Γράφει η Χαριστή Φανουράκη Κουκουμπεδάκη
Ζήλεψ’ ο Χάρος λυραντζή
τω Βοριζώ καμάρι
που μάγευγε σαν έπαιζε
τση λύρας το δοξάρι.
Κι εκόπιασε κατσά κατσά
μ’ ασημωτό κοντάρι
τη ζήση ντου με μπαμπεσιά ο έρμος να του πάρει.
Γιατί λυράρης ήτονε
κι άντρας χωρίς ψεγάδι
και να ξεφέξει ήθελε τη σκοτεινιά του άδη…
Κι άνοιξε τσι καστρόπορτες
και τσ’ έχει κάμει φόρα
κι η Κρήτη μας
εντύθηκε και πάλι μαυροφόρα.
Ο ουρανός εδάκρυσε και σκουρονεφαλιάζει
και στσ’ ώμους του μαύρο γαμπά
ο Ψηλορείτης βάζει.
Και οι Βοριζανές κορφές
σαν τα κοπέλια κλαίνε
και γιάντα Γιώργη Στιβαχτή
εμίσεψες του λένε.
Κι Αη Φανούργιος γούζεται
που λένε μουγκρινάρη
και λέει του Χάρο του σκληρού
γιάντα να τονε πάρει.
Και το Τραχήλι θλίβεται
μαζί και το Βροντήσι
γιάντα ο Χάρος ο σκληρός
ζωή να του στερήσει.
Μα ο Χάρος περιχαίρεται
που πήρε ετσά λυράρη
για να γλεντά τον άδη ντου
με το γλυκύ δοξάρι.
Να πιάνει στην ομπρός μερά
και ξεκοφτούς να κάνει
ώρα που το δοξάρι ντου
ο Στιβαχτής θα πιάνει.
Να ξεσμιλιώνουντ’ οι νεκροί
στσ’ όμορφες κοντυλιές του
να σιέτ’ ο άδης σύγκορμος
από τσι δοξαριές του…
Κρίμας κρίμας κρίμας…..να φεύγουν οι κορφές…..
Θερμά συλλυπητήρια στην οικογένειά του.
Ο Θεός να τον αναπαύσει.