Του Αντώνη Κουκλινού
Έτσά καλαμπουριτζίνες γυναίκες, ήτονε δύσκολο, να κουτελώσεις ποθές αλλού.
Όξω καρδιά και πάντα αγαπημένες…!
Στα καλά καθούμενα εστελιώνανε τη πλάκα.
Γειτόνισσες με τη μάνα μου, εκάνανε ταχτικά παρέα.
Μερακλίνες και καλαμπουριτζίνες, εξεβατσίζανε και τα κοπέλια στο χορό και το τραγούδι.
Η Χαρίκλεια του Γενέο, από τη μνιά, η μάνα μου από τη ν’ άλλη και πλιά κάτω, κάτω, η Χριστίνα του Σκάγιο, με τη Καντίκω του Κατσουλίνο.
Η Χαρίκλεια του Γενέο ήτονε δέκα ζάλα το σπίτι τζη πλά πάνω, απου το δικό μας.
Είχενε ένα μικιό αυλιδάκι μπροστά στη μ-πόρτα γεμάτο βγιόλες και μνιά κρεβατίνα.
Οντε θελα κάτσει απόξω στη ν’ αυλή, ο Αντώνης ο γιός τση να βαστά το μπουζούκι να παίζει και να τραγουδεί, για μένα ήτονε το καλύτερό μου, γιατί αφρουκούμουνε και μάθαινα ούλα τα τραγούδια και τά λεγα ύστερα.
Η θειά μου η Χριστίνα του Σκάγιο, ήτονε πλιά κάτω το σπίτι τζη από το δικό μας, είχενε σαφή το αργαστήρι στεμμένο κ’ ακόμη μου φαίνεται πως γροικώ τσι χτύπους του πετάλου.
Τση Καντίκως του Κατσουλίνο το σπίτι δίπλα στου παπά Μανώλη.
Σα ν’ ετεσές τσι μέρες θυμούμαι…
Εκάνανε τσι μασκάρες σα θελα βραδιάσει…
Η Χαρίκλεια με τη θειά μου τη Χριστίνα εντυθήκανε και μπουκάρανε στο σπίτι μας μέσα κ’ η μνιά ήτονε αντροφορεμένη.
Επχιάσανε τη μάνα μου και τη βάνουνε κάτω, να τση κάμουνε δήθεν τη ‘’δουλειά’’.
Έβρηκέ ντα σκούρα η κερά Βασιλική, για δε ν’ εκάτεχενε πχιός τση βάνει χέρα και βάνει τσι σκληρές.
Σάμε να ιδούμενε τα κοπέλια τη μάνα μας να φωνιάζει, εμοντάραμέ τως και τσι ξεμασκαρώσαμε.
Εξεσηκώσανε με τα χάχανα τη ρούγα κι απός εμασκαρώσανε και τη μάνα μας και γύρανε κάτω.
Επήγανε στση Κατίκω το σπίτι…
Επχιάσανε ντη να κοιμάται.. ανοίξανε το πανωπόρτι και εξεμανταλώσανε τη πόρτα.
Εσβήσανε τη λάμπα και κατσά, κατσά εξαπλώσανε κι εκείνες δίπλα τζη…
Η μνιά τη νε πλάκωσε και η γ’ άλλη τσή ‘πχιασε τα χέργια και η τρίτη τα πόδια..!
Ώ τη μαύρη λαχτάρα απου επήρε…
Ετσίνα κ’ εσκλήριζε απου το φόβο τζη κ’ εξεταλάγιασε τη γειτονιά.
Από τσι σκληρές εξύπνησε ο παπά Μανώλης και εγλάκανε να ιδεί ιντά ‘παθε.
Φιλενάδες μνιά ζωή…
Εδά μη ψάχνεις ετσά πράματα…
Η ζωή μας κολυμπά στο δήθεν…..
Ούλα ξενόφερτα και ανούσιες παραστάσεις, αλλά Ριο Ντε Τζανέιρο.
Τη ν’ Αποκρά κάθα χρόνο, είχανε να λένε και να κάνουνε ούλοι στο χωργιό, μα και σε κάθε χωργιό.
Ίντα πλάκες δε ν’ εκάνανε κάθα χρόνο, ο λυράρης ο Μιχάλης με τη λυράρενα τη γυναίκα ντου.
Μνιά χρονιά ήκανε ο κύρης μου το ν’ αποθαμένο και το νε σηκώνανε σε μνιά σκάλα απάνω σκεπασμένο με μαντιλίδες και το νε γυρίζανε στο χωργιό κ’ έκανε ο Κατσουλίνος το παπά με τα ράσα και το θυμνιατό.
Εγω ήμουνε μικιός για να καταλάβω πως ήτονε ψώματα κ’ εγλάκουνα στο σπίτι σκασμένος, σάμε να μου δώσει η μάνα μου να καταλάβω πως το κάνουνε για καλαμπούρι.
Εμείς εγλεντίζαμε ούλες τσ’ αποκρές πέρα, πέρα, ως μπαίνομε στο χωργιό εκειά στο χάρακα, ούλοι μαζί οι χωργιανοί μα και ξενοχωργιανοί.
Περασμένα ξεχασμένα, όπως και οι εποχές έχουνε ξεφτίσει πλέον γιατί εμείς δεν συντηρούμε τα έθιμά μας όπως τα βρήκαμε.
Αυτό που δεν αλλάζει ποτέ, είναι οι δυνατοί της γής, που μπροστά στο χρήμα, ισοπεδώνουν κάθε ανθρώπινο και δίκαιο, αδίστακτοι και αιμοδιψείς , παίζουν τις τύχες μας, πάνω σε μια πολεμική σκακιέρα.
Τι να γιορτάσεις και τι να διασκεδάσεις, όταν πραγματικά βλέπεις πως ήρθες να ζήσεις σε ένα κόσμο, που συνεχώς μεταβάλλεται σε ανθρωποφάγο.
Παρόλα αυτά οι μνήμες και οι θύμησες, πάντα θα τριγυρίζουνε σ’ εκείνα τα όμορφα χρόνια, που προλάβαμε να ζήσουμε ανθρώπινα εμείς οι… σιτεμένοι…!!!!
Αγαπώ σας καλές Αποκρές….
Υ.Γ. : Η φωτογραφία ανήκει στο Νικο Ψιλάκη