Του Αντώνη Κουκλινού
Στριμένες τσι μουστάκες του και το σαρίκι στη κεφαλή, με τη βούργια στσι ώμους, το σάρακα και το τσαπράζι στη ζωστήρα, εκατηφόριζε ο Νικολής κι εγιάγερνε απου τ’ αμπέλι .
Σα ν’ επέρνα απο του Μιχαήλο, το νε κατάλαβε απου το σαλεμό τω στιβανιώ με τσι μπροκαδούρες και πορίζει στη ν’ αυλή να του φωνιάξει.
-Που πας μπρέ Νικόλα… κόπχιασε να πχιούμενε μνιά…
-Με ίντα μεζέ με προσκαλείς να κοπχιάσω…
-Κόπχιασε μέσα και θα σου πω…
Είχενε τη μπαρασιά αναμένη και λαβουρδανιάζου ντα ξήλα.
Το σοφρά έτοιμο και δυό καθέκλες να κάτσουνε.
-Κάτσε Νικολή και βάλε το κανεβάτσι στο γόνατο.
-Θωρώσε καλοσασμένο και ορεξάτο Μιχαλιό ίντα κατσικανταρεύγεις…
-Δυό πατάτες έχω στο ν’ άθο και εξεπάτωσα και δυό ραπάνια, απου το σόχωρο, μονο κάτσε να ετοιμάσω.
Σε δυό λεφτά είχενε το τζούκο φερμένο με το κρασί.
Βγάνει τσι πατάτες από τη θράκα και κόβγει το ραπάνι στα τέσσερα.
-Έκειέ κρέμετε το καφκί με τ’ αλάτσι και βάλε στσι πατάτες, να φέρω το λεμόνι.
Είχενε και μνιά φρίσα στο χρυσόχαρτο τυλιμένη και τη μολέρνει στα κάρβουνα.
Οι σταφιδολιές σα ντο χρυσάφι, αστραφταλίζουνε στο πχιάτο.
Έξεκρέμασε κι ο Νικόλας τη βούργια από το ν’ ώμο και βγάνει το κουνενίδι με τη τζιλαδιά.
-Εκλάδευγα και δε ν’ έκατσα να φάω, τάξε πως το κάτεχα πως θα μπερδέσω σε παρέα…
Εντάκαρε να μοσκομυρίζει η φρίσα και τη βάνει στη μέση.
Τα ελέη του Θεού στο τραπέζι και οι κούπες με το κοκκινέλι εσκουτελοβαρίχνανε.
Σα ν’ ήπχιανε και ντερλικώσανε, ανάψανε και δυό κιρίκια κι αρχίξα ντο τραγούδι.
Ο Μιχαήλος ήτονε καλλίφωνος και άμα θελα πχιάσει τη μαντόλα να ντακάρει να τραγουδεί, το Στάδιο, εμεράκλωνε ο Νικολής.
-Παντέρμη εσμιγιά πάλι απόψε… ούτε παραγγελιά νάτονε…εβίβα Μιχαήλο…!
Με τούτα και με κείνα, εκαλοσαστήκανε και ευχαριστημένοι εκαληνύχτησενε ο γις το ν’ άλλο.
-Και στη ν’ άλλη βόλιτα με το καλό Μιχαήλο… καληνύχτα φίλε.
-Στο καλό να πας Νικολή, Αμι Θέ μου…
Απλοί αθρώποι, απλά πράματα, απλή ζωή, απλή και η καθημερινότητα.
Η ζωή είναι στιγμές κι εμείς τις ομορφαίνουμε… ο καθείς με το δικό του τρόπο…
Εκείνοι όμως εκατέχανε να ζούνε πλιά καλά, αυτό είναι το μόνο σίγουρο…
Να πούμενε ομως και του στραβού το δίκιο….
Κ’ εμείς κατέχομε να ζούμε μα…δε μας αφήνουνε….