Ίλιγγος, πέτρες, χειμαδιά. Ιερά μυστήρια και αρχαία μονοπάτια. Με θέα στο Λιβυκό οι ψυχές απαρνούνται τα εγκόσμια, ορκίζονται, πιστεύουν στα θεία∙ στα αμέτρητα φαράγγια που ξεβράζονται στη θάλασσα, εκεί που παραδίνεσαι σύγκορμος όταν στέκεις μόνος. Εσύ και η αρμύρα.
Χρυσά βουνά. Το λες και το ξαναλές μπας και το πιστέψεις. Τα βλέπεις μπροστά σου, ορθώνονται στον Νότο του Ηρακλείου, χωρίζουν σχεδόν τον Κομμό απ’ τα Λασιθιώτικα βουνά. Χρυσά απ’ τη σκόνη, τα σπαρτά, τα φρύγανα που σχηματίζουν κηλίδες μπλεγμένες σε ασημόγκριζα βράχια.
Χρυσά μέχρι τις απολήξεις τους, όταν γίνονται απότομοι γκρεμοί και εκατοντάδες μέτρα μετά συναντούν με ιλιγγιώδη τρόπο τη θάλασσα. Εσύ είσαι εδώ, και οι γύπες, τα θαυμαστά αρπακτικά που αιωρούνται με το αρχοντικό τους πέταγμα πάνω απ’ το κεφάλι, επιπλέουν θαρρείς στα κύματα του αέρα. Εσύ και οι αχόρταγες αίγες, που σκαρφαλώνουν αβίαστα εκεί που θα ‘θελες να σκαρφαλώσεις κι εσύ, καταστρέφουν τα ελάχιστα δέντρα που συναντάς στο πέρασμά σου.
Εσύ και τα μελίσσια που σαν να είναι περισσότερα φέτος, σε αναγκάζουν να σηκώσεις παράθυρα, να κλειστείς στο καβούκι σου, να περιμένεις συνοφρυωμένος να προσπεράσουν. Και οι κούμοι, αυτές οι απόκοσμες κατασκευές στα χρώματα της γης, καμωμένες από πέτρα που συνταιριάζει, χάνεται στο πανομοιότυπο τοπίο.
Κοιτάς γύρω σου∙ δεν είναι κανείς. Πάλι ψέματα σου λέει το βλέμμα. Που να ‘ξερες πόσες σπηλιές είχαν ζωή, πόσοι οικισμοί, πόσοι πέρασαν στα αλήθεια από δω, πριν από σένα; Και να ψάξεις, όλους δεν θα τους βρεις. Μόνο θα αναρωτιέσαι. Με ποια κριτήρια διάλεξαν για τόπο τους την πιο άγρια, πιο δύσβατη ραχοκοκαλιά της Κρήτης; Πού βρήκαν καταφύγιο; Σε ποια σπηλιά, ποιο φαράγγι, σε ποιο πλάτωμα και σε τι υψόμετρο, μακριά από τις ξαφνικές επιδρομές, μακριά απ’ τη θάλασσα.
Aγιοι, ασκητές, παιδιά των λουλουδιών και Mινωίτες. Oλοι είχαν τους λόγους τους. Oλους κάτι τους έσυρε ως εδώ. Aνθρωποι χωρίς όνομα που χάνονται στο συνεχές του χρόνου. Που αντρώνουν θρύλους και παραμύθια, που μαζί με τα σύννεφα του ουρανού ξεσηκώνονται μέσα απ’ τα βάθη του μυαλού, σχηματίζουν αλλόκοτες μορφές.
Ειδικά τον χειμώνα, τότε που το βούισμα της παραλίας είναι απειροελάχιστο, όταν τα Αστερούσια και η υψηλότερη κορυφή τους, ο Κόφινας, στέκουν επιβλητικά, μόνα, μυστήρια, μυστηριακά. Αυτά και τα φαντάσματα.
Κυνηγώντας την αλήθεια στην κόκκινη άμμο
Ξεκινάς απ’ τα εύκολα, μα το σκαρφάλωμα δεν το γλιτώνεις. Oπως και οι χίπηδες πριν από σένα, γαντζώνεις τα χέρια στα βράχια, μαγκώνεις το πόδι σε αυλάκια σταθερά, ανεβαίνεις ψηλά, στρογγυλοκάθεσαι. Μετράς παράθυρα, σμιλεμένα περβάζια, σπίτια κανονικά! Τα βρήκαν έτοιμα, λέει, οι σύγχρονοι εξερευνητές το ’65 και αποφάσισαν να τα γεμίσουν. Αυτές τις προϊστορικές κατοικίες του νησιού, μετέπειτα τάφους των Ρωμαίων, που προσέλκυσαν όλες τις φυλές του κόσμου, αποτέλεσαν σημείο ιδανικό για να αγναντεύουν, να ζουν κοινά, να συζητούν με τις ώρες χίλια δυο ενδιαφέροντα.
Aνθρωποι μορφωμένοι, απ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα θέλησαν εδώ να βρουν την αλήθεια, μακριά από τον καταναλωτισμό, να αντιδράσουν ειρηνικά στον επίσημο, τον «καθώς πρέπει», τον τότε αποδεκτό τρόπο ζωής. Λίγο παρέμειναν, μα έγραψαν ιστορία. Στα τέλη του ’70 εκδιώχθηκαν, αναγκάστηκαν να απαρνηθούν τα βράχια από ψαμμίτη, να αναζητήσουν στέγη σε πιο φιλόξενα, ακόμα πιο απομονωμένα κρητικά χωριά.
Ενέργεια σου λέει. Στα χαράκια. Πόσα μονοπάτια φιδογυρίζουν πάνω απ’ τα Μάταλα; Από μέσα σε περνούν, από πάνω, κάτω απ’ τη θάλασσα, προς τα πίσω. Σε οδηγούν στην Κόκκινη Aμμο και από ψηλά, μετράς «μύτες» που ξεβράζονται στη θάλασσα, τις συστάδες με τα φύκια, βλέπεις χρώματα, απλωμένες πετσέτες και ομπρέλες, γυμνά κορμιά πάνω σε κόκκινο, όρθια, μαύρα απ’ τον άργιλο, καμένα απ’ τον ήλιο. Πιο έντονα απ’ όλα θυμάσαι το μπλε, το πράσινο της θάλασσας, την πορφύρα της αμμουδιάς και δίπλα τους τη γαλανόλευκη, να κυματίζει λες στο τέρμα του Θεού.
Μικρή σου φαίνεται -για τη διασημότερη παραλία όλων των γυμνιστών-, μα σ’ αρέσει. Είσαι και τυχερός και δεν φυσά. Την πιάνουν μαθαίνεις οι δυτικοί άνεμοι, αφού το βόρειο τμήμα της προστατεύεται απ’ τον μακρύ πωρόλιθο, τον «βράχο της Θεοσύνης». Ποια να ‘ταν, πάλι, αυτή; Τίποτα δεν σε νοιάζει. Μόνο κοιτάς να περπατάς, δεν θες να σταματήσεις. Σε κάποιον αρχαίο βυθό βρίσκεσαι, σε κάποια λιγότερο διάσημα λαξεύματα, που σου «μιλούν», φανερώνουν τα χρόνια της γης σε στρώσεις.
Με τα ακροδάχτυλα αγγίζεις απολιθώματα. Χιλιάδες κοχύλια, γαντζωμένα, ακλόνητα, θαλασσοδέρνονται, παραδίδονται στην αδηφάγο αρμύρα. Αχινοί εκατομμυρίων ετών, αλάτια που στεγνώνουν στον ήλιο, που κρυσταλλώνονται, σπάνε ανάμεσα στα δάχτυλα.
Πάνω απ’ τις αλυκές οι σκιές παίζουν τα δικά τους παιχνίδια, κάτω στο χώμα, με τις ρίζες των κέδρων, τους σκίνους και το θυμάρι ξεχωρίζεις ταφικά κεραμικά, σταχτιά, μελανόμορφα, ποιος ξέρει από πότε. Κι ένα πηγάδι, που σήμερα δεν τρέχει πια νερό, μόνο βλασταίνει.
Συνεχίζεις και περπατάς σε ένα αργόσυρτο τούνελ. Στα τοιχώματα, σκαλισμένοι αστερίες μαζί με ονόματα και στίχους, είναι εκεί από το ’08, το ’10, κάποια άλλα πιο παλιά. Κάποτε, θα γίνουν αρχαία κι αυτά. Σαν τη μινωική πόλη του Κομμού, τη σήμερα περιφραγμένη, δίπλα στην ομώνυμη παραλία.
Που κυλιέται στη γη παρέα με τους παραθεριστές και τα ηλιοβασιλέματα με θέα στον Βόλακα, τον βράχο που εκσφενδόνισε ο Πολύφημος κατά του Οδυσσέα σε μια μάταιη προσπάθεια να τον σταματήσει. Πού αρχίζει η αλήθεια; Πού σταματούν οι μύθοι; Πουθενά στα Αστερούσια.
Ασκληπιεία, αρχαίες πολιτείες και τρύπες στη γη
Μπλέξιμο είναι η Ιστορία. Oπως και οι δρόμοι που θα πάρεις αν ακολουθήσεις τον χτύπο, στην καρδιά του όρους του μυθικού Αστερίωνα. Απομνημονεύεις ταμπέλες, ανοιγοκλείνεις τα μάτια, νοερά φωτογραφίζεις χωριά. Σίβας, Κουσές, Πόμπια, Πηγαϊδάκια. Κρυπτοχριστιανοί και αντάρτες κάτοικοι συνέδεσαν το όνομά τους με την επανάσταση και τώρα στέκουν μαρμαρωμένοι σε ηλιόλουστες πλατείες.
Πίσω σου η Φαιστός, η Γόρτυνα, ο απέραντος κάμπος της Μεσαράς, ο κάποτε ολόσπαρτος με σιτηρά και καλαμπόκια, από το ’80 και μετά ντυμένος στα πράσινα, να μυρίζει ελιά. Εύκολα κατεβαίνεις νότια ως τους Καλούς Λιμένες. Από εκεί έχεις σκοπό να κινηθείς παραλιακά. Να καταγράψεις, να χαθείς, να δεις πού βγάζει ο δρόμος.
Εμπρός σου αντικρίζεις σκηνές, τροχόσπιτα, καρεκλάκια στριμωγμένα κάτω απ’ τα αρμυρίκια. Αλήθεια, ποιος καλύτερος τόπος να στήσεις τσαρδί; Απέναντι θες να ‘σαι απ’ την απέραντη θάλασσα. Αντίκρυ σου το Μικρονήσι και οι εγκαταστάσεις ανεφοδιασμού των πλοίων∙ ακόμα ένα αγκυροβόλι που λέγεται πως επέλεξε ο Απόστολος Παύλος κατά την περιπετειώδη μεταγωγή του στη Ρώμη.
Ανατολικά, μέσα απ’ τα κύματα αναδύονται οι πολύχρωμοι ογκόλιθοι της αρχαίας Λασαίας, επίνειο κι αυτό της Γόρτυνος, όπως κι ο Λέντας, που θα συναντήσεις μετά. Ενας σχεδόν υποθαλάσσιος μόλος απομένει, ερείπια κατά μήκος της ακτής και όλα τελειώνουν εκεί που η νήσος Τράφος φράζει το βλέμμα.
Οι ρόδες αγκομαχούν πάνω στα χώματα και κάπως έτσι μπαίνεις στην επικράτεια των ντόπιων. Για χιλιόμετρα σκέφτεσαι πως δεν υπήρχε κανένας λόγος να φτάσεις εδώ, εκτός ίσως για να δεις τους αθάνατους με τους κίτρινους ανθούς, να ορθώνονται απέθαντοι σε γαλάζιο φόντο. Χρυσόστομος, Πλατιά Περάματα, Ακρωτήρι Τραχήλι. Διάσπαρτα θερμοκήπια, τσιμεντένιοι, κακόμορφοι οικισμοί βυθίζονται στη σκόνη που σηκώνεις πίσω σου, τους κοιτάς απ’ τον καθρέφτη (από μακριά, όλα δείχνουν πιο καλά).
Λίγο αργότερα η ψυχή αγαλλιάζει. Ανακαλύπτεις την αρχαία Λεβήν, το σύμπλεγμα κτιρίων πάνω απ’ το λεοντόμορφο ακρωτήρι του Λέντα, με το Ασκληπιείο, το ψυχιατρείο και το ξακουστό υδροθεραπευτήριο που φιλοξενούσε επισκέπτες ακόμα και απ’ τη Λιβύη.
Τώρα είσαι εσύ και 50 μόνιμοι κάτοικοι γύρω από έναν από τους σημαντικότερους ιερούς χώρους του αρχαίου κόσμου∙ το αποδεικνύουν τα ευρήματα: ψηφιδωτά, κρήνες μια παλαιοχριστιανική βασιλική και δυο μαρμάρινες κολώνες, το σήμα κατατεθέν του οικισμού. Οσο για το γλυκύτατο απάγκιο; Αυτό θυμίζει ένα ανεκμετάλλευτο «Λουτρό Σφακίων». Μα κι έτσι είναι όμορφο. Αυθεντικό. Hσυχο. Oπως πρέπει σε τούτη την απόκρυφη μεριά της Κρήτης.
«Ποιος σηκώνει λιμάνια στη μέση του πουθενά;» Κάτι τέτοιο αναλογίζεσαι μόλις φτάνεις στη Λούτρα. Κάποιος θα το χρειάστηκε. Κάποιος από τις γειτονικές ακτές του Τραχήλα, του Δυτικού, τις απείραχτες από πολιτισμό, τις πνιγμένες στην άμμο και τα αρμυρίκια. Βράχια σχηματίζουν ελέφαντες, ένα σκονισμένο αυτοκίνητο υποδηλώνει μία ακόμα μυστηριώδη παραλία κι εσύ σηκώνεις το καπέλο, τους παραδέχεσαι, τους αφήνεις στην ησυχία τους κι ακολουθείς τον μοναδικό δρόμο, όλο ανεβαίνεις.
Η αρχαία Λέβυνθος είναι λέξη προελληνική, το ίδιο και η Βήθανος. Ρίζες βαθιές συγκροτούν ετούτα τα βουνά. Στον σπηλαιώδη ναό της Παναγίας αγναντεύεις στον Λέντα∙ το καμπαναριό της ισορροπεί σε μια σχισμή του βράχου, η ελιά φουντώνει στον περίβολο και η δροσιά του ιερού φαντάζει αληθινή όαση.
15χλμ. σε χωρίζουν απ’ την Τρυπητή. Να ‘ταν κι άλλα μονολογείς. Τι απίθανες εναλλαγές φανερώνει το τοπίο. Τι θησαυρούς φανερώνει η Τρυπητή! Τις δυο παραθαλάσσιες σπηλιές στις οποίες οφείλει το όνομά της. Το θεόστενο φαράγγι, εκατό μέτρα απ’ τα βότσαλα, που ίσα που χωράει ένα όχημα – τον χειμώνα ούτε καν αυτό, ξεχειλίζει, στο ‘χουν πει, απ’ το ρέμα του Αγιοσαββίτη.
Και εκεί πάνω, ψηλά στον απότομο βράχο, τον προφυλαγμένο από κάθε εχθρική απειλή, ένα μικρό μινωικό χωριό παρέα με τους αέρηδες αγναντεύει το πέλαγος. Κανείς δεν ξέρει τι έφερε αυτούς τους ανθρώπους στο «Κορφάλι», ούτε από πού ήρθαν. Μόνο πότε. 4.500 χρόνια μέτρησαν οι αρχαιολόγοι. 4.500 βήματα κάνεις κι εσύ για να το προσεγγίσεις, τόσα σου φαίνονται. Τόση είναι η παραζάλη όταν η ζέστη χτυπά 40άρια.
Η χάρη του Κόφινα: Μια διαχρονική λατρεία
Τι θαυμαστά βουνά. Και δεν τελειώνουν! Κάτω από την κωνική κορυφή του Κόφινα, κάτω απ’ τα Καπετανιανά (την ιδανικότερη «βάση» για εξερευνήσεις στην καρδιά των Αστερουσίων), ελικοειδείς διαδρομές οδηγούν στον Αη Γιάννη, στις τρεις παραλίες του οικισμού και στο εκκλησάκι του Αγίου, τον μοναδικό εξωτερικά τοιχογραφημένο ναό της Κρήτης, χτισμένο σε αρχαίο Ασκληπιείο.
Στη Μονή Κουδουμά και το Αβοκάσπηλιο οπού λατρευόταν η θεά του τοκετού Ειλειθυία. Στο εκκλησάκι του Σταυρού οπού κάθε 14 Σεπτέμβρη αναβιώνει μια πανάρχαια υπαίθρια τελετή που έχει να κάνει με δέντρα θαυματουργά, όπως γινόταν τότε, επί μινωικού πολιτισμού. Δεντρολατρεία στον χριστιανικό κόσμο; Ναι, αν αφορά στα ιερά μήλα του Κόφινα!
Στους Παράνυμφους, οι γ’ρες περιστοιχίζονται με μαγικά σκοινιά, κάνουν τελετουργίες, διώχνουν το κακό μακριά, έξω απ’ τον κύκλο. Κι η φύση αναντρανίζεται με αυτά και μ’ αυτά, ξυπνά απ’ τον λήθαργο, κάνει κι αυτή τα δικά της μάγια. Σχηματίζει φαράγγια στις Τρεις Εκκλησιές, καταρράκτες που τρέχουν από 160μ. ύψος, σπέρνει φοινικοδάση του Θεόφραστου σφηνωμένα στα χαράκια, στρώνει αμμουδιές βγαλμένες απ’ τα όνειρα να αγκαλιάζουν, με ευλάβεια, μονές σαν του Αη Νικήτα. Σηκώνει βράχια, κέδρους αυτοφυείς να ντύνουν το Δέρματο, τον Αγιο Ιωάννη, σε οδηγεί στον Κερατόκαμπο και πιο βαθιά, στην Αρβη∙ με το φαράγγι το δύσβατο, τις μπανανιές και τον πατέρα Κύριλλο, έναν σύγχρονο ασκητή που σε υποδέχεται σκυφτός, θερίζει ακόμα με το δρεπάνι. Εκεί που μπαίνει ανθρώπινο χέρι, όλα αλλάζουν.
Στο Μαριδάκι με το ποτάμι και τα πλατάνια που κάποτε άγγιζαν τη θάλασσα, στον Τσούτσουρα, με τα τρία φαράγγια, τα τρία ορθάνοιχτα στόματα που χάσκουν στο Λιβυκό. Παλιά, στις απολήξεις τους, σχηματίζονταν λίμνες και οι πονηροί ψαράδες άπλωναν τα δίχτυα και περίμεναν, καλά καλά δεν μπορούσαν να τα σηκώσουν απ’ τις πολλές κουτσομούρες και τα μπαρμπούνια! Πάνε αυτά. Ιστορίες μόνο να τις θυμάσαι. Τις πιστεύεις όμως. Η πίστη στα Αστερούσια κάνει θαύματα.
Ερημίτες και στοιχεία στο κρητικό Αγιον Ορος
Κάτι λείπει απ’ την εξίσωση. Κάτι σημαντικό που τ’ άφησες για το τέλος. Το φαράγγι στο Βαθύ, το Μάρτσαλο, ο σπηλαιώδης ναός της Αγίας Κυριακής. Σκυφτός ακολουθείς την πομπή στο πανηγύρι της 7ης Ιουλίου, όταν οι στείροι ποταμοί γεμίζουν προσκυνητές και σε κάθε τους πάτημα ξυπνούν και πάλι τα Αγιάκια.
Ποιος ήταν που σου ψιθύρισε για τους ασκητές και τα καλογεροπαίδια που ποτέ δεν απαρνήθηκαν τον Νότο της Κρήτης; Για τα καντήλια που φέγγουν αναμμένα, σε ξωκλήσια απόκρημνα, χωρίς να έχει πάει ποτέ προσκυνητής; Για τις μοναχικές αγριελιές που φύονται εδώ κι εκεί, στις κοίτες, στις πλαγιές του Αγιοφάραγγου, να δηλώνουν το «τέλος», την αγιοσύνη κάποιου ερημίτη; Αλήθεια είναι ή ψέματα; Γύρω σου μετράς εκατοντάδες.
Αρχαίοι κορμοί ριζοβολούν ανάμεσα στις πέτρες, τις σφάκες, τις ελυγιές και ανάμεσά τους περιπλέκονται αμέτρητοι θρύλοι και διηγήσεις, που πιο πολύ ταιριάζουν σε αφέγγαρες νύχτες. Αλήθεια είναι. Τα Αστερούσια ορθώνονταν πάντα αγκαλιά με την ασκητική παράδοση. Αυτή που ανάγεται στον 7ο αι., που ταξίδεψε στα κύματα απ’ την Ανατολή και στα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς μπλέχτηκε με την επανάσταση. Τότε που καλόγεροι σαν τον Ξωπατέρα έπιαναν τα άρματα, ορμούσαν στα σπήλαια, ταμπουρώνονταν στην Ι.Μ. Οδηγήτριας, στην Παναγία στο Μάρτσαλο, περίμεναν το θείο χέρι, ή πολεμούσαν προφυλαγμένοι στα χάσματα της γης. Μυριάδες απροσπέλαστες σπηλιές ελλοχεύουν σε όλο τον Νότο –τις περισσότερες δεν τις πιάνει το μάτι- και ένα Γουμενόσπηλιο, στο φαράγγι των Αγίων, που έκαναν λέει σύναξη οι ερημίτες τη Λαμπρή, και κάθε πέτρα ήταν το κάθισμα που αντιστοιχούσε σε έναν. Τριακόσια ήταν κάποτε, κι αν κάποιο έμενε άδειο, ήξεραν όλοι πως έμειναν λιγότεροι. Πιο «φτωχοί».
Διάχυτη ιερότητα αναβλύζει το ακραίο τοπίο. Σαν οι λαϊκές διηγήσεις και οι ασκητικές μνήμες να είναι που ποτίζουν τα Αστερούσια∙ όχι το νερό. Ρακένδυτοι γέροντες στοιχειώνουν τα φαράγγια και μαζί τους όλο και κάποιος ταξιδευτής δίνει όρκους επιστροφής, αιώνιας αγάπης, στοχάζεται, ολοένα και περισσότερο πιστεύει στις ατίθασες θάλασσες και στα γυαλισμένα βράχια. Σκαρφαλώνεις σε ένα. Κάθεσαι. Πόσοι ήταν τελικά, αναρωτιέσαι. «Οσες ελιές, τόσοι και οι ασκητές» βουίζει το μυαλό. Κοιτάς γύρω σου. «Τόσοι και οι ασκητές».
Πηγή: thetravelbook.gr