Της Χαριστή Φανουράκη Κουκουμπεδάκη
Συμμαθητή μου καλέ… Ανδρέα Δαμιανάκη έφυγες νωρίς, πολύ νωρίς για το μεγάλο ταξίδι.
Να αναπαυτείς εν κόλποις Αβραάμ και να μου χαιρετάς τον Κωστή μου….
Ένα ταπεινό αποχαιρετισμό στην μνήμη σου Ανδρέα….
Χάρε και γιάντα χτύπησες πόρτα ‘νούς αντρειωμένου
ανατροϋνοξεχωριστή
π’ άθρωπο δε λυπάσαι
και ξεκληρίζεις τσι γεννιές
και τσι ‘σκημοποδίδεις
και τα κοπέλια τυραννάς
και παίρνεις τως τον κύρη,
στον άδη σου το σκοτεινό
και τον αραχνιασμένο
και ξεταιριάζεις άπονε
ζευγάρια αγαπημένα
που τα θωρείς φιλί γ-κλειδί
και γλυκοσαλισμένα.
Κοντό δεν έχεις συγγενούς
δε σ’ αγαπά γυναίκα
κοπέλια δεν επόταξες
γι αυτό χτυπάς και δέρνεις,
δίχως καθόλου να σκεφτείς
πως βάνεις τως μαχαίρι;
Χάρε κονταροτορευτή
Χάροντα μακελάρη
Χάρε και για δε σκέφτεσαι
για δεν το βάνει ο νους σου,
να μη χτυπάς τα πόρτεγα αθρώπω δουλευτάδω
που ‘χουνε με τον ίδρο ντως τούτη τη γης μουσκέψει
και δεν αρπάξανε ψωμί ποτές και ξένο γ-κόπο
κι έχουν ‘πιτήδεια φαμελιά
και καλανεθρεμένη.
Γιάντά ‘νοιξες του άδη σου
τα πόρτεγά ντου φόρα
εδά στα ‘ποκρυγιώματα στσι σκόλες που κλουθούνε…
Πρέπει πως έχεις μιαν καρδιά μαρμαροκρουσταλλένια
και δεν πονεί μούδε χωρεί θλίψη και δεν κατέχει
πως είναι να σου παίρνουνε
το ταίρι γ-ή τον κύρη.
Γι’ αυτό ‘ρθενες αγλακιστός
από τον κάτω γ-κόσμο,
δίχως καθόλου να σκεφτείς
τον πόνο που θα σπείρεις
σαν πάρεις κύρη κοπελιώ
και μιας γυναίκας ταίρι.
Γ-ή μπας και με τη λάμψη ντου και τσι καλούς του τρόπους
τον πισοσκότεινο άδη σου
ήθελες να ξεφέξεις
κι επαρακάτσευγές τονε
κι έριξες τσι σαΐτες
απάνω ντου
φαρμακερές
και δίχως να μιλήσει εσώριασές τονε στη γης….
Σε Γαλιανό Χάρε σκληρέ
να μην ξανασιμώσεις
κι αθρώπου που ‘ναι για ζωή θάνατο μπλιο μη δώσεις…