Oι εθελοντές διασώστες είναι «ιδιαίτεροι» άνθρωποι. Με υψηλό αίσθημα καθήκοντος, με διάθεση σεβασμού της ομάδας τους και, κυρίως, των ανθρώπων τους οποίους σπεύδουν να βοηθήσουν. Και με μία αξιοζήλευτη ταπεινότητα. Τουλάχιστον αυτός που γνώρισα εδώ και κάποιους μήνες. Ο διασώστης των «Σαββατιάτικων Συναντήσεων» αποκαλύφθηκε ότι ήταν διασώστης, μόνον πριν από λίγες ημέρες, όταν ακύρωσε μία προγραμματισμένη συνάντησή μας. «Πρέπει να πάμε επειγόντως στο Μάτι», μου είπε, την ώρα που οι εικόνες από την καταστροφή στην Ανατολική Αττική «στοίχειωναν», η μία μετά την άλλη, την οθόνη και το μυαλό μου και οι δηλώσεις κάποιων κυβερνητικών ανέδιδαν οσμή πανικού και κυνισμού. Οσμή πιο αποπνικτική από αυτή της ίδιας της φωτιάς.
Τις επόμενες ημέρες επικοινωνούσαμε τακτικά. Και συνήθως ολιγόλογα. «Μα γιατί δεν θέλεις να μιλήσουμε για το Μάτι;» ρωτούσα επίμονα, όταν πια το έργο τους είχε ολοκληρωθεί. «Γιατί δεν είμαι ούτε δημοσιογράφος, ούτε κάνω δημόσιες σχέσεις», μου απαντούσε μονότονα. Μέχρι που στο μέιλ μου ήρθε το ακόλουθο κείμενο. Με την άδειά του, το φιλοξενώ:
Το ημερολόγιο ενός διασώστη
«Με το πρώτο φως του ηλίου, η πενταμελής ομάδα ετοιμάζεται. Ο συνάδελφός σου γίνεται ο καλύτερος φίλος και ο καλύτερος ψυχολόγος αυτές τις ώρες. Μπορεί να πέρασαν επτά μήνες από την τελευταία φορά που συνεργαστήκαμε, όμως δενόμαστε αμέσως ξανά. Κοιταζόμαστε και ξέρουμε πως, όπως στο παρελθόν, έτσι και τώρα θα αντικρίσουμε τα ίδια. Πόνο, θλίψη, καταστροφή. Θα αντικρίσουμε τον θάνατο. Και τον φόβο. Τον δικό μας φόβο.
Ελέγχουμε ξανά τον χάρτη και τον εξοπλισμό τόσο τον δικό μας όσο και του συναδέλφου μας, παίρνουμε νερό και φαρμακείο, επιβιβαζόμαστε. Σε δέκα λεπτά θα είμαστε στο σημείο. Στον δρόμο κανείς δεν μιλάει. Η μυρωδιά του καμένου κυριαρχεί.
Πλησιάζοντας συναντάμε πυροσβέστες, εξαντλημένους, αλλά δυνατούς. Τους ρωτάμε αν χρειάζονται κάτι, μας κάνουν νόημα και ενήμεροι για την αποστολή μας μας αφήνουν να περάσουμε. Αυτοί είναι ήρωες, παίρνεις δύναμη βλέποντάς τους. Οδηγώντας μέσα από στενά περάσματα που δεν επιτρέπουν λάθη, φτάνουμε. Κατεβαίνουμε και φοράμε τον εξοπλισμό. Κράνη, μάσκες, γάντια… Ενα σύντομο briefing, ξεκινάμε.
Το πρώτο σπίτι που θα μπούμε είναι μικρό και σχεδόν ολοκληρωτικά κατεστραμμένο. Δεν υπάρχει φράχτης παρά μόνο η σιδερένια πόρτα εισόδου, που στέκεται ειρωνικά όρθια, και κάποιοι μαυρισμένοι τοίχοι. Περνώντας αριστερά της πόρτας μπαίνουμε στη μαύρη αυλή. Τα πόδια βυθίζονται στη στάχτη. Χωρίς τις κατάλληλες μπότες θα φύγεις εγκαυματίας. Ελέγχουμε παντού, προχωρώντας με μικρά, αργά και σταθερά βήματα: Ενα πεταμένο κουτάλι στη βάση ενός μαύρου δέντρου, ένα λιωμένο παπούτσι, ένα παιδικό κουκλάκι στην άκρη του οικοπέδου… Αραγε ανήκουν στον ιδιοκτήτη ή σε κάποιους που έτρεχαν να σωθούν; Και ποιος ξέρει; Σώθηκαν; Η μυρωδιά του καμένου ξύλου, της καμένης σάρκας, του καμένου πλαστικού, είναι διάχυτη στον χώρο. Είναι αποπνικτική.
Βρισκόμαστε στην είσοδο του σπιτιού. Πριν μπούμε, ελέγχουμε τους πιθανούς κινδύνους. Προέχει η ασφάλεια του διασώστη. Παρατηρούμε. Στην οροφή, κεραμίδια και δοκάρια έτοιμα να πέσουν. Στο ύψος μας, σπασμένα τζάμια και καρφιά που προεξέχουν. Στο πάτωμα, σπασμένα γυαλιά και μπουκάλια, καρφιά… Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Προχωρούμε “κατά μόνας”.
Το μυαλό αδειάζει από σκέψεις και το σώμα αγνοεί την αφόρητη ζέστη. Συγκεντρώνεσαι στην έρευνα. Σε αυτό που βλέπεις, μυρίζεις, και ακούς. Ακούς μόνο την ανάσα σου και τον ήχο από τα βήματα πάνω στους σωρούς από σπασμένα κεραμίδια, καμένα ξύλα, μπάζα… Ενας θερμοσίφωνας στη μέση του δωματίου που μέχρι πριν από λίγες ώρες ήταν, όπως φαίνεται, σαλόνι. Η ομάδα συνεχίζει σε αυτό που μοιάζει με μπάνιο. Παραδόξως, έχει μείνει σχεδόν ανέπαφη μόνο η λεκάνη. Προχωράμε στον χώρο της κουζίνας. Σπασμένα πιάτα και ποτήρια παντού. Ενα ανοιχτό, πεσμένο πλυντήριο. Τίποτα. Δίπλα, το σιδερένιο τραπέζι άντεξε.
Η δυσοσμία είναι έντονη. Ενα ψυγείο πεσμένο πρηνηδόν με ανοιχτή την πόρτα. “Μιχάλη, βοήθησέ με», φωνάζω. Ο Μιχάλης, όπως και οι υπόλοιποι της ομάδας, είναι εξαιρετικός συνάδελφος. Συνεργαζόμαστε άριστα και ξέρει πότε χρειάζομαι κάτι και τι, χωρίς πολλά λόγια. “Ετοιμοι; Ενα, δύο, τρία!” Με μια κίνηση γυρίζουμε το ψυγείο. Νιώθω τον ιδρώτα να παγώνει ακαριαία και την ανάσα μου να σταματάει… Κάποιος στην προσπάθειά του να σωθεί βρήκε φριχτό θάνατο… Πόσο μαρτυρικές ήταν οι τελευταίες του στιγμές; Αν πέθανε από ασφυξία ή από την ίδια τη φωτιά, δεν το γνωρίζω αυτή τη στιγμή. Αυτό που βλέπω όμως είναι τρομακτικό. Είναι η στιγμή που πρέπει να διατηρήσεις την ψυχραιμία σου.
Για να συνεχίσεις το έργο σου πρέπει να μάθεις να χειρίζεσαι και τις σκέψεις σου. Μπορείς; Φωνάζω τον επικεφαλής της αποστολής να επικοινωνήσει με την Πυροσβεστική. Διακομιδή, ταυτοποίηση… Εμείς θα συνεχίσουμε. Το ίδιο και οι πυροσβέστες. Και οι ιατροδικαστές.
Τι θα γίνει όμως με τους συγγενείς και φίλους των θυμάτων; Πώς θα συνεχίσουν να ζουν; Πώς θα μπορέσω εγώ να ελαφρύνω το δάκρυ τους; Αυτή τη στιγμή το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να απαλύνω τις ψυχές των ίδιων των θυμάτων. Βρίσκοντας τον απανθρακωμένο συγγενή και φίλο, δίνω τέλος στην αγωνία της οικογένειας. Τους επιτρέπω να θρηνήσουν και να τιμήσουν τον νεκρό.
Επιστρέφοντας στη βάση, κάποιοι πολίτες μας συγχαίρουν. Ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω γιατί. Σήμερα βρήκαμε έναν νεκρό. Διασώστης; Το μόνο που μπορώ να διασώσω είναι η αξιοπρέπεια και η ανθρωπιά».
Πηγή: kathimerini.fr – Γιώργος Π. Τερζής