ΚΑΤΕΡΊΝΑΣ ΝΙΚΟΛΙΔΑΚΗ από Φανερωμένη και επειδή δεν αξιώθηκε να διαβάσει το
«νεοεκδοθέν» βιβλίο «ΞΩΠΑΤΕΡΑΣ», παραθέτω ένα κεφάλαιο με τη διήγησή της, παρμένη
από την προγιαγά της.
Αιωνία σου η μνήμη αγαπητή συνάδελφε, Κατερίνα!
Γεώργιος Δαμιανάκης – Πετροκεφάλι.
60.000 ΚΡΗΤΙΚΟΙ ΕΚΠΑΤΡΙΣΤΗΚΑΝ*45 (Κάποιοι με τις οικογένειες)
Όσο έκαιγε, κατέστρεφε και έσφαζε ο Χουσεΐν βέης στην Κρήτη, οι επαναστάτες προσπαθούσαν να σωθούν και να σώσουν τις οικογένειές τους.
Από στατιστικές και απογραφές της εποχής, στην Κρήτη το 1821 ζούσαν 180.000 κάτοικοι. Από αυτούς 60.000 έφυγαν, 60.000 σκοτώθηκαν ή πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα και 60.000 έμειναν στην Κρήτη. Όσοι γίναν πρόσφυγες, ένα καημό είχαν να γυρίσουν και να δουν την Κρήτη ελεύθερη.
Αρκετοί κατάφεραν να γυρίσουν, όμως ελάχιστοι ζούσαν το 1898 για να δουν την Πατρίδα ελεύθερη. Άλλοι πέθαναν ή σκοτώθηκαν στις μάχες που έδωσαν εκεί. Αρκετοί ρίζωσαν στην Πελοπόννησο, στα νησιά και έκαμαν οικογένειες.
Ο Τουρκοαιγυπτιακός στόλος ναυλοχούσε και είχε ζώσει την Κρήτη, προσπαθώντας να σταματήσει τις μεταφορές των Κρητικών σε άλλα μέρη.
Ο σκοπός του βασιλιά της Αιγύπτου ήταν να μεταφέρει τους Κρητικούς στην Αραβία και να φέρει στην Κρήτη Τουρκοαιγύπτιους και Τουρκαλβανούς.
45* Κριτοβουλίδης Κ., «Απομνημονεύματα του περί της αυτονομίας της Ελλάδος πολέμου των Κρητών», ό. π., σ. 300.
46* Από αυτούς που πήγαν στην Πελοπόννησο, στα νησιά και ρίζωσαν, προέρχονται οι πε–
ρισσότεροι κάτοικοι της, που έχουν επίθετο σε – άκης. Όπως: Σακελαράκης – Αντουλινάκης – Δαμιανάκης – Λαγουδάκης κ.ά..
Θα φανεί παράξενο τα επίθετα που υπάρχουν στη Θράκη σε – άκης, πώς προήλθαν;
Έχω προσωπική μαρτυρία και εξήγηση. Υπηρέτησα σαν Έφεδρ ος αξιωματικός το 1972 και
1973 στα σύνορα του Έβρου. Σε συζητήσεις που έκανα με ηλικιωμένους κατοίκους, των
χωριών εκεί, για τα επίθετα σε – ακης μου απαντούσαν λάμποντας το πρόσωπό τους ενώ η
γλώσσα «έσταζε μέλι» για την Κρήτη: «Επειδή οι Κρητικοί με το Βενιζέλο πρωταγωνίστησαν στους Βαλκανικούς Πολέμους και στην απελευθέρωση της Μακεδονίας και της Θράκης,
αρκετοί βάλαμε στα επίθετα το – ακης, για να τιμήσουμε την Κρήτη!»
47* Κριτοβουλίδης Κ., «Απομνημονεύματα του περί της αυτονομίας της Ελλάδος πολέμου
των Κρητών», ό. π., σ. 301.
Οι Ζουρίδες στα παράλια του νησιού
Μετά τον ερχομό των Τουρκαραπάδων και τη σφαγή των Κρητικών, πολλοί καραβοκύρηδες της Κρήτης και άλλων νησιών, έβαλαν τα καράβια τους στην υπηρεσία του Έθνους.
Σφακιανά, Κασιώτικα, Καρπαθιώτικα, Υδραίικα, Σπετσιώτικα και από άλλες περιοχές πλοία, καΐκια, ακόμη και βάρκες, μπήκαν στον αγώνα να μεταφέρουν πρόσφυγες από την Κρήτη!
Ο αγώνας των προσφύγων ήταν μεγάλος, κυρίως από την ενδοχώρα του νησιού. Έφευγαν νύχτα σε μεγάλες παρέες, από μυστικά μονοπάτια, άλλοι με συνοδεία οπλοφόρων, άλλοι ξεκινώντας στο «άγνωστο με βάρκα την ελπίδα», για να φτάσουν στην παραλία που άραζε κάποιο καράβι.
Όσοι ήταν τυχεροί, έβρισκαν πλεούμενο και έφευγαν.
Άλλοι κρύβονταν στους θάμνους της παραλίας και περίμεναν να φανεί κάποιο πλεούμενο, να του κάνουν σινιάλο, για να τους πάρουν.
Άλλοι έπεφταν πάνω στους αιμοβόρους κατακτητές, που τους αποτελείωναν!
Άλλες φορές πάλι έκαναν σινιάλο τη νύχτα σε τούρκικα ή ξένα καράβια, με αποτέλεσμα να πέφτουν σε παγίδα και να σκοτώνονται.
Άλλες φορές να απογοητεύονταν με την αδιαφορία των Ευρωπαίων χριστιανών.
Η διήγηση από στόμα σε στόμα σήμερα της δασκάλας από τη Φανερωμένη – Φαιστού Κατερίνας Νικολιδάκη χαρακτηριστική.
Την γράφω όπως μου την μετέφερε:
«Η γιαγιά μου, μου έλεγε, όταν ήμουν μικρή (1945 – 50), αυτά που της έλεγε η γιαγιά της στα (1850 – 60).
Μικρά παιδία ήμασταν, όταν ήρθαν οι Τουρκαραπάδες στο χωριό.
Μας πήραν οι γονείς μας, κρυφά και πήγαμε στο Λαλουμά, το Μεσίσκλι και από κει στα Βορίζα.
Από τα Βορίζα περπατούσαμε στο βουνό μέσα από στενά δρομάκια και ύστερα από μέρες φτάσαμε σε ένα μέρος που είδαμε τη θάλασσα. Εγώ δεν είχα δει από κοντά θάλασσα, ούτε η μάνα μου ποτέ στη ζωή της. Είμασταν πολλοί εκεί που σταματήσαμε κοντά στην παραλία. Είχε σκίνους, χαρουπιές και
άλλους θάμνους. Μας είπαν να κρυφτούμε μέσα στους θάμνους και να περιμένουμε. Οι άντρες της παρέας πήραν θέσεις σε περιοχές που αν έβλεπαν καράβι, θα ειδοποιούσαν.
Αυτό γινόταν αρκετές μέρες. Εμείς τα παιδιά δεν αντέχαμε και βγάζαμε το κεφαλάκι μας μέσα από τους θάμνους στο ξέφωτο, να δούμε τι γίνεται!
Τότε μας μάλωναν οι μεγάλοι και μας φώναζαν αυστηρά! «Κρυφτείτε μωρέ Ζουρίδες, μη σας δει κανένας Τούρκος!» Άργησα να καταλάβω γιατί μας φώναζαν έτσι.
Επειδή τα πρόσωπά μας ήταν σκελετωμένα από την πείνα και μαυρισμένα από την απλυσιά, φαίνονταν τα μάτια μας να λαμπυρίζουν όπως τα μάτια της ζουρίδας (Νυχτόβιο άγριο σαρκοφάγο ζώο σαν τη γάτα) τη νύχτα!
Δυστυχώς, ενώ περνούσαν καράβια δε μας έπαιρναν.
Ήταν λέει ξένα ή Τούρκικα.
Αφού περιπλανηθήκαμε αρκετούς μήνες σε σπηλιές και δύσβατα μέρη του Ψηλορείτη, είχαν ησυχάσει λίγο τα πράματα, ξαναγυρίσαμε στο χωριό και τα βρήκαμε όλα κατεστραμμένα. Με μεγάλο αγώνα ξαναφτιάξαμε το σπίτι μας και συνεχίσαμε την τυραννισμένη ζωή μας.»
Αυτά μου είπε η καλή συνάδελφος από την Φανερωμένη. Κάτι ανάλογο γινόταν σε όλη την Κρήτη.
Στην περιοχή μας από τα νότια, υπήρχαν ορμίσκοι που με σχετική ηρεμία της θάλασσας, μπορούσε να πλησιάσει μεγάλο βαπόρι. Αρκετές εκατοντάδες Μεσαρίτες έφυγαν από τα Μάταλα, το Βαθύ, τις Πόντες, το Μάρτσαλο, το Αγιοφάραγγο, τον Άγιο Παύλο, τους Καλούς Λιμένες, τον Χρυσόστομο, τα Πλαθιά Περάματα και όλους τους ερημικούς ορμίσκους ανατολικά.
Ο αγώνας των καραβοκύρηδων ήταν μεγάλος, γιατί στα ταξίδια είχαν να αντιμετωπίσουν:
Α. Τις καιρικές συνθήκες, που δεν ήταν πάντα κατάλληλες για ένα βαπόρι να φορτώνει στο πέλαγος χωρίς να έχει αποβάθρα.
Β. Τους Τούρκους που όταν συναντούσαν ελληνικό καράβι το βούλιαζαν ή του έκαναν κατάσχεση και οι μεταφερόμενοι πήγαιναν στα σκλαβοπάζαρα, όσοι δεν περνούσαν από το «μαχαίρι.