Το παχύ του μουστάκι και τα στιβάνια του παραπέμπουν σε ορεσίβιο Κρητικό. Δεν έχει βάλει όμως ποτέ στη μέση του μαχαίρι ή πιστόλι.
Βοσκός για πάνω από τα μισά του χρόνια, ατένιζε τις πλαγιές με τις δικές του αρματωσιές. Τις μαντινάδες του. «Τις χαϊδεύω και τις αφήνω μετά ελεύθερες να πάνε να βρούνε τις άλλες. Αυτές οι μαντινάδες, οι πεταλούδες μου, έχουνε σχηματίσει μία ομπρέλα που όπου πάω με ακολουθεί. Τον χειμώνα δεν βρέχομαι, το καλοκαίρι δεν λιάζομαι».
Κάποτε τις σκάλιζε στα χαράκια, μετά σε πανιά και χαρτάκια να φουσκώνουν τις τσέπες του. Σήμερα στο σπίτι του θα βρεις καμιά 20αριά σχολικά τετράδια γεμάτα με στιχάκια.
«Παραδοσιακός από αγωγή, σύγχρονος από ένστικτο» σημειώνει ο Μήτσος Σταυρακάκης στον επίλογο του βιβλίου που εξέδωσαν για τον Γυαλάφτη οι «Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης», σπάζοντας τον κανόνα που τις θέλει να μην αποδύονται σε εκδόσεις σύγχρονης λογοτεχνίας.
«Μαντινάδες θέλεις πάλι; Να μην φωνάξουμε τον Στέφανο και τον Βασίλη να μας παίξουν δυο σκοπούς;», μου λέει γεμάτος περηφάνια για τους γιούς του που παίζουν με δεξιοτεχνία λύρα και λαούτο.
Δίπλα του η κυρά του. Η Δέσποινα. Να απαντά και αυτή όταν ο Άρης της σωπαίνει.
Στη φωτογραφία, ο Στέφανος παίζει λύρα και ο Βασίλης λαούτο.
– Άμα είναι η Δέσποινα, είναι και ο Αρης;
– Ναι. Οπου είναι αυτή, είμαι κι εγώ.
– Πόσα χρόνια;
– 37.
Δέσποινα: Μπήκαμε στα 38.
– Δεν είναι και πολλά (γέλια).
– Δ: Ε, όι δα.
– Οχι, για μια μεγάλη αγάπη όχι.
– Από πού να ξεκινήσουμε;
– Εγώ λέω να ξεκινήσω από μένα. Οτι κατά τις 11 η ώρα χτύπησε η πόρτα του κόσμου μου και τι να δω; Τον καρδιακό μου φίλο, Σταύρο Θεοδωράκη.
– Εχω όμως μπερδευτεί. Στα Ανώγεια σε φωνάζουν Γυαλάφτη, η γυναίκα σου σε φωνάζει Αρη, εγώ πώς να σε λέω;
– Αριστείδη.
– Αριστείδη. Λοιπόν, να ξέρεις ότι έχω πολύ μεγάλο ξάφνιασμα για σένα από την πρώτη μέρα που σε γνώρισα. Γιατί στην όψη είσαι ένας ορεσίβιος Κρητικός, αλλά στη μιλιά ένας φιλόσοφος.
– Αυτό θα το πεις εσύ, όχι εγώ.
– Ε ναι. Εγώ το λέω.
– Ναι, είναι μια φιλοσοφία. Φιλοσοφώ χωρίς να θέλω, χωρίς να σκεφτώ… Ποια θάλασσα σταματάει τα κύματα, να σταματήσω κι εγώ να βγάνω μαντινάδες;
– Χρονικά πότε ξεκινάει αυτό; Πότε αρχίζεις να γράφεις τις πρώτες μαντινάδες;
– Οταν ανακάλυψα ότι υπάρχει το θηλυκό φύλο.
– Δηλαδή πόσων χρόνων ήσουν;
– Μετά τον στρατό, μεγάλος. Πιο μπροστά ήμουν ένας παρατηρητής στους άλλους μαντιναδολόγους, στους άλλους χορευτές. Ήμουνα ένα παιδί που έφευγε τελευταίο απ’ τους γάμους. Ερχόταν η μάνα μου και μ’ έπαιρνε το πρωί. Και ξαφνικά ανακάλυψα ότι υπάρχει το θηλυκό και το σερνικό. Και βγήκε η πρώτη μαντινάδα. «Εξέφτισε η αγάπη μας σαν τον παλιό ασβέστη/κι από τον τοίχο τση καρδιάς εντάκαρε και πέφτει».
– Δεν έχεις τελειώσει το σχολείο.
– Εχω πάει μέχρι την πέμπτη. Εμαθα μόνο το «Αριστείδης». Το γιώτα, το έψιλον γιώτα, το ήτα. Τα άλλα όλα τα ‘χω μέσα μου. Χωρίς να θέλω να κατηγορήσω την επιστήμη και τα γράμματα.
– Στο σχολειό των Ανωγείων τότε;
– Ναι, ναι. Στο σχολείο των Ανωγείων. Το ’46 γεννήθηκα εγώ.
Δ.: Ακολούθησε έναν δρόμο διαφορετικό, τον δικό του. Τώρα γιατί; Χωρίς γνώσεις, χωρίς να ‘χει διαβάσει ούτε τον «Ερωτόκριτο»; Μια μέρα του διάβαζα τον «Ιππότη με τη σκουριασμένη πανοπλία». Του διάβαζα δυο σελίδες και μου ‘λεγε «κουράστηκα»…«Κουράστηκα μα έχτισα τον κόσμο τον δικό μου/ γιατί αν εζούσα σε τονέ, θα ‘χανα τον καιρό μου».
– Πότε έγιναν ξακουστά τα Ανώγεια;
– Μετά τον Ξυλούρη, φίλε μου. Είχαν καεί βέβαια τρεις φορές τα Ανώγεια, αλλά ποιος τόπος δεν εκάηκε στην Ελλάδα; Τα Ανώγεια -για να μη λέμε πολλά- είναι οι Ανωγειανοί και οι Ανωγειανές. Ένας ιδιότροπος τόπος, σε μια κορφή… ταπεινή, εγωιστική. Εγώ όμως ανήκω στην πρώτη. «Ποτέ με τον εγωισμό δεν έκαμα παρέα/ κι όπου με ιδεί και κάθομαι, καθίζει αυτός πιο πέρα».
– Οι γονείς σου;
– Βοσκός ο πατέρας. Η μάνα στο σπίτι, στα περβόλια… Ποιήτρια τη λέγανε. Στα μοιρολόγια ετοιμόλογη. Του Ξυλούρη ο παππούς κι ο παππούς μας είναι αδέρφια. Μια πηγή… καλλιτεχνική πες; Φιλοσοφική πες; Όπως θέλεις πες το. Τι ήταν ο Ξυλούρης για μένα; Ένας αέρας όπου φυσούσε το φθινόπωρο, που είναι τα φύλλα μαραμένα. Κι δεν έριξε φύλλο από δέντρο, στο πέρασμά του απ’ τη ζωή. Αυτό είναι ο Ξυλούρης για μένα.
– Μέχρι και το στρατιωτικό, εσύ βοσκάς μαζί με τον πατέρα;
– Ναι, ναι. 11 χρονών πήγα στον πατέρα μου. Μέχρι τα 45 μου εβόσκευα…
– Μιλάμε τότε για βοσκές που φεύγατε απ’ το χωριό και μένατε στα χειμαδιά.
– Ναι. Φεύγαμε 15 Δεκέμβρη και γυρίζαμε 10 Απρίλη. Τρεις μέρες στον δρόμο και τρεις να ‘ρθούμε, έξι.
– Κι εκεί πάνω ποιοι ήσασταν; Εσύ, ο πατέρας σου…
– Και τα αδέρφια μου. Ο Μανώλης, ο Μιλτιάδης. Μας βοηθούσε κι η αδερφή μου, η Ελένη.
– Οι σκύλοι και τα κατσίκια.
– Ναι, ναι. Και πρόβατα και κατσίκια. Αίγες τσι λέμε εμείς.
– Και τι τρώγατε;
– Και του λαγού το γάλα (γέλια). Είχαμε ψωνίσει από τον μπακάλη. Ο μπακαλιάρος τότε ήτανε φτηνός, γιατί τώρα είναι ακριβός. Φασόλες, πατάτες, απ’ όλα.
– Ποτέ δεν πείνασες;
– Ποτέ, ποτέ. Στα χέρια της μάνας μου όχι. Ούτε στο χειμαδιό, στου πατέρα μου τα χέρια.
– Και η μάνα έμενε τόσους μήνες μόνη;
– Ναι, μόνη της. Με τσι ‘δερφές μου. Όλες οι γυναίκες στα Ανώγεια είναι ζωντόχηρες τον χειμώνα. Όλες που ‘χουνε πάρει βοσκούς. Άλλα είναι οι στύλοι του σπιτιού. Εγώ πιστεύω τα Ανώγεια τα στένουν οι γυναίκες.
– Και ξαφνικά συναντάς τη Δέσποινα.
– Ναι. Κι άλλαξε η πορεία της ζωής μου. Νοικοκύρεψε τον κόσμο μου. Τσι μαντινάδες μου… Μου ‘κανε δυο καλά παιδιά, τον Στέφανο και τον Βασίλη.
Δ: Ο Στέφανος, ο γιος μου, στο πρώτο CD που έβγαλε που λέγεται “Σε μια ζωή που βιάζεται”, σ’ ένα κομμάτι που τραγουδούνε κι οι τρεις, έβαλε τις δύο τελευταίες μαντινάδες, λέει, για να δείξει τη ζωή του πατέρα του.
Όσον αφορά τον Στέφανο, όταν ήθελε να φύγει για την Άρτα, είχαμε συγκινηθεί κι οι τέσσερις. Το πρωί που έφυγε για την Άρτα, τι του είπα;
«Το μόνο που μπορώ να σου πω, γιε μου, καλοστρατιά σου/και να μυρίζει όπου κι αν πας η κάθε πατησιά σου». Και το κατάφερε και είμαι περήφανος.
– Ο άλλος;
– Ο άλλος παίζει λαγούτο. Έχει τελειώσει την Πληροφορική. Όταν πήρε το πτυχίο, ήμουνα στο Μεϊντάνι. Σαν πατέρας συγκινήθηκα, βούρκωσα. Η μαντινάδα μου, Σταύρο, γεννάται. Δεν παραγγέλνεται. Αν έλεγα τότε του εαυτού μου “βγάλε μαντινάδα του γιου σου”, δεν θα ‘βγαινε. Το άφηκα να περάσει. Και κάποια στιγμή μου βγήκε μια μαντινάδα, γέννησα ένα παιδί. «Στην κάθε μέρα που περνά και ένα σκαλί πιο πάνω/και να πετώ τη χέρα μου, γιε μου, να μη σε φτάνω».
Πάντα δίπλα του η σύζυγός του, η Δέσποινα, 37 χρόνια μαζί, το στήριγμά του. «Νοικοκύρεψε τον κόσμο μου. Τσι μαντινάδες μου… Μου ’κανε δυο καλά παιδιά, τον Στέφανο και τον Βασίλη», λέει ο Ανωγειανός μαντιναδολόγος.
– Πόσο χρονών τη συναντάς;
– Αυτή λέει 39, αλλά εγώ νομίζω πως ήμουν πιο μικρός (γέλια).
– Δέσποινα, για πες μου.
– Δ: Το ’84 ήρθα εδώ και έμενα στην Κράνα. Και ήρθα μια μέρα στα Ανώγεια και τον είδα σε μια καφετέρια. Είχε βγάλει του Αεράκη, του λυράρη, τις δύο μεγάλες κόρες να τις κεράσει μια πορτοκαλάδα. Και μου ‘κανε εντύπωση το στοχαστικό του βλέμμα. Και ρώτησα «μα ποιος είναι αυτός;». Μου λένε «ο Γυαλάφτης που βγάζει τις μαντινάδες». Την από πάνω χρονιά είχανε βγάλει με τον Αεράκη το πρώτο CD, την «Ανωγειανή Παρέα», που συμμετείχε και η Μαργαρίτα Ζορμπαλά. Και τον δείχνουν στην ΕΡΤ, στα όρη, με την κατσούνα στους ώμους. Και τον ρωτάει η δημοσιογράφος «κ. Χαιρέτη, γιατί βγάζετε μαντινάδες;». Και απαντάει ο Αριστείδης «αγαπώ και βγάζω μαντινάδες». Μου άρεσε αυτή η απάντηση.
(γέλια)
Δ: Μετά τον είδα σ’ έναν γάμο, χορέψαμε λίγο μαζί. Με τον καιρό σμίξαμε. Και φύγαμε από τα Ζωνιανά, ήρθαμε εδώ στα Ανώγεια και συζούσαμε.
– Χωρίς γάμο.
– Δ: Χωρίς γάμο, ναι. Αυτό για μένα, Σταύρο, δεν ήτανε κάτι σπουδαίο, διότι είχα ‘ρθει απ’ τη Θεσσαλονίκη. Ήτανε συνηθισμένο να συζούν κάποια ζευγάρια.
– Για τα Ανώγεια όμως δεν ήτανε.
– Δ: Όχι στα Ανώγεια. Ένας άλλος Ανωγειανός με τρία πτυχία, δεν θα ‘κανε αυτό που έκανε ο Αριστείδης.
– Εγώ δεν υπολόγιζα τέτοια. Δεν είμαι μες στα «πρέπει» μου, πώς να σου πω…
– Δ: «Εγώ δεν είμαι κιανενούς, μονό ‘μαι τ’ απατού μου/ελεύθερος κι αμοναχός εις τσι κορφές του νου μου».
Το ’87, τον Φλεβάρη, γεννάω τον Στέφανο και τον Ιούλιο κάναμε τον θρησκευτικό. Τον είχα πέντε μηνών τον Στέφανο. Και τον εσήκωσε στον γάμο και είπε: «Αφού την ψεύτρα τη ζωή ο άνθρωπος τη χάνει /θ’ αφήσω πίσω μου τον γιο τα πάσα μου να κάνει/ Κι αυτός θ’ αφήσει έναν γιο τα πάσα του να κάνει/ και έτσα θα ζήσω γενεές κι ας είμαι και στον Άδη».
– Δεν ήταν συνηθισμένο τότε στα Ανώγεια να πας στον γάμο με το παιδί σου.
– Αυτά τα κάνει μόνο η αγάπη και ο έρωτας. Τίποτα άλλο δεν υπάρχει. Πιο δυνατά είναι η αγάπη και ο έρωτας απ’ τη φύση τελικά.
– Μου ‘πες «ξεκίνησα τις μαντινάδες για το θηλυκό». Και εσύ είσαι 40 χρόνια με μια γυναίκα…
– Όλα τα κάνει η σκέψη. Δηλαδή άμα τη βλέπω εγώ 24 χρονών που την πήρα; Θα με μαλώσει ο χρόνος;
– Πόσα χρόνια κρατάει η αγάπη. Αυτό δεν μου ‘χεις απαντήσει.
– Πόσα χρόνια κρατάει η αγάπη…«Την αγάπη ο άνθρωπος να μην την εγυρεύει/εκείνη θα σ’ επισκεφτεί κι αν δεν τσ’ αρέσει, φεύγει».
– Λες σε μια μαντινάδα: «Άμα θα πάψει ο άνθρωπος αγάπες πια να κάνει/
– Μπορεί να είναι άθαφος, μα έχει πια πεθάνει».
– Ξέρεις τι άλλο μ’ αρέσει σε σένα; Ότι δεν γράφεις μαντινάδες για τους πολιτικούς.
– Όι, δεν ασχολούμαι. Μπορεί να ‘χω την ιδέα μου, αλλά να γράψω όχι. «Αυτός που βγαίνει στην κορφή να τον εδούνε οι άλλοι/
φαίνεται ακόμη πιο μικρός από απόσταση μεγάλη».
– Δ: Ο Αριστείδης με τη μαντινάδα του έχει κάνει μία σχολή. Έχει δύο χαρακτηριστικά τα οποία είναι κατάδικά του, όπως και τα σκέρτσα, τα πάσα που κάνει όταν χορεύει. Πρώτον, το απροσδόκητο τέλος στη μαντινάδα, αυτό που δεν περιμένει κανείς να ακούσει.
– Σωστό
– Δ: Και το χιούμορ στη μαντινάδα που βάζει. Το έξυπνο, με ταυτόχρονα ένα ωραίο νόημα.
– Λες σε μια μαντινάδα: «Πέρασε ο χρόνος και άφησε στο πρόσωπο ρυτίδες/
– Και δεν ευχαριστήθηκε και πήρε και τσ’ ελπίδες».
– Δεν ήταν έτσι για σένα όμως.
– Το αντίθετο είναι για μένα. Αλλά για να βγήκε από μέσα μου, ισχύει και για μένα. Αλλά δεν θ’ αποθάνω πριν πεθάνω.
– Δεν νοσταλγείς κανέναν απ’ αυτούς που έχεις γνωρίσει;
– Μόνο την μάνα μου να την κρατώ απ’ το φουστάνι… Κοπέλι που πηγαίναμε τα κανίστρια. Και έτρωγα ροβύθια με τσ’ ελιά. Ε, αυτά μου λείπουνε…
– Θα άλλαζες κάτι απ’ τη ζωή σου;
– Όχι, όχι, όχι. Αν δεν ήμουν αυτός που είμαι, δεν θα ‘θελα να γεννηθώ. Αν δεν έβγανα μαντινάδες ή να χορεύω, δεν θα ‘θελα να γεννηθώ.
– Γεννούν οι νέοι μαντινάδες; Ή για να γεννήσεις μαντινάδες πρέπει να ‘σαι πολύ βασανισμένος;
– Η μεγάλη χαρά βάσανο δεν είναι κι αυτή; Δεν σε τυραννά; Άρα λοιπόν είναι ταλέντο, είναι χάρισμα από τη φύση.
– Θα χαθεί ποτέ η μαντινάδα;
– Όχι βέβαια.
– Γεια σου, πατρίδα μου.
– Αν κάνουμε παρέα κι είσαι δίπλα μου, θα γλεντήσει και ο γνήσιός μου εαυτός. Σου το λέω με τιμή και με αγάπη.
Οι μαντινάδες που γοήτευσαν τον Μάνο, τον Γκάτσο και τον Ρασούλη
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, στα Ανώγεια, ο Γιώργης Κλάδος, ο Δήμαρχος σε συνεργασία με τον Μάνο Χατζιδάκι διοργανώνουν τους «Αγώνες λύρας».
«Χωρίς επίσημους και τελετές, χωρίς λογύδρια εθνικά, μες στην πλατεία του χωριού, παρουσιάζεται ολόγυμνη η φαντασία, η έμπνευση κι η μουσική ευαισθησία ενός ολόκληρου λαού. Του κρητικού λαού». Με αυτά τα λόγια υμνεί ο Μάνος Χατζιδάκις τα όσα άκουσε στα Ανώγεια από μαντιναδολόγους και λυράρηδες.
«Ωραία ήταν» θα μου πει συνεσταλμένα ο Γυαλάφτης. Σαν να μην θέλει να πάει η κουβέντα στις δόξες του παρελθόντος που μικραίνουν ακόμη περισσότερο το πολιτιστικό στίγμα του σήμερα.
Δεν αρνείται όμως να μου πει τις μαντινάδες που άρεσαν στους εκλεκτούς επισκέπτες των Ανωγείων σε εκείνους τους «Αγώνες».
«Στα όνειρα βλέπω τσι χαρές που ξυπνητός στερούμαι/ μα δεν μπορώ και μια ζωή για ’σένα να κοιμούμαι».
Η αγαπημένη του Μανώλη Ρασούλη
«Απ’ τον περυσινό σεβντά κατόρθωσα και βγήκα/ μα εγώ δεν ζω χωρίς σεβντά και σε καινούργιο μπήκα».
Η αγαπημένη του Νίκου Γκάτσου
«Βιόλα που σε μεγάλωσα με τω μαθιώ μου δάκρυα/ εγώ επερίμενα αθούς και εσύ πετάς αγκάθια».
Η αγαπημένη του Μάνου Χατζιδάκι
Πηγή: kathimerini.gr