του μεγέθους της Ελλάδας, όπως το Ισραήλ, έχουν δημιουργηθεί θεσμικά όργανα και διαδικασίες για την εκπόνηση μακροχρόνιων στρατηγικών.
Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι το ελληνικό σύστημα εθνικής ασφαλείας είναι αναχρονιστικό και ξεπερασμένο. Είναι επιτακτική ανάγκη η σύσταση ενός Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, με ενισχυμένο ρόλο και μόνιμο προσωπικό, απαιτείται η αναβάθμιση της Διαρκούς Επιτροπής Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων, του Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής και του Συμβουλίου Πληροφοριών. Μόνο έτσι μια στρατηγική μπορεί να θεσμοποιηθεί και να γίνει κτήμα όλων.
Το μέλλον στις ελληνοτουρκικές σχέσεις επιδεινώνεται συνεχώς παρά τις αντίθετες προσπάθειες. Η Τουρκία τρέφει εδαφικές διεκδικήσεις εις βάρος της Ελλάδας και απειλεί την ασφάλεια του κυπριακού ελληνισμού.
Όσο καλές προθέσεις να έχει μια πολιτική ηγεσία, η πολυπλοκότητα της κατάστασης στην Ανατολική Μεσόγειο απαιτεί μεγαλύτερη συλλογικότητα στη διαμόρφωση στρατηγικής έναντι της Τουρκίας. Τα πρόσωπα πρέπει να υπηρετούν τις στρατηγικές και όχι οι στρατηγικές τα πρόσωπα. Το διεθνές σύστημα βρίσκεται σε μια μεταβατική φάση, όπου κυριαρχούν η ανασφάλεια και η καχυποψία.
Η Ελλάδα οφείλει άμεσα να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες, να υιοθετήσει τις απαραίτητες πρωτοβουλίες για να κερδίσει γεωπολιτική βαρύτητα, αξία και ρόλο στην ευρύτερη περιοχή με στόχο πάντα την προάσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της.
* Ο κ. Αθανάσιος Παπανικολάου είναι Αντιπτέραρχος (ΕΑ)
Πηγή: kontranews.gr