Γράφει ο Γιάννης Σηφάκης*
Τελευταίο μέρος
Όπως γνωρίζω τη χώρα μας(και παρακαλώ ενημερώστεμε εάν έχουν αλλάξει τα παρακάτω) δεν έχει ερευνηθεί συστηματικά η φύση του εκπαιδευτικού μας επαγγέλματος, της επαγγελματικής μας ομάδας που συγκροτούμε και των πρακτικών που αυτή χρησιμοποιεί, με βάση τα μοντέλα και τις τυπολογίες της διεθνούς έρευνας και βιβλιογραφίας.
Κάποιες, εμπειρικού χαρακτήρα, ερευνητικές προσεγγίσεις περιορίζονται στην περιγραφή της κοινωνικής μας θέσης ή της κοινωνικής κατάστασης του Έλληνα εκπαιδευτικού. Η έλλειψη αυτή οδηγεί σε φορμαλιστικές ή δεοντολογικές προσεγγίσεις και ερμηνείες σε ό,τι αφορά τις πρακτικές των εκπαιδευτικών και των οργανώσεων τους που υπαγορεύονται από παρωχημένες και συχνά αντιεπιστημονικές αντιλήψεις.
Σε μας τους έλληνες εκπαιδευτικούς αποδόθηκε και αποδίδεται κατά κόρον και αδιακρίτως ο χαρακτηρισμός του λειτουργού, ο οποίος έχει σαφές ιδεολογικό περιεχόμενο και νομιμοποιητικό προσανατολισμό. Μας θεωρούν ότι παρουσιάζουμε πολλά χαρακτηριστικά των ημι-επαγγελματιών.
Έτσι, η συντομότερη περίοδος βασικής κατάρτισης —σε σύγκριση με τα αναγνωρισμένα επαγγέλματα— η μικρή επαγγελματική αυτονομία, οι μειωμένες δυνατότητες για προνομιακή μεταχείριση, κ.ά αποτελούν τα δομικά χαρακτηριστικά μας σαν ομάδα εργαζομένων.
Ειδικότερα για εμάς τους Έλληνες εκπαιδευτικούς σαν σώμα, κάποια από τα χαρακτηριστικά των ημι-επαγγελματιών είναι ιδιαίτερα εμφανή και προσδιοριστικά.
Η ένταξη των εκπαιδευτικών στον δημοσιοϋπαλληλικό κλάδο, με την παράλληλη άρνηση από την πλευρά των πολιτικών υπευθύνων να αποδώσουν τις ηθικές και υλικές απολαβές που αρμόζουν στον εκπαιδευτικό ως δημόσιο λειτουργό, υπαγορεύουν ορισμένο χαρακτήρα οργάνωσης, συγκεκριμένο περιεχόμενο στις διεκδικήσεις και συγκεκριμένες συνδικαλιστικές πρακτικές (π.χ. απεργία) οι οποίες θεωρούνται ανάρμοστες με το έργο του εκπαιδευτικού.
Κάποια εγγενή, ωστόσο, στοιχεία του ελληνικού εκπαιδευτικού σώματος, όπως το μεγάλο μέγεθος της επαγγελματικής ομάδας των εκπαιδευτικών, καθιστούν δύσκολη έως αδύνατη την ικανοποίηση μισθολογικών αιτημάτων.
Από την άλλη πλευρά η χρήση της απεργίας ως συνδικαλιστικού-διεκδικητικού όπλου αποβαίνει τις περισσότερες φορές άκαρπη και αναποτελεσματική αφού ως συνδικαλιστικό όπλο δεν έχει οικονομική δύναμη και άμεσες οικονομικές επιπτώσεις.
Οι ομοσπονδίες των εκπαιδευτικών (Ο.Λ.Μ.Ε- Δ.Ο.Ε) έχουν σαφή προσανατολισμό προς την υιοθέτηση ρόλων που προσιδιάζουν μάλλον στη συντεχνία και όχι στο επιστημονικό σωματείο που στοχεύει πρώτιστα στη βελτίωση της εκπαίδευσης. Η χρήση σωματειακών πρακτικών και ο συντεχνιακός προσανατολισμός επενδύονται πάντα με λόγο περισσότερο επιστημονικό και εκπαιδευτικό αφού συνδέουν άμεσα το κοινωνικό status με τη γενικότερη εκπαιδευτική κατάσταση.
Η επίτευξη των στόχων αυτών δυσχεραίνεται τόσο από τα εγγενή όσο και από επίκτητα χαρακτηριστικά του εκπαιδευτικού σώματος.
Τα προβλήματα που συνεπάγεται το μεγάλο μέγεθος της ομάδας επαυξάνονται από το γεγονός ότι ο έλεγχος για την είσοδο νέων μελών σ αυτήν ανήκει στο κράτος. Άλλωστε, το χαμηλό standards για την εισαγωγή στο επάγγελμα συντελεί, σε συνδυασμό με το μεγάλο μέγεθος, στην πτώση του κύρους και στην αμφισβήτηση της άποψης ότι οι εκπαιδευτικοί μπορούν να αποτελέσουν ομάδα επαγγελματική αντίστοιχη με τα αναγνωρισμένα επαγγέλματα.
Η υιοθέτηση, συνεπώς, νέων standards, αφού εκ των πραγμάτων δεν είναι δυνατή η μείωση του μεγέθους. θα μπορούσε να βοηθήσει στη διαδικασία απεγκλωβισμού των εκπαιδευτικών από τον δημοσιοϋπαλληλικό χώρο(και το ενιαίο μισθολόγιο)και στη θέση του να υπάρξει Εκπαιδευτικό μισθολόγιο για να αποτελέσει την απαρχή για την αναγνώριση της επαγγελματικής ταυτότητας σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν. Η καθιέρωση νέων standards είναι δυνατόν να αντισταθμίσει τα προβλήματα που απορρέουν από τη χαλαρή δομή της ομάδας.
‘ Ένα άλλο αξιόλογο στοιχείο που διακρίνει το ελληνικό εκπαιδευτικό σώμα είναι το γεγονός ότι πολλοί γίνονται εκπαιδευτικοί —ισχύει αυτό κυρίως για τους δασκάλους (εξαίρεση αποτελεί η φετινή χρονιά )— επειδή απορρίπτονται από άλλες σχολές που προτιμούν περισσότερο (το σύστημα επιλογής για τα ΑΕΙ συντηρεί αυτή την κατάσταση). Αυτό συντελεί στο να ενσωματώνονται τότε λιγότερο στο σύστημα των εκπαιδευτικών κανόνων, να έχουν μια στάση περισσότερο κριτική απέναντι στο έργο τους και να γίνονται πιο στοχαστικοί σε ό,τι αφορά την κοινωνικοπολιτική τους σπουδαιότητα.
Είναι γεγονός, επίσης, ότι στο σύγχρονο εκπαιδευτικό έργο δεν λειτουργεί απαραίτητα η κλίση, η αφοσίωση και η αγάπη για τα παιδιά. Σήμερα, μόνο μια επιστημονική παιδαγωγική μπορεί να αντικαταστήσει πλεονεκτικά τα στοιχεία που αναφέρθηκαν και που ταυτίζονταν παλιότερα με το έργο του εκπαιδευτικού. Με τη διαπίστωση αυτή συνδέεται το γεγονός ότι ένα σταθερό αίτημα των δασκάλων και των καθηγητών είναι αυτό της επιμόρφωσης και της μετεκπαίδευσης, της διαρκούς επαγγελματικής κατάρτισης. ‘ Όλοι οι λόγοι που τους ωθούν να ζητούν μια διαρκή επαγγελματική κατάρτιση ενσωματώνονται σε μια εξέλιξη της εικόνας της διδακτικής λειτουργίας που τείνει να δέσει στο ίδιο επίπεδο τις ανθρωπιστικές θεωρήσεις και μια επιστημονική αντίληψη της παιδαγωγικής.
Αυτή η απόπειρα προσδιορισμού και οικειοποίησης μιας επιστήμης και μιας τεχνικής μπαίνει στη δυναμική των κοινωνικών αναπαραστάσεων. Πρόκειται για την αποκατάσταση της εικόνας που έχει κανείς για τον εαυτό του με την αποκατάσταση της συμβολικής της εικόνας στις κοινωνικοπολιτικές κατηγορίες που έχουν αναγνωριστεί ως εξέχουσες (επαγγελματικό πρότυπο). Οι εκπαιδευτικοί επιζητούμε προφανώς επιστημονικές βάσεις στην κατάρτιση μας και στις παιδαγωγικές πρακτικές μας, με απώτερο στόχο να αποκτήσουμε μία από τις μεγάλες αξίες της εποχής μας, την εξειδίκευση της γνώσης, όπως αυτό συμβαίνει με άλλες κοινωνικοεπαγγελματικές κατηγορίες που θεωρούνται πως διαθέτουν ανώτερο κύρος σε σχέση με τους εκπαιδευτικούς. Η επιδίωξη αυτή για την ειδική γνώση τείνει να διαμορφώσει μία άλλη μορφή ταξικής ένταξης σύμφωνα με την οποία η γνώση που προσιδιάζει σε μια επαγγελματική ομάδα δεν καθορίζεται από τη φύση της δραστηριότητας αλλά από την ανάγκη να συμμορφωθεί με τα πολιτιστικά πρότυπα που τιμώνται σε μια δεδομένη εποχή από τις κυρίαρχες τάξεις.
Μπορούμε, κατά συνέπεια, να διαπιστώσουμε ότι τόσο τα αιτήματα των Ελλήνων εκπαιδευτικών για βελτίωση της οικονομικής και της κοινωνικής μας θέσης (η αύξηση των μισθών θα μας επιτρέψει ως εκπαιδευτικοί να καταλάβουμε μια θέση λιγότερο υποδεέστεοη στην κοινωνική ιεραρχία) όσο και αυτά που σχετίζονται με τη βασική κατάρτιση και την επιμόρφωση και την αύξηση των μέσων που έχουμε στη διάθεσή μας ως εκπαιδευτικοί (η καλύτερη κατάρτιση θα νομιμοποιήσει τη μισθολογική επαναξιολόγηση), να στοχεύουν στο σήμερα και όχι στο αύριο , για επαγγελματική ανάπτυξη και για αναγνώριση της εργασίας μας ως επαγγέλματος (ή λειτουργήματος;) και στην ένταξη μας στον κύκλο των αναγνωρισμένων επαγγελμάτων και των επαγγελματιών.
* Ο Σηφάκης Ιωάννης είναι Εκπαιδευτικός Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης