Κείμενο: Νίκος Λουκαδάκης – Φωτογραφία: Ευαγγελία Κουκάκη
Μέρες κοιμόταν στη μάντρα ο Νικήτας για να ‘χει το νου του στα οζά. Είχαν ρημάξει την περιοχή οι ζωοκλέφτες κι ο φτωχός βοσκός φοβόταν μην χάσει τη μοναδική του περιουσία, τα κοπέλια του όπως τα ‘λεγε.
Έξω από τη μάντρα, πάνω στα κλαδιά μιας χαρουπιάς, τα πρώτα πουλιά της αυγής άρχισαν να κελαηδούν και ο Νικήτας άνοιξε τα μάτια του, είδε τη μέρα που χάραζε και σηκώθηκε. Αφού εποσάστηκε κι ήπιε μια φασκομηλιά, πήγε να αρμέξει κάνοντας τον σταυρό του. Σαν εσίμωσε όμως και καμάρωνε το κοπάδι του, είδε ότι έλειπε πάλι ο τράγος. Φρουκάστηκε μήπως ακούσει το σκλαβέρι του, εσφύριξε, του φώναξε και δυο φορές μα πράμα, άφαντος ο Μανιός. Μανιό έλεγε τον τράγο γιατί του θύμιζε τον αντάρτη τον παππού του. Άρμεξε γρήγορα-γρήγορα τα οζά, μπήκε στη μάντρα, έβαλε στο λιοπάνι μια χούφτα ελιές και λίγο τυρί, πήρε δυο κρίθινα παξιμάδια, τα ‘βαλε όλα στην ξομπλιαστή του βούργια και την φόρεσε στους ώμους. Έπρεπε να βρει τον τράγο, όχι μόνο γιατί ήταν απαραίτητος για το κοπάδι μα πιο πολύ γιατί φοβόταν μην κάμει καμιά ζημιά και τονε βάλει σε μεγάλους μπελάδες. Ξεκρέμασε την καλή, την πρινένια του βέργα και κίνησε για τα όρη, εκάτεχε τη μανία του τράγου να ζυγώνει τις άγριες, τις φουριάρες αίγες που βόσκανε ελεύθερες στα αντροπάτητα Αστερούσια.
Ώρες περπατούσε σε πλάγια και σε κορφές, σίμωνε σε δέτες, σφύριζε και φώναζε του Μανιού, ίσαμε που μεσημέριασε κι έκατσε σε ένα έβγορο που τον είχε κόψει η πείνα. Έβγαλε το λιοπάνι από τη βούργια και ξεκίνησε να τρώει κοιτάζοντας τη Μεσαρά που απλωνόταν στα πόδια του άγριου βουνού. Εκείνη την ώρα το δροσερό αεράκι που φυσούσε του έφερε στ’ αυτιά μια φωνή οζού σαν κλάμα. Σηκώθηκε και φρουκάστηκε. Ξανάκουσε πιο δυνατά αυτή τη φορά τη φωνή του οζού και του φάνηκε πως ήταν ο τράγος του. θυμήθηκε τον ταύκο που ήταν πιο πέρα και κατάλαβε πως ο Μανιός είχε πέσει μέσα. Με γρήγορα βήματα σίμωσε στον θεόρατο ταύκο και πράγματι είδε μέσα το φτωχό ζώο, με σπασμένο πόδι να προσπαθεί να βγει. Δίχως να το σκεφτεί ο βοσκός κατέβηκε με σίγουρα βήματα στον ταύκο, λυπήθηκε το οζό να το αφήσει εκεί να το φάνε οι σκάρες, το ‘χε αναθρεμμένο και το πονούσε. Με μεγάλη δυσκολία κι ύστερα από πολύ ώρα κατάφερε να βγάλει τον τράγο, τον φορτώθηκε στους ώμους και βραδιασμένα πια έφτασε στην μάντρα.
Για πολύ καιρό ο Μανιός δεν μπορούσε να περπατήσει μα ήταν δυνατό οζό και στο τέλος τα κατάφερε. Όταν μάλιστα έγινε εντελώς καλά δεν ξεκολλούσε από το πλάι του Νικήτα. Όταν άρμεγε πήγαινε από πίσω του και τον κουτουλούσε μαλακά, τάξε για παιχνίδι, όταν τυροκομούσε ήθελε να ‘ναι κοντά του να τον θωρεί κι όταν ο βοσκός έφευγε από τη μάντρα άκουγε τον τράγο από μακριά να βελάζει λυπημένα. Στην αρχή ο Νικήτας τον έδιωχνε από κοντά του μα σιγά-σιγά κατάλαβε ότι το ζώο ήθελε να δείξει την αγάπη και την ευγνωμοσύνη του, έτσι λοιπόν τον άφηνε να του σιμώνει και καμιά φορά τον έπιανε από τα κέρατα, τον ταρακουνούσε κι αυτός ολόχαρος χοροπηδούσε και τριβόταν στα πόδια του βοσκού.
Με τον καιρό ο Νικήτας συνήθισε τον τράγο δίπλα του κι εγίνηκαν αχώριστοι, του κλουθούσε ο Μανιός σαν το κουλούκι όπου κι αν επήγαινε, πότε-πότε μάλιστα τον ξάνοιγε στα μάτια και ο βοσκός θαρρούσε πως ήθελε να του μιλήσει. Ακόμα κι όταν ήτανε στο χωριό τον είχε πάντα μαζί του. Όταν πήγαινε στο καφενείο καθόταν το ζώο έξω και τον περίμενε, όταν ξόμενε στο σπίτι τον είχε στην αυλή, μα ελεύθερο ούτε τον έδενε ούτε τον μάντριζε κι ο Μανιός ούτε πείραζε ούτε έφευγε ποτέ. Οι χωριανοί έβλεπαν το παράξενο αυτό θέαμα, σταυροκοπιόταν και λέγανε του βοσκού: «Γεια σου Νικήτα με το κουλούκι σου».
Έτσι πέρασε ο καιρός ίσαμε που γέρασε ο Μανιός, δεν μπορούσε πια να κλουθά του Νικήτα, μα σαν τον έβλεπε σήκωνε το κεφάλι του και βέλαζε με όση δύναμη του είχε απομείνει. Ο βοσκός του σίμωνε, τον χάιδευε και του μιλούσε μα όχι για πολύ ώρα, πονούσε η ψυχή του να βλέπει τον «αντάρτη» του σε τέτοια χάλια. Ένα πρωί ο Νικήτας βρήκε τον Μανιό στον πόρο της μάντρας ψοφισμένο. Με κλάματα τον πήρε, τον έθαψε και σκουπίζοντας τα μάτια του, ξάνοιξε τον ουρανό και φώναξε δυνατά: «Το νου σου γιε μου έκεια στσι κορφές του παραδείσου μην σπάσεις πάλι τον πόδα σου και ποιος θα σε σώσει κακορίζικο».
—
(Ευχαριστώ την Ευαγγελία Κουκάκη για τη φωτογραφία της)
Υ.Γ.: Πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Αντίλαλος”,