Επιμέλεια: Ζαχαρίας Καψαλάκης
Τον Αριστόδημο Παπαδάκη, το μεγάλο μα και σεμνό Μεσαρίτη ζωγράφο τον γνωρίζω από χρόνια.
Είχα την τύχη να τον γνωρίσω λίγο καιρό μετά που επέστρεψα στη γενέθλια γη το 1985…
Παρακολουθώ διακριτικά το έργο του και την πορεία του.
Είναι ένας άνθρωπος βαθυστόχαστος, που λέει λίγα και εννοεί πολλά.
Ο Αριστόδημος γεννήθηκε στους Βώρους της Μεσαράς.
Σπούδασε την τεχνική του fresco στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών.
Μέχρι σήμερα έχει παρουσιάσει τη ζωγραφική του σε πολλές ατομικές εκθέσεις και συμμετείχε σε αρκετές ομαδικές .
‘Έργα του βρίσκονται σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές , στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Το 1978 τιμήθηκε από το Δήμο Ηρακλείου με το βραβείο Νίκου Καζαντζάκη.
Το μεγάλο ζωγράφο παρουσίασε η καθηγήτρια της Σχολής Καλών Τεχνών κ. Μυρσίνη Λαμπράκη – Πλάκα που έφυγε σήμερα από τη ζωή, κατά την απονομή του βραβείου.
Δημοσιεύουμε σήμερα το κείμενο της ομιλίας της, καθώς – πιστεύουμε – ότι είναι η πλέον αρμόδια να μιλήσει για τον Αριστόδημο:
ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Ο Κρητικός καλλιτέχνης που τιμήθηκε με το ΒΡΑΒΕΙΟ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Περίεργη και ευτυχής συγκυρία: το βραβείο Καζαντζάκη (*) απονεμήθηκε φέτος σ’ ένα Κρητικό καλλιτέχνη, πού δε συμμερίζεται απλά το δικό μας σεβασμό για τον ποιητή της «’Οδύσσειας», αλλά συνδέεται μαζί του με βαθύτερους πνευματικούς και συναισθηματικούς δεσμούς.
Σε όσους έχουν κάποια οικειότητα με τη βιογραφία του Καζαντζάκη, δεν είναι άγνωστο πως μερικά φωτεινά διαλείμματα στην πολύμοχθη ζωή του ο σύγχρονος ‘Οδυσσέας τα πέρασε, συντροφιά με οικείους και πιστούς φίλους, στο αρχοντικό του φαρμακοποιού Χαρίλαου Στεφανίδη, παιδικού του φίλου, στους Βώρους της Μεσαράς.
Το χωριό θυμάται ακόμη τα γλέντια, τα ξεφαντώματα, τις ατέρμονες συζητήσεις και τα ανέμελα γέλια της συντροφιάς στον όμορφο κήπο του σπιτιού. Ο Αριστόδημος Παπαδάκης ανατράφηκε μ’ αυτό το θρύλο, που τον τροφοδοτούσε και τον πολλαπλασίαζε η φαντασία των συγχωριανών του, όταν πια το πνευματικό ανάστημα του Καζαντζάκη είχε ρίξει τον ίσκιο του πάνω σ’ όλο τον κόσμο. Ο νέος ζωγράφος είχε περισυλλέξει και φύλασσε με ευλάβεια κάποιες επιστολές του Καζαντζάκη προς τον Στεφανίδη, λείψανα από το πέρασμα του συγγραφέα από το χωριό. Τώρα έχουν περιέλθει στην κατοχή των κληρονόμων του Στεφανίδη και θα εκτεθούν αργότερα στο μουσείο του κρητικού λαϊκού πολιτισμού, που χτίζεται στους Βώρους, ύστερα από ενέργειες του τοπικού πολιτιστικού συλλόγου Μεσαράς, που έχει για πρόεδρο τον Αριστόδημο.
Τη μέρα πού, μαζί με τον Θωμά Φανουράκη, επισκεφτήκαμε τον ζωγράφο για να του φέρουμε το χαρμόσυνο νέο της βράβευσής του, ο καλλιτέχνης μάς οδήγησε σε προσκύνημα στο σπίτι και το περιβόλι των Στεφανίδηδων και μας έδειξε με ανυπόκριτη χαρά τους τεχνίτες που έχουν αναλάβει τη συντήρηση του παλιού αρχοντικού.
Ύστερα ο ζωγράφος μάς ξενάγησε στο παλιό χωριό, σταματώντας μπροστά στις καμαρωτές πόρτες και τα πέτρινα σκαλιστά υπέρθυρα. Περισσότερο και από τη ζωγραφική του, ο νέος καλλιτέχνης αγαπά και αγωνίζεταί να σώσει αυτήν την κληρονομιά. Με μια ψυχωμένη ομάδα συντοπίτες του, έβαλαν σκοπό τους να κρατήσουν όρθια την κρητική ψυχή και άγρυπνη την «κρητική ματιά», την ώρα που τα μαζικά μέσα ενημέρωσης προβάλλουν και επιβάλλουν στο ομαδικό υποσυνείδητο το είδωλο μίας άμορφης καταναλωτικής ευημερίας. Τον πολιτισμό τής Κρήτης ο Αριστόδημος και οι συμπολίτες του δεν φιλοδοξούν να τον συντηρήσουν μονάχα στο μουσείο. Θέλουν να τον κρατήσουν όρθιο, ζωντανό, αναγκαίο. Αυτό είναι και το μήνυμα της ζωής και του έργου του βραβευμένου ζωγράφου. Αυτό μάς διδάσκει έμμεσα η απόφασή του να επιστρέψει, να ζήσει και να δημιουργήσει στο χωριό του. Μήνυμα που το επισφραγίζει η κοινωνική του δράση, το ήθος του και η ζωγραφική του.
Η ζωγραφική του Αριστόδημου Παπαδάκη
‘Η ζωγραφική του Αριστόδημου είναι στρατευμένη στο σκοπό που περιγράψαμε πιο πάνω.
Ο χαρακτηρισμός αυτός θα ταίριαζε πράγματι στο έργο του, αν η λέξη δεν είχε τόσο συκοφαντηθεί.
Γιατί η καλλιτεχνική στράτευση του Αριστόδημου δεν είναι υποδούλωση σε μια ιδεολογία. είναι αυτόβουλη εκλογή, ζωική κατάφαση. 0 νέος καλλιτέχνης εμπνέεται από τον κόσμο που τον περιβάλλει. Επειδή όμως η σχέση του μ’ αυτόν δεν είναι παθητική αλλά διαλεκτική, δυναμική, οι εικόνες του δεν είναι απαθής καθρέφτης της φύσης και των ανθρώπων γύρω του, άλλα κριτική σύνθεση και αναγωγή, ζωγραφική μεταστοιχείωση του διαλόγου του καλλιτέχνη με την πραγματικότητα ενός κρητικού χωριού, σε χρόνο ιστορικά προσδιορισμένο. Αλλά ας αφήσουμε να μας μιλήσουν τα ίδια τα έργα.
Η θεματογραφία του ζωγράφου μας συναιρείται σε μερικές αρχέτυπες κατηγορίες:
α) Τον άνθρωπο, πιο συγκεκριμένα τον Κρητικό, που δεν περιγράφεται τόσο στα εξωτερικά ιδιωματικά ή λαογραφικά του γνωρίσματα. άλλά ερμηνεύεται στην ηθική του συμπεριφορά. Οι πολιτισμικές του καταβολές ενδιαφέρουν τον καλλιτέχνη στο βαθμό που εξειδικεύουν την ηθική του στάση απέναντι στα «λυγρά σήματα» του ιστορικού χρόνου που τον πολιορκεί και απειλεί την ταυτότητά του.
β) Ο άνθρωπος ο Κρητικός, περιβάλλεται μέσα στο έργο του ζωγράφου μας από τη φύση. Μια φύση στοιχειακή, περιορισμένη σε μερικές τυπικές μορφές του τοπίου -σχηματοποιημένα βουνά και λόφοι -της χλωρίδας και της πανίδας, με εμβληματικό, συμβολικό χαρακτήρα. Στο έργο του , λόγου χάρη, δεσπόζει ή ελιά, δέντρο ιερό, ιστορημένο και τραγικό, πολύσημο και βαθιά δεμένο με τον άνθρωπο, θεμέλιο της οικονομίας του νησιού από τον καιρό του μινωικού πολιτισμού. Παραπληρωματική σε σημασία με την ελιά εμφανίζεται και η ροδιά στη ζωγραφική που μελετούμε. Η «τρελή ροδιά» του Ελύτη, που σηματοδοτεί τη χαρά, που φωταγωγεί τα περιβόλια, αλλά και τη ζωγραφική επιφάνεια με τα υψίφωνα κόκκινά της. Η ροδιά, σύμβολο της ευγονίας και της αφθονίας από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας , όπως δείχνουν τα έθιμα του κρητικού γάμου, άλλό και χθόνιο σήμα από τα πανάρχαια χρόνια ως σήμερα, όπως μαρτυρεί η παρουσία του καρπού της στα κόλλυβα.
Στα λιγοστά σύμβολα που χρησιμοποιεί ο Αριστόδημος πρέπει να προσθέσουμε και το γύψινο περιστέρι. Αν μαντεύω καλά, το σήμα τούτο γεννήθηκε κάτω από τους οιωνούς της δικτατορίας. Έτσι άλλωστε εξηγείται και η αμφισημία του: ζωγραφικά, αιθριάζει τους ελαιώνες και ελαφρώνει τους σκοτεινούς χοϊκούς τόνους των συνθέσεων. Μόλις όμως ο θεατής ξεφύγει από την οπτική εντύπωση και προχωρήσει στην ανάγνωση των μορφικών σημάτων, διαπιστώνει πώς τα περιστέρια είναι προσγειωμένα και καθηλωμένα. απολιθώματα ,της χαράς και της ειρήνης, καταδικασμένα να μην πετάξουν ποτέ.
γ) ‘Η τελευταία θεματική ενότητα του ‘Αριστόδημου καλύπτει το οικιστικό πλαίσιο , τον πολιτισμό της λαϊκής αρχιτεκτονικής της Κρήτης, με τη λειτουργική της οικονομία, τη λιτότητα, τη ρυθμική άρθρωση των όγκων και των επιφανειών της , τη μελωδία των γραμμών της. Η θεματογραφία βέβαια δεν εξαντλείται με αυτές τις κατηγορίες, οι άλλοι όμως τύποι είναι σπανιότεροι και περιστασιακοί. Ας δούμε τώρα με ποιο μορφικό ιδίωμα , ο καλλιτέχνης ερμηνεύει το θέμα του ζωγραφικά. Οι μορφές του νέου ζωγράφου, σε απόλυτη αρμονία με την αυστηρή και στοιχειακή θεματική του , είναι κι αυτές συναιρετικές, άρχετυπικες. Δεν περιγράφουν χαρακτήρες ατομικούς , ερμηνεύουν πρότυπα ήθους ή κοινωνικής συμπεριφοράς. Τις περισσότερες φορές αισθητοποιούν τη σύγκρουση της παράδοσης με τη σύγχρονη πραγματικότητα.
Ας αναπολήσουμε τις γυναικείες κρητικές φιγούρες του Αριστόδημου. Κάθονται, στέκονται, περιμένουν , σπανιότερα ενεργούν. Οι στάσεις τους είναι τυπικές. μελετημένες με τόση διορατική οξύτητα που τις αναγνωρίζουμε μονομιάς , τις οικειωνόμαστε άμεσα, τις ταυτίζουμε ακαριαία. Οι στάσεις εδώ ενεργούν σαν ευανάγνωστα σήματα. Οι μαυρομαντιλούσες Κρητικές του ζωγράφου, όπως και οι άνδρες του, δεν έχουν πρόσωπα. Έχουν όμως βλέμμα, που μάς διαπερνά ερευνητικά, ανακριτικά , αδυσώπητα. Το αόρατο τούτο βλέμμα έχει ανυπόφορη ένταση , που την επαυξάνει η περίκλειστη φόρμα των μορφών, τα κλειδωμένα, σταυρωμένα , υπομονετικά χέρια με τις μαρμαρωμένες κινήσεις.
Συχνά στην εικόνα του Αριστόδημου εισβάλλουν αλλότρια και αλλοτριωτικά σήματα του καιρού μας. Σήματα πορείας, τόξα, απαγορεύσεις , απειλητικά σύμβολα του μηχανοποιημένου πολιτισμού μας. Κάποτε οι μορφές στέκονται μπροστά σε ανοιχτές πόρτες, που θυμίζουν τις ναόμορφες επιτύμβιες στήλες της αρχαιότητας. Το μοτίβο δεν είναι άγνωστο στη νεοελληνική τέχνη. Οι αγρότισσες όμως του ζωγράφου μας δεν έχουν καμιά σχέση με τα ριγηλά κορίτσια που πλαισιώνονται από θυρώματα στη ζωγραφική του Μόραλη, ούτε με τα επιτύμβια του Μυταρά . Όσο κοιτάζουμε τις μορφές αυτές, όσο η ανάγνωσή μας προχωρεί σε βαθύτερα στρώματα, τόσο αισθανόμαστε να μα ς διαπερνά το ρίγος της πένθιμης γαλήνης τους. Μήπως ο πολιτισμός που εκφράζουν είναι κιόλας νεκρός; Μήπως οι προσφορές που κουβαλούν είναι αναθήματα σε χθόνιους θεούς; Μήπως ο ζωγράφος τους ύψωσε κιόλας ευλαβικά επιτύμβια; Μήπως τα ρόδια που βλέπουμε στα χέρια τους και στις ποδιές τους ξαναβρίσκουν τον πανάρχαιο χθόνιο συμβολισμό τους; Μα όχι, οι ροδιές έχουν και άνθη μέσα στους πίνακες του ζωγράφου μας. Τα λιγοστά, κόκκινα, χαρμόσυνα και ηχηρά λουλούδια τους υψώνουν συχνά τις σουρντίνες των χρωμάτων ως την κραυγή του θριάμβου.
Οι μορφές του Αριστόδημου είναι συμπαγείς, όπως αναφέραμε κιόλας, τα περιγράμματά τους περίκλειστα, σαν γλυπτικές κατατομές, μολονότι οι φόρμες προσδιορίζονται με επίπεδα χρώματα. Μιλήσαμε επίσης για τις ναόμορφες συνθέσεις του. Και τα δύο τούτα στοιχεία υπογραμμίζουν το κύριο γνώρισμα της τέχνης που μελετούμε: τον αυστηρό σεβασμό της ζωγραφικής επιφάνειας. Ο ζωγράφος σελιδώνει το θέμα του με μεγάλους κατακόρυφους και οριζόντιους άξονες για να τονίσει το επίπεδο του πίνακα. Η παρατακτική διάταξη των μορφών, οι γραμμές του εδάφους, του ορίζοντα, της αρχιτεκτονικής, ένα σεντόνι απλωμένο στον τοίχο, υλοποιούν τη μοντριανική τάξη της ζωγραφικής του Αριστόδημου. Τίποτε δεν σκάβει, δεν υπονομεύει το χώρο, δεν τείνει να ξεφύγει απ’ αυτόν. Την επιπεδική άρθρωση των συνθέσεών του ο ζωγράφος μας τη χρωστά στο δίδαγμα της ελληνικής μνημειακής ζωγραφικής, που σεβάστηκε πάντα την επιφάνεια που διακοσμούσε. Άλλωστε ο Αριστόδημος σπούδασε νωπογραφία και συγκράτησε στη ζωγραφική του πολλούς θεμελιακούς κανόνες της. Το ίδιο δίδαγμα αποκόμισε και από το δάσκαλό του το ζωγράφο Νίκο Νικολάου. Το χρέος του εξάλλου στο δάσκαλό του δεν περιορίζεται σ’ αυτό τον κανόνα. Ο Αριστόδημος κληρονόμησε από τον εξαίρετο νεοέλληνα καλλιτέχνη το πάθος για τα αρχιτεκτονικά θέματα, τις επίπεδες κλειστές φόρμες και τα ευαίσθητα, πυκνό περιγράμματα. Η παράδοση, η σύγχρονη τέχνη και η ζωγραφική του δασκάλου δίδαξαν ακόμα στον καλλιτέχνη πώς ένα σχήμα επεισοδιακό μπορεί να αποκτήσει μορφική εντελέχεια, να γίνει μορφή αυτοσημαινόμενη, με τη σχηματοποίηση και την αφαίρεση. Οι φόρμες του μας κάνουν συχνά να λησμονούμε ότι περιγράφουν πτυχές, φυλλώματα, ίσκιους, θάμνους. Συσπειρώνονται σε σχήματα αυτοτελή, συντάσσονται και υποτάσσονται στο νόμο και το ρυθμό της σύνθεσης.
Είδαμε ως τώρα πώς ο ζωγράφος ερμηνεύει το χώρο και διατυπώνει τις φόρμες. Δεν μιλήσαμε όμως καθόλου για την πρώτη ύλη του, το χρώμα. Πώς το χρώμα υπηρετεί μια ζωγραφική σημαίνουσα, φορτισμένη με μηνύματα, πώς το χρώμα μεταφράζει το φως, πώς γίνεται το ιδεόγραμμά του. Ο ζωγράφος μας δουλεύει με μια περιορισμένη γκάμα από γαιώδη ώχρες, σιένες, καφετιά, άλλοτε θερμά που εξάπτονται ως το κίτρινο και το πορτοκαλί, άλλοτε ψυχρά που σκυθρωπάζουν προς το γκρίζο. Τα λευκά, τα μπλε, τα γαλάζια, ζευγαρώνουν μαζί τους σε αρμονίες τυπικά ελληνόφωνες. Ιδιαίτερη ευαισθησία έχουν τα λευκά στη ζωγραφική του Αριστόδημου. Χρησιμοποιώντας μια τεχνική που στηρίζεται σε επάλληλα και ολοένα πιο αραιά στρώματα πάνω σε ειδική, σκουρότερη, προετοιμασία, ο ζωγράφος καταφέρνει να δώσει στα άσπρα του τον πλούτο και τη ζεστασιά παλιού ασβεστωμένου τοίχου.
Με ανάλογο τρόπο πλουτίζονται και τα αλλά χρώματα, που διατηρούν πάντα την ξηρότητα και την ελαφράδα της νωπογραφίας. Τα πλαστικά και τα ακρυλικά τον βοηθούν να δώσει αυτή την ποιότητα στη ζωγραφική επιφάνεια. Η χρωματική σύνθεση του ζωγράφου μας στηρίζεται στις αντιθέσεις. Σκούρα μπλε ή γαιώδη αντιβάλλονται σε λευκά ή ανοιχτόχρωμα συμπληρωματικά. Μ’ αυτό το χρωματικό σχήμα ο ζωγράφος ερμηνεύει και τον άγριο, αποκαλυπτικό ήλιο του κρητικού υπαίθρου, που δεν αφήνει περιθώρια για ημιτόνια και αποχρώσεις. Την ώρα που ψηλώνει η μέρα και δυναμώνει το φως, τα πράσινα απάνω στους γυμνούς λόφους μαυρίζουν, ενώ το χώμα και οι πέτρες ξεθωριάζουν. Τα σύνορα των χρωματικών πεδίων, εκεί όπου σκούρες και ανοιχτές επιφάνειες εφάπτονται, δεν παραμένουν, δεν είναι σωστό να παραμείνουν, ουδέτερα. Αμοιβαίες δράσεις ασκούνται πάνω στα όρια, οι γραμμές δίνουν την εντύπωση ότι πάλλονται. Ο ζωγράφος οφείλει να μεταδώσει αυτή τη δόνηση, αν δεν θέλει να καταδικάσει την επιφάνειά του σε πλαστική αδράνεια. Οι πίνακες του Αριστόδημου, στις καλλίτερες στιγμές τους, υποβάλλουν αυτή την αίσθηση.
Η θεματογραφία και η ζωγραφική γλώσσα του Αριστόδημου Παπαδάκη εξηγούν γιατί οι πίνακές του φιλιώνονται αρμονικά με τούς τοίχους. δένουν με τα χρώματα του ασβέστη και του ξύλου, συνεχίζουν τις γραμμές της αρχιτεκτονικής. Στολίζουν και αναπαύουν , άλλα δεν είναι αθώοι. Κρατούν άγρυπνο το νου. κεντρίζουν τον προβληματισμό, καλλιεργούν το στοχασμό. Αποκαλύπτουν το πρόσωπο της πραγματικότητας, υψώνουν σήματα κινδύνου και προτείνουν ως αντίδοτο την πανάρχαια λύτρωση της δημιουργίας.