Του Κώστα Γ. Τσικνάκη
Το φθινόπωρο έχει ήδη μπει κι εσύ δεν θέλεις να παραδεχτείς πως ο χρόνος ξεκίνησε ήδη την αντίστροφη πορεία του. Μία ακόμη επίσκεψη στην εξοχή, πάντως, δεν θα ήταν καθόλου άσχημη ιδέα.
Το απόγευμα, μόλις σταμάτησε το ψιλόβροχο, αποφασίζεις να επισκεφτείς το κτήμα, έξω από τη μικρή κωμόπολη. Επιλέγεις να πας με τα πόδια ώστε να απολαύσεις καλύτερα τη φύση. Μετά τη βροχή όλα δείχνουν αλλιώτικα.
Στο διάβα σου, περιεργάζεσαι όσα πολλά αντικρίζεις. Ο τρύγος έχει τελειώσει και σε κάθε αυλή έχουν τεντωθεί πανιά για την προστασία της απλωμένης, μαύρης σταφίδας. Η ευωδιά της είναι διάχυτη παντού.
Κάποια στιγμή κοντοστέκεσαι. Η εικόνα του ουράνιου τόξου, που εμφανίστηκε στο βάθος του ορίζοντα, τραβά για λίγα λεπτά την προσοχή σου.
Όταν πια φτάνεις στον προορισμό σου, έχει αρχίσει να δύει ο ήλιος. Η όλη ατμόσφαιρα σε συνεπαίρνει.
Μπαίνεις στην αυλή με αδημονία. Τα φύλλα, στα δέντρα, έχουν αρχίσει να χρυσίζουν. Με ένα απαλό φύσημα του αέρα, ξεφεύγουν, ανεμίζουν για λίγο κι ύστερα πέφτουν απαλά στη γη.
Ο μικρός κήπος, σε κάποια γωνία της αυλής, συνεχίζει απτόητος το έργο του. Τρεις μήνες τώρα δεν έχει σταματήσει να δίνει τους καρπούς του. «Του χρόνου», σχεδιάζεις, «μάλλον πρέπει να τον προεκτείνω».
Σκύβεις και αρχίζεις να μαζεύεις. Οι καρποί, όπως τους αγγίζεις, ξεφεύγουν από τον μίσχο τους και γλιστρούν στα χέρια σου. Αισθάνεσαι όμορφα, καθώς τους φέρνεις κοντά στα ρουθούνια σου και τους μυρίζεις. Αγόγγυστα, συνεχίζεις στο επόμενο αυλάκι…
Το καλάθι, μέσα σε λίγη ώρα, γεμίζει με φρέσκα κηπευτικά. Το ακουμπάς σε κάποιο σημείο της αυλής και πηγαίνεις να πλύνεις τα χέρια σου, που έχουν λασπωθεί, στη βρύση.
Καθώς βηματίζεις αργά πάνω στο νοτισμένο χώμα, ρίχνεις το βλέμμα σου τριγύρω. Πέρα, μακριά, διαγράφονται με αυστηρότητα οι όγκοι των ψηλών βουνών. Ενθουσιάζεσαι από τις μυρωδιές που αναπνέεις.
Παρακολουθείς μια γάτα που κοιμάται νωχελικά στη διπλανή αυλή. Ξυπνά από τον θόρυβο που κάνεις, τεντώνεται με χάρη και πλησιάζει αργά στο καλάθι με τα κηπευτικά. Δεν τη διώχνεις. Την αφήνεις, για να δεις τις επόμενες κινήσεις της. Εκείνη, πλησιάζει διστακτικά, απλώνει τα πόδια της στη άκρη του καλαθιού και κοιτάζει διερευνητικά το περιεχόμενό του. Δεν την ενθουσιάζει, όμως, και αποσύρεται με απογοήτευση. Άλλα περίμενε…
Αφαιρείσαι για μια στιγμή. Μόλις πρόλαβες να τη φωτογραφήσεις.
Έχει πια αρχίζει να σκοτεινιάζει…
Ένα σμήνος πουλιών πέρασε από κοντά σου και βρήκε καταφύγιο στα γειτονικά κυπαρίσσια. Σε ένα άλλο κτήμα, στο βάθος του δρόμου, ένα σκυλί ξεκίνησε να γαυγίζει επίμονα.
Όπως αποσύρεσαι από τον χώρο νιώθεις ένα σφίξιμο στην καρδιά.
Συνηθισμένες σκηνές, στις αρχές του φθινοπώρου…
Τις έχεις αιχμαλωτίσει στο βάθος του μυαλού σου και συνειδητοποιείς πως, τις ίδιες μέρες κάθε χρόνο, επαναλαμβάνονται.
Απλές κινήσεις, που σε γεμίζουν ικανοποίηση και σε κάνουν να ξεχάσεις για λίγο όσα απογοητευτικά συμβαίνουν τριγύρω σου το τελευταίο χρονικό διάστημα και σε λυπούν.
Όλα τους, σκέφτεσαι, αποτελούν μία σύντομη παρένθεση, μέσα στο ορμητικό πέρασμα του αδυσώπητου χρόνου.
* Ο Κώστας Γ. Τσικνάκης είναι από το Πετροκεφάλι της Μεσαράς, Φιλόλογος, Συγγραφέας και Ιστορικός και εργάζεται στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ)