Της Χαριστής Φανουράκη – Κουκουμπεδάκη
Μανωλιό… μερακλή τση πάνω ρίζας άθρωπε άκακε και καλόκαρδε εμίσεψες νωρίς…
πολλά νωρίς….
Κρίμα κι άδικο ήταν ετουτονά.
Αλήθεια κακά γραμμένα τση μοίρας σου τση ρημάδας απού πεψε το Χάροντα να σε παραγάγει…
Καλό ταξίδι στσι γανεμένους τόπους του παραδείσου και υπομονή στους αγαπημένους σου…
Με μοιρολόι…..θα σου αφιερώσω μέσα ‘πό την ψυχή μου…
Παντέρμε Χάρε δεν πονείς καρδιά ‘χεις από πέτρα
κι έκαμες τέσσερα ορφανά έρμε στο άψε σβήσε,
γυναίκα να μαυροπενθεί δίχως αγάπης ταίρι
και μάνα να ‘νεστουλυχά και να μοιρολογάται;
Κοντό και δεν εσκέφτηκε την ακριβή ντου νειότη
πως ήτο κύρης φαμελιάς κι είχε μικιά κοπέλια;
Κοντό στο νου δεν έβαλες το πως θ’ ανεθραφούνε, πως έχουν έγνοιες στο σκολειό και κύρη εδά στον άδη;
Κοντό δεν ελυπήθηκες να πα ξεζευγαρώσεις πουλιά που χρόνους χτίζανε την φωλιτσά τσ’ αγάπης.
κι εδά την κακογκρέμισες Χάρε πανάλαιμά σε;
Κοντό στο νου δεν έβαλες την ακριβή ντου μάνα
που δε θα ξαναρνέψουνε τα ματοτσίνορά τζη;
Και στον αθώο τση νειότης του ήρθε να τον πάρεις
άκαρδε Χάρε κι άπονε…. καταλυτή τση νειότης
έρμε κονταρολαβωτή.
Χάρε ρωτώ σε να μου πεις… σκέφτηκες πριν χτυπήσεις
Όπως τέσσερα μικιά ορφανά στον κόσμο αυτό θ’ αφήσεις….