– Αποσύρθηκα
με τη θέλησή μου από τα κέντρα.
Παρόλο που εκείνα τα χρόνια
υπήρχε ουσιαστική επαφή ανάμεσα
στο κοινό και τον καλλιτέχνη,
τα κέντρα μάζευαν και κακοποιούς,
είχαν καταντήσει εστίες καυγάδων,
όπου μαχαίρια έβγαιναν,
πυροβολισμοί έπεφταν,
μπράβοι κυκλοφορούσαν.
Υπήρχαν εποχές
που κάθε βράδυ με συνόδευαν
ως το σπίτι μου δύο αυτοκίνητα,
με ανθρώπους του κέντρου,
για να φτάσω σίγουρα ζωντανός.
Έδινα τόπο στην οργή, με νόμιζαν
δειλό αλλά ήταν ζωή αυτό το πράγμα;
– Μείνατε, ωστόσο,
15 χρόνια και τα εγκαταλείψατε
τη στιγμή της μεγάλης σας ακμής.
Συνειδητά διαλέξατε τη στιγμή αυτή;
– Όχι. Αλλά η κατάσταση την εποχή
που έφυγα είχε καταντήσει αφόρητη.
Θυμάμαι ένα αφεντικό που, για να με
δελεάσει ώστε να είμαι στο μαγαζί του,
μου είπε ότι
θα έχουμε μέσα κι οχτώ – εννιά
γυναίκες που θα αλωνίζουν κ.λπ.
”Σε μένα μιλάς έτσι”, του λέω,
”που δεν επιτρέπω σε γυναίκα
να κατέβει σε τραπέζι, ή να κάτσει
σταυροπόδι στο παλκοσένικο;”
Είχα τέτοιες παραξενιές
στη δουλειά μου, που σιγά – σιγά
όλο και λιγότερο με σήκωνε το κλίμα.
Το σπάσιμο είχε γίνει της μόδας.
Επικρατούσε μια αναρχία.
Ένα γεγονός το τελευταίο βράδυ
της αποκριάς του 1965, με έκανε
να πάρω τη μεγάλη απόφαση.
Τραγουδούσα, και μια Αγγλίδα
δασκάλα που ερχόταν κάθε βράδυ
με τον συνοδό της, έναν ταξιτζή,
αρπάζει ένα μπουκάλι
και το πετάει στην πίστα.
Σκεφτείτε ότι
ο πάτος του μπουκαλιού ξεκόλλησε,
πέρασε ξυστά από το πρόσωπό μου
και σφηνώθηκε
με τέτοια δύναμη στη γύψινη
διακόσμηση του τοίχου πίσω μου,
ώστε δε φαινόταν!
Κατέβηκα από το παλκοσένικο,
πήγα στο καμαρίνι,
κι εκεί έκανα μια συνομιλία με τον
εαυτό μου μπροστά στον καθρέφτη.
Είπα: ”Απόψε είναι
η τελευταία σου βραδιά σε κέντρο.
Δε θα ξαναδουλέψεις γιατί κινδυνεύει
κι αυτή η σωματική σου ακεραιότητα.”
Κι έδωσα έναν πολύ σοβαρό όρκο
που, όπως ξέρετε, τον τήρησα.
Στέλιος Καζαντζίδης
………………………………………………………….
Απόσπασμα
από το βιβλίο της Όλγας Μπακομάρου
ΩΣΕΙ ΠΑΡΟΝΤΕΣ
Φωτογραφία:
Γιάννης Βελισσαρίδης
Πηγή: Πρόσωπα