Του Μιχάλη Στρατάκη*
Πάει, επόθανε και η θειά μου η Γιωργία, η δεύτερη μάνα μου, κι ολοκληρώθηκε το ξεκλήρισμα της φαμελιάς του παππού μου του Βασίλη Κουτσάκη -«Ξωπατέρα» και τση γιαγιάς μου τση Μαργής.
Στους ουρανούς είναι ‘δα ξαναμαζωμένοι οι γονέοι και τα κοπέλια τους, ο Αντώνης, ο Ιδομενέας, ο Κωστής, η μάνα μου η Βαγγελιώ και η δευτερομάνα μου η Γιωργία.
Εμπίτησε το Κουτσακέικο τση Τιμής, τση Περηφάνιας και τση Πρεπιάς απού εδιαμαντοστόλιζε τη Μεσσαρά.
Από σαράντα μιλιούνια κύματα επέρασε ετούτη η φαμελιά.
Μα μήτε μια σταλιά νερού δεν την έβρεξε.
Γιατί δεν εκολύμπα, μα επορπάθιε ποπάνω στον αφρό των κυμάτων.
Πολύ με πόνεσε το φευγιό τση θειάς μου τση Γιωργίας, γιατί ίσαμε να ποκοπελίσω εθάρρουνα πως οι αθρώποι είχανε όχι μια, μα δυο μανάδες και εφεύγανε από τη μια αγκαλιά και πηγαίνανε στην άλλη.
Μα και σαν εμεγάλωσα, σαν μάνα μου τηνε θώρουνα, κι ακόμη κι εδά απού αναπαύεται στο μνήμα της στην Καντήλα, πλάι στον άντρα της τον θειό μου τον Αντρέα Βιλανάκη, θαρρώ πως η μάνα μου κείτεται στο μνήμα.
Ποτέ μου δεν εκατάλαβα γιάντα την αγαπούσα ετόσονα πολύ και γιάντα τηνε ξεχώριζα απ’ όλα τ’ άλλα αδέρφια της.
Μπορεί να ‘τανε το χαμόγελο απού δεν έσβηνε από τα χείλια της, ακόμη και ομπρός τις μεγαλύτερες φουρτούνες τση ζωής, μπορεί να ‘τανε η απόλυτη δοτικότητα απού την εχαραχτήριζε, μπορεί να ‘τανε η αγγελική αύρα απού ξεχυνότανε από τα εντός της και πλημμύριζε τα σύμπαντα, μπορεί να ‘τανε η μυρωδιά της απού μου θύμιζε φασκομηλιά και δυόσμο, μπορεί να ΄τανε όλα ετούτα μαζί, κι ακόμη άλλα τόσα.
Σαν επόθανε η μάνα μου, εσκεφτόμουνε και επαρηγορούμουνε «τουλάχιστο έχω τη θειά μου τη Γιωργία και δε θα πομείνω από μάνα».
Κι εδά;
Ίντα να σκεφτώ για να παρηγορηθώ;
Πράμα δε σκέφτομαι, γιατί οι σκέψεις πληθιαίνουν τον πόνο μου.
* Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος από τις Γκαγκάλες της Μεσαράς