(Το κείμενο που ακολουθεί εκφωνήθηκε από τον γράφοντα σε σχετική τιμητική εκδήλωση για τον Αντώνη Ζωϊδάκη, το παλικάρι του Άϊ Γιάννη, την Κυριακή 7 Αυγούστου του 2016. Τιμητικά στη μνήμη του σήμερα 78 χρόνια από τον θάνατό του. Όποιος ενδιαφέρεται, ας κάνει τον κόπο να το διαβάσει, με λίγη υπομονή.)
Γράφει ο Σταύρος Φωτάκης
Η ιστορία του κάθε τόπου, του κάθε χωριού, θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντική, γιατί δείχνει την πορεία εξέλιξής του, τη συμμετοχή του στα κοινά και παραδειγματίζει τους νεότερους. Πάντα με απασχολούσε το γεγονός ότι, έπρεπε να καταγραφεί, οτιδήποτε έχει σχέση με το χωριό μας, τον Άγιο Ιωάννη, ιδιαίτερα δε ιστορικά, λαογραφικά και άλλα πολιτισμικά στοιχεία, για να μην τα αφανίσει ο χρόνος και με την υποχρέωση να τα παραδώσομε, στις επόμενες γενιές. Για το σκοπό αυτό, εδώ και αρκετά χρόνια ασχολούμαι με την αναζήτηση και καταγραφή τέτοιων στοιχείων, κυρίως από γραπτές πηγές, με την προοπτική κάποτε να αξιοποιηθούνε. Έτσι, το 2006 εξέδωσα ένα βιβλίο, με τίτλο : Το χωριό μου Άγιος Ιωάννης Χλιαρός και το 2015 ένα πληρέστερο, με τίτλο : Στη βορεινάδα μιας κορφής, γράφω, τα που θυμούμαι, στις σελίδες των οποίων καταγράφονται χρήσιμα και για πολλούς άγνωστα στοιχεία. Βέβαια, πάντα υπάρχουνε κενά και ενδεχομένως λάθη και έτσι επιβεβαιώνεται η σοφή φράση του Edward John Phelps : «Αυτός που δεν κάνει λάθη, συνήθως δεν κάνει τίποτα» ή πιο απλά «Λάθη δεν κάνει, όποιος δεν κάνει τίποτα». Από την εμπειρία μου διαπίστωσα ότι, η έρευνα είναι ανεξάντλητη, πάντα προκύπτουνε νέα στοιχεία, γι αυτό και συνεχίζω. Έτσι, με αφορμή την σημερινή εκδήλωση μνήμης και τιμής – ιστορικό αφιέρωμα, στον αείμνηστο συγχωριανό μας Αντώνη Ζωϊδάκη, συμπλήρωσα σημαντικές κατά την άποψή μου πληροφορίες, τις οποίες με ιδιαίτερη χαρά και τιμή θα παρουσιάσω στη συνέχεια. Την εκδήλωση αυτή είχα προτείνει επανειλημμένα στο παρελθόν, έπρεπε να είχε γίνει εδώ και πολλά χρόνια και χαίρομαι ιδιαίτερα που σήμερα έστω και μετά από 72 χρόνια υλοποιείται.
Και βέβαια για ό,τι έκανε, δεν το έκανε για την τιμή κανενός, αλλά γιατί πίστευε πως αυτό ήτανε : «το χρέος του στη ράτσα», όπως το περιγράφει ο Νίκος Καζαντζάκης στην Ασκητική : «Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νοιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους, Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιό τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει». Το χρέος τους στην πατρίδα, εκάμανε και πολλοί άλλοι αείμνηστοι Αϊγιαννιώτες από την εποχή της Τουρκοκρατίας, των Μακεδονικών αγώνων, της Μικρασιατικής εκστρατείας και της Γερμανοκατοχής, οι οποίοι πιστεύω πως και αυτοί κάποτε πρέπει να τύχουνε ανάλογης τιμής.
Θέλω από την αρχή να δηλώσω ότι, τα περισσότερα από όσα θα αναφερθούνε παρακάτω, καταγράφονται στις σελίδες υπηρεσιακών εγγράφων, βιβλίων αξιόλογων ερευνητών, ιστορικών και αγωνιστών της Εθνικής αντίστασης, αλλά και σε έγκριτα δημοσιεύματα και αξιόπιστες μαρτυρίες.
Ο Αντώνης Ανδρ. Ζωϊδάκης γεννήθηκε το έτος 1909, στον Άγιο Ιωάννη Αμαρίου Ρεθύμνου, από γονείς αγρότες, έντιμους και εργατικούς.
Ο πατέρας του Ανδρέας Ιερών. Ζωϊδάκης (Ζωϊδαντρέας), φέρεται εγγεγραμμένος στους εκλογικούς καταλόγους του έτους 1913 σε ηλικία 48 ετών και επομένως πρέπει να γεννήθηκε το έτος 1865 και πέθανε το έτος 1935. Συμπεριλαμβάνεται επίσης μεταξύ των 1550 ατόμων, προσώπων κύρους της κρητικής υπαίθρου, που υπογράψανε το Μάρτιο του 1897 Έκκληση προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, με σκοπό την αποτίναξη του Τουρκικού ζυγού και συγχρόνως ζητώντας την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Εκτός από γεωργός και ψάλτης, διετέλεσε ταυτόχρονα και για πολλά χρόνια δάσκαλος του χωριού (ίσως ο 1ος) και μάλιστα δίδασκε στο σπίτι του. Δεν είχε ιδιαίτερες διδασκαλικές σπουδές, αλλά ήτανε απόφοιτος μόνο του τότε Σχολαρχείου. Οι πρώτοι δάσκαλοι που διδάσκανε στα Δημοτικά Σχολεία, ήτανε απόφοιτοι του λεγόμενου Σχολαρχείου της εποχής εκείνης, 3ετούς φοιτήσεως.
Η μητέρα του Μαρία Τζεκάκη, με το παρατσούκλι Αντρένα, είχε καταγωγή από την Αγία Παρασκευή Αμαρίου. Γεννήθηκε το έτος 1883 και πέθανε το έτος 1961.
Ο Αντώνης Ζωϊδάκης είχε επίσης έναν αδελφό, τον Λεωνίδα Ανδρ. Ζωϊδάκη, που γεννήθηκε στις 21-7-1916 και ενώ υπηρετούσε ως στρατιώτης στο 44ο Σ.Π., σκοτώθηκε στην Τρεμπεσίνα της Αλβανίας, στις 13-2-1941, σε ηλικία 25 ετών. Είχε επίσης τρεις αδελφές : την Στυλιανή, την Ελένη και την Ειρήνη, η οποία μάλιστα πρόσφερε σημαντικές υπηρεσίες απόκρυψης και τροφοδοσίας των ανταρτών.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα υπηρεσιακά στοιχεία (Φύλλο Μητρώου της Ελληνικής Αστυνομίας) : ο Ζωϊδάκης Αντώνιος του Ανδρέα και της Μαρίας γεννήθηκε στον Άγιο Ιωάννη Αμαρίου Ρεθύμνου, το έτος 1909. Την 1-9-1930 κατατάχτηκε στο στρατό και απολύθηκε στις 3-1-1931. Κατατάχτηκε στο Σώμα της πρώην Ελληνικής Χωροφυλακής την 2-6-1932, με 2ετή υποχρέωση και την 1-9-1932 ονομάσθηκε μόνιμος Χωροφύλακας, με Α.Γ.Μ..Σ : 54199. Την 19-9-1941 λιποτάκτησε από την Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Χανίων. Ενώ υπηρετούσε στη Διεύθυνση Ειδικής Υπηρεσίας Πολέμου, ανέλαβε ειδική αποστολή στην κατεχόμενη από τους εχθρούς χώρα. Φονεύθηκε σε διατεταγμένη υπηρεσία από τους Γερμανούς την 7-8-1944. Με διαταγή του Υπουργείου Στρατιωτικών προάχθηκε στο βαθμό του Υπενωματάρχη επ’ ανδραγαθία την 7-8-1944
Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες από αξιόπιστη πηγή, το έτος 1940 – 1941 υπηρετούσε στο Σταθμό Χωροφυλακής Καμπανού Σελίνου Χανίων. Στο χωριό αυτό δημιούργησε στενή και ειλικρινή φιλία με τον Αγροφύλακα Ευστράτιο Τζανουδάκη και μάλιστα εβάφτισε ένα αγόρι της οικογένειας και του έδωσε το όνομα Χρήστος. Ο μικρός Χρήστος Τζανουδάκης, που είχε γεννηθεί το έτος 1940, σπούδασε Φιλόλογος και Θεολόγος, χειροτονήθηκε ιερέας, εργάστηκε ως εκπαιδευτικός και σήμερα είναι Πρωτοπρεσβύτερος στον Ιερό Ναό Αγ. Σπυρίδωνος Πειραιώς, όπου ιερουργεί. Κατά το διάστημα που ο Αντώνης Ζωϊδάκης υπηρετούσε στον Καμπανό Σελίνου, έκανε συχνά παρέα με τον σύντεκνό του Στρατή Τζανουδάκη, ο οποίος μετά την κατάληψη της Κρήτης επικηρύχθηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο από τους Γερμανούς, λόγω της αντιστασιακής του δραστηριότητας. Κάποια μέρα και ενώ βρισκότανε και οι δυο στον Ομαλό, πέσανε σε ενέδρα των Γερμανών, ύστερα από προδοσία, οι οποίοι σκοτώσανε τον Στρατή Τζανουδάκη. Ο Αντώνης Ζωϊδάκης που τον συνόδευε δεν έχασε καιρό, έβγαλε αμέσως το περίστροφό του και σκότωσε τον Γερμανό. Με την ιδιαίτερη σβελτάδα που τον διέκρινε κατάφερε να ξεφύγει από τη Γερμανική περίπολο και να σωθεί. Έκτοτε λιποτάκτησε (19 – 9 – 1941), πιθανή ημερομηνία του επεισοδίου.
Από τη σχετική βιβλιογραφία προκύπτει ότι, μετά το περιστατικό στον Καμπανό Χανίων ο Αντώνης Ζωϊδάκης εγκατέλειψε το Σταθμό χωροφυλακής, για να πολεμήσει τους επιδρομείς καταχτητές της Κρήτης. Βγήκε στο βουνό αντάρτης και έλαβε μέρος σε πολλές μυστικές αποστολές, μέχρι τον Νοέμβριο του 1943. Στη συνέχεια έφυγε για την Αίγυπτο για εκπαίδευση μαζί με άλλους αγωνιστές. Στην Αίγυπτο και συγκεκριμένα στην Χάϊφα εκπαιδεύτηκε στη Σχολή Σαμποτάζ, μαζί με τον Αριστείδη Στεφ. Παραδεισανό και κατόπιν επέστρεψε στην Κρήτη.
Ο Αντώνης Ζωϊδάκης ήτανε ένας από τους έντεκα (11) Κρήτες πρωταγωνιστές της απαγωγής του Στρατηγού Κράϊπε. Υπήρξε από την πρώτη στιγμή ενεργό μέλος της ομάδας των απαγωγέων. Δεν θα αναφερθώ αναλυτικά στην απαγωγή Κράϊπε, αλλά αποσπασματικά και μόνο στην συμμετοχή και δράση του Αντώνη Ζωϊδάκη σ’ αυτήν. Είναι γνωστό ότι, επικεφαλής του σχεδίου απαγωγής ήτανε ο Βρετανός ταγματάρχης Πάτρικ Λη Φέρμορ, γνωστός στους Κρητικούς ως «Μιχάλης» η «Φιλεντέμ». Υπαρχηγός της ομάδας ήτανε ο Βρετανός λοχαγός Ουίλιαμς Στάνλεϋ Μος. Στενοί συνεργάτες τους, πρωταγωνιστές της απαγωγής ήτανε οι Κρητικοί : ο χωροφύλακας Μανώλης Πατεράκης, ο Γιώργος Τυράκης,, ο χωροφύλακας Στρατής Σαβιολάκης, ο Ηλίας Αθανασάκης, ο Δημήτρης Τζατζαδάκης, ο Μιχάλης Ακουμιανάκης, ο Παύλος Ζωγραφιστός, ο Αντώνης Παπαλεωνίδας, ο Γρηγόρης Χναράκης, ο Νίκος Κόμης και ο χωροφύλακας Αντώνης Ζωϊδάκης.
Μετά την απαγωγή του Γερμανού Στρατηγού Κράϊπε οι : Χναράκης, Παπαλεωνίδας, Κόμης και Ζωϊδάκης με τον αιχμάλωτο σοφέρ του Στρατηγού ονόματι Albert, βαριά τραυματισμένο κατά την ώρα της απαγωγής, αναχωρήσανε πεζοί, για το ραντεβού με τους υπόλοιπους απαγωγείς που είχανε δώσει στη Νίδα του Ψηλορείτη. Τα μεσάνυχτα περίπου της ίδιας ημέρας, είχανε φθάσει στον Άγιο Σύλλα και είδανε ότι ήτανε δύσκολο να συνεχίσουνε με το Γερμανό οδηγό, να περάσουνε τις φρουρές, που ήτανε στη διαδρομή, γι αυτό αποφασίσανε για να μην προδοθούνε, να σκοτώσουνε το σοφέρ. Την απόφαση εκτέλεσε ο Ζωϊδάκης, ως υπεύθυνος της συνοδείας, ο οποίος αν και μετάνιωσε όπως είπε, δεν μπορούσε να κάμει διαφορετικά, γιατί υπήρχε κίνδυνος ματαίωσης της απαγωγής, αλλά και αποκάλυψης ότι στους απαγωγείς συμμετείχανε Κρητικοί και τα γύρω χωριά θα πληρώνανε ακριβά την συμμετοχή τους.
Τον βαρύ τραυματισμό του σοφέρ την ώρα της απαγωγής, επιβεβαιώνει στο βιβλίο-ημερολόγιό του (σελίς 116), ο Υπαρχηγός της ομάδας των απαγωγέων Γουϊλιαμ Στάνλεϊ Μος, τον οποίο όπως ισχυρίζεται προξένησε ο ίδιος και αναφέρει επί λέξει : «Με το δεξί του χέρι ο οδηγός έκανε να πιάσει το όπλο του, οπότε τον χτύπησα στο κεφάλι με το κλόμπ μου. Έπεσε μπροστά και ο Γιώργος(Τυράκης), που είχε έρθει πίσω μου, τον έβγαλε από το αυτοκίνητο και τον άφησε στον δρόμο» και συνεχίζει : «Από την άλλη μεριά ο Γιώργος(Τυράκης) και ο Αντώνης(Ζωϊδάκης) προσπαθούσαν να στήσουν τον οδηγό στα πόδια του, αλλά το κεφάλι του αιμορραγούσε και νομίζω ότι πρέπει να είχε λιποθυμήσει, γιατί κάθε φορά που τον σήκωναν σωριαζόταν ξανά στο έδαφος».
Σε αφήγησή του το μέλος της ομάδας των απαγωγέων Μανώλης Πατεράκης δικαιολογεί την θανάτωση του οδηγού διότι : «το τραύμα με το χτύπημα που του είχε προξενήσει ο Τυράκης ήταν πολύ σοβαρό και τον ενοχλούσε πάρα πολύ κατά το διάστημα της διαδρομής…… δεν προλάβανε να πιάσουν την ορεινή περιφέρεια, προτού νυχτώσει. …… και η σιγανή πορεία του οδηγού παρουσίαζε προβλήματα για την προσωπική ασφάλειά τους».
Είναι προφανές επομένως ότι, η θανάτωση του οδηγού έγινε εξ απολύτου ανάγκης, υπήρχε σοβαρός και δικαιολογημένος λόγος και πάντως σε χρόνο εμπόλεμης κατάστασης.
Σχετικό με την θανάτωση του οδηγού και το απόσπασμα από προσωπική αφήγηση για την Επιχείρηση Κράϊπε την οποία ο (Πάτρικ Λη Φέρμορ) Patrick Leigh Fermor έγραψε, κατά παράκληση του Αυτοκρατορικού Πολεμικού Μουσείου, το 1969 : «Ήταν μια μέρα συναντήσεων. Τα κιάλια μας εντόπισαν τρεις φιγούρες να έρχονται από τα ανατολικά : τους δύο Αντώνηδες (Ζωϊδάκη και Παπαλεωνίδα) και τον Γρηγόρη Καναράκη (Χναράκη), αλλά χωρίς τον οδηγό του αυτοκινήτου. Άρχισα να ανησυχώ. Όλοι μας δηλαδή η ανασυγκροτημένη ομάδα απαγωγής πήγαμε παράμερα, ανάμεσα στους ογκόλιθους, « Δεν γινόταν αλλιώς, κύριε Μιχάλη», μου εξήγησε ο Αντώνης Ζωϊδάκης, δίνοντάς μου ένα γερμανικό ατομικό βιβλιάριο και μερικές ξεθωριασμένες οικογενειακές φωτογραφίες. Ήταν πολύ αναστατωμένος. Τον Χάνς, τον οδηγό, τον είχαν αφήσει μισοαναίσθητο, τον φουκαρά. Μπορούσε να περπατήσει μόνο με την ταχύτητα χελώνας. Σχεδόν τον κουβάλησαν δια μέσου της πεδιάδας μέχρι τους ανατολικούς πρόποδες μετά το απόγευμα, ξεκίνησε το ανθρωποκυνηγητό : άνδρες του μηχανοκίνητου πεζικού είχαν κατέβει από τα οχήματά τους σε όλα τα χωριά γύρω από τις ανατολικές πλαγιές των βουνών και άρχιζαν να ανεβαίνουν τη λοφοπλαγιά σε ανοιχτό σχηματισμό. Αν άφηναν πίσω τους τον οδηγό και τον πρόφταιναν οι Γερμανοί, όλο το σχέδιο και το παραμύθι περί συμμετοχής μη ντόπιων θα ξεσκεπαζόταν, ολόκληρη η περιοχή θα ερημωνόταν από τις φλόγες και τις σφαγές, αν έμεναν μαζί του οι ίδιοι θα συλλαμβάνονταν …» Απέμενε μονάχα ένα πράγμα ο εχθρός βρισκόταν πολύ κοντά για να διακινδυνεύσουν τον κρότο ενός όπλου. Ο Αντώνης έγειρε επίμονα μπροστά, έβαλε το ένα χέρι στη φιλντισένια λαβή του κρητικού του μαχαιριού με το ασημένιο θηκάρι και με το πλάϊ του άλλου χεριού, έκανε μία σφοδρή κοψιά στο αέρα. « Τον εξαφνιάσαμε. Σε μια στιγμή». «Δεν κατάλαβε τίποτα» είπε ένας από τους άλλους. Υπήρχε μια βαθιά σχισμή πρόχειρη και πολλές πέτρες δεν θα τον έβρισκαν ποτέ. « Κρίμας. Φαινόταν καλός άνθρωπος κι ας ήταν Γερμανός»…»
Μετά την εκτέλεση του σοφέρ οι απαγωγείς συνεχίσανε για τη Νίδα. Η πορεία συνεχίστηκε με ανάβαση στον Ψηλορείτη και κατάβαση στις δύσβατες κατωφέρειες της δυτικής πλευράς του Ψηλορείτη, για να φθάσουνε σε μια σπηλιά πάνω από τη Νίθαυρη στη «Βορεινή Τρύπα» κοντά στου «Καλλικά» και στη συνέχεια σε ρεματιές της Αγίας Παρασκευής και του Άϊ Γιάννη, με άκρα μυστικότητα. Στις 2 του Μάη τη νύχτα η ομάδα απαγωγής με τον Κράϊπε μετακινηθήκανε στον «Ασπαλαθόκαμπο», ανάμεσα Αποδούλου και Αγίας Παρασκευής, εκεί στη ρέχτρα του ρυακιού που έτρεχε ακόμη νερό, μέσα σε μια χώστρα με πυκνά άγρια κλαδιά, 500 μέτρα περίπου από την Αγία Παρασκευή. Το βράδυ της 3ης Μαϊου ο Ζωϊδάκης και ο Παττακός μετακινούνε την ομάδα και τον Κράϊπε σ’ ένα άλλο κρυψώνα στο χωριό του πρώτου Άγιος Ιωάννης. Στις 4 Μαΐου, βρισκόντουσαν στο χωριό Άϊ Γιάννης, σχετικά ασφαλείς. Εκεί περιμένανε νέα από τον Αντώνη Ζωϊδάκη, που είχε συνδεθεί με τον ασυρματιστή Αριστείδη Παραδεισανό για να τους μεταφέρει οδηγίες του Στρατηγείου του Καΐρου. Δυστυχώς ο ασύρματος χάλασε και ο Αριστείδης Παραδεισανός δεν κατάφερε να φθάσει στον εφεδρικό ασύρματο της «Φανερωμένης» στην πλαγιά του Κέντρους. Ο Αντώνης Ζωϊδάκης και Αριστείδης Παραδεισανός, με τη συνεργασία κατοίκων οργανώνουνε τον τρόπο τροφοδοσίας των ανταρτών και των πεινασμένων απαγωγέων, που κρύβονται σε μια ρεματιά του Άϊ Γιάννη. Στις δύσκολες αυτές στιγμές η Ειρήνη Ζωϊδάκη, αδελφή του Αντώνη Ζωϊδάκη, η Μαρία Φωτάκη και Αναστασία Μπριλλάκη αδελφές του Αριστείδη Παραδεισανού συνέδραμαν με κίνδυνο της ζωής τους στην φροντίδα των απαγωγέων και άλλων πατριωτών αγωνιστών. Έτσι, οι απαγωγείς με το Στρατηγό Κράϊπε, με ιδιαίτερες προφυλάξεις ανιχνεύοντας και βοηθούμενοι από κατοίκους των χωριών της Αμπαδιάς Νίθαυρη – Αποδούλου – Αγ. Παρασκευή και Άϊ Γιάννη, σε κρυψώνες της Αγ. Παρασκευής και του Άϊ Γιάννη καταφέρανε να συνεχίσουνε την πορεία τους και αφού περάσανε από την Καμάρα και το Μετόχι του Μανουρά, συνεχίσανε στις πλαγιές του Κέντρους που δεν υπήρχανε Γερμανοί. Η διαδρομή που ακολουθήσανε οι απαγωγείς υπό την πίεση των Γερμανών, ήταν Ανώγεια – Ψηλορείτης – Κουρούτες – Νίθαυρη – Αγ. Παρασκευή – Άϊ Γιάννης – Γερακάρι – Πατσό – Φωτεινού – Βιλανδρέδο – Ροδάκινο, όπου στις 14/5/1944 αναχωρήσανε για το Κάιρο, από την παραλία Περιστερέ.
Ιδιαίτερα σημαντικές και πλέον αξιόπιστες πρέπει να θεωρούνται οι πληροφορίες που καταγράφονται στο Βιβλίο – Ημερολόγιο του Γουϊλιαμ Στάνλεϊ Μος (Μπίλι) 1921-1965, Άγγλου Λοχαγού, Υπαρχηγού της ομάδας των απαγωγέων, με τίτλο : «Κακό φεγγαραντάμωμα», του οποίου απαγορεύτηκε κατ’ αρχήν η έκδοση το έτος 1945 από το Υπουργείο Πολέμου της Αγγλίας, εκδόθηκε όμως κανονικά το έτος 1950 και επανεκδόθηκε μεταφρασμένο στα Ελληνικά το Φεβρουάριο του 2016 από την κόρη του Γκαμπριέλα, αποσπάσματα των οποίων αξίζει να επισημάνομε :
Α) Στον πρόλογό της η Γκαμπριέλα Στάνλεϊ στις σελίδες 12-15 αναφέρει τα εξής : «Στην Κρήτη κυκλοφορεί το αστείο ότι από τους 600.000 κατοίκους οι 599.999 ισχυρίζονται ότι συμμετείχαν (εννοείται στην απαγωγή Κράϊπε). Ο Πάντι (Λη Φέρμορ) δεν καταφέρνει να μετριάσει το αίσθημα ευφορίας που προκαλεί αυτή η ιστορία. Η διαχρονική γοητεία της οφείλεται σε έναν εκπληκτικό συνδυασμό θάρρους και αποκοτιάς και στο γεγονός ότι στόχος της επιχείρησης-κάτι ίσως μοναδικό-δεν ήταν κανενός είδους καταστροφή, αλλά απλούστατα, με τη συνεργασία τεράστιου μέρους του αδάμαστου τοπικού πληθυσμού, να τη φέρουν στους τρομερούς Γερμανούς κλέβοντας τον στρατηγό τους. Σύμφωνα με τα λόγια του Μ.Ρ.Ντ.Φουτ, μελετητή της βρετανικής στρατιωτικής ιστορίας, μια ανατριχίλα ανησυχίας πρέπει να διαπέρασε την Ανώτατη Γερμανική Διοίκηση. Ήταν υπέροχη ιδέα. Υπήρχε όμως μια πολύ σοβαρή πλευρά σε όλη αυτή την ιστορία, τα αντίποινα των ναζί προς τον πληθυσμό της Κρήτης το καλοκαίρι του 1944, τέσσερις μήνες περίπου μετά την απαγωγή. Ο στρατηγός Μιούλερ, «ο σφαγέας της Κρήτης», εκτελέστηκε στην Αθήνα το 1947 γι αυτά και για άλλα εγκλήματα πολέμου. Υπάρχουν άλλοι, του Πάντι (Λη Φέρμορ) συμπεριλαμβανομένου (παρόλο που σε όλη του τη ζωή βασανιζόταν από αμφιβολίες), που επιμένουν ότι τα αντίποινα δεν συνδέονταν με την απαγωγή και αναζητούν την αιτία σε άλλους λόγους : κυρίως στην επικείμενη κατάρρευση των ναζί και κατ’ επέκταση τη στρατηγική ανάγκη του Μιούλερ να αποκλείσει την πιθανότητα επιθέσεων στα στρατεύματά του που θα υποχωρούσαν. Το πέτυχε αυτό τσακίζοντας όλα τα κέντρα αντίστασης στο νησί με την «τακτική της καμένης γης» και με αυτόν τον τρόπο οι απλοί γερμανοί στρατιώτες γίνονταν συμμέτοχοι σε εγκλήματα πολέμου, πράγμα που έκανε αδύνατο γι αυτούς να παραδοθούν ή να λιποτακτήσουν. ….. Επιπλέον υπάρχει η άποψη ότι επιστρέφοντας, με διάθεση εκδίκησης, ο Μιούλερ αντέστρεψε απολύτως την επιεική στάση που είχαν κρατήσει ως τότε οι Γερμανοί σε σχέση με την αναίμακτη απαγωγή του Κράϊπε. Και υπάρχουν κι εκείνοι-οι περισσότεροι ίσως, ειδικά στην Κρήτη-που κρατούν στάση φιλοσοφική, στωϊκή και δηλώνουν ότι στο κάτω κάτω γινόταν πόλεμος. Ναι, η απαγωγή ήταν ένας παράγοντας, ένας από τους πολλούς πίσω από τα αντίποινα, που είχαν αποτελέσει αδυσώπητο χαρακτηριστικό της κατοχής από την αρχή της.»
Β) Στις σελίδες 102-103 αναφέρεται η ένταξη στην ομάδα και ο θάνατος του Αντώνη Ζωϊδάκη ως εξής : «Η τύχη μας βοήθησε να συμπληρώσουμε ένα από τα κενά, μια που μάθαμε από το Μίκη (Ακουμιανάκης) ότι ένας έμπειρος μαχητής της αντίστασης έμενε στο σπίτι κάποιου φίλου εκεί κοντά. Ο Πάντι (Λη Φέρμορ) έστειλε αμέσως έναν αγγελιοφόρο με μια επιστολή, λέγοντάς του ότι χρειαζόμασταν τη βοήθειά του και ζητώντας του να έρθει να μας βρει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Μερικές ώρες αργότερα έφτασε ο ίδιος ο άντρας με μεγάλο ενθουσιασμό και ενοχλημένος στη σκέψη ότι παραλίγο να μείνει εκτός του πανηγυριού. Λέγεται Αντώνης Ζωϊδάκης, είναι χωροφύλακας από το χωριό Άϊ Γιάννης στο Αμάρι. Έχει έξυπνα, διαπεραστικά μάτια, έναν αέρα σοβαρότητας και επαγγελματισμού και είναι, μου λένε, πολύ γενναίος άνθρωπος. Σε αντίθεση με πολλούς κρητικούς, που μιλούνε χωρίς να λένε τίποτα, ο Αντώνης πολύ σπάνια λέει κάτι που δεν είναι απολύτως εύστοχο. Αυτό το τελευταίο τον ανεβάζει αφάνταστα στην εκτίμησή μου. Μερικούς μήνες μετά τη συνάντηση αυτή ο Αντώνης σκοτώθηκε. Περνούσε από τα περίχωρα ενός χωριού μαζί με έναν βρετανό αξιωματικό και δύο άλλους κρητικούς, όλοι τους με πολιτικά ρούχα, μια που ήταν μέρα μεσημέρι και συνάντησαν δύο Γερμανούς που μάζευαν σταφύλια σε έναν αμπελώνα. Πέρασαν και χαιρέτησαν και χωρίς να υποψιάζονται τίποτα οι Γερμανοί ανταπέδωσαν το χαιρετισμό. Καθώς πέρασε ο Αντώνης όμως, οι Γερμανοί πρέπει να παρατήρησαν το όπλο, που φαινόταν κάτω από το σακάκι του, γιατί μόλις τους προσπέρασαν τον πυροβόλησαν στην πλάτη. Έπεσε στο έδαφος, αλλά κατάφερε και πάλι να τραβήξει το όπλο του και να πυροβολήσει, σκοτώνοντας έναν από τους Γερμανούς. Ο άλλος, ωστόσο, έριξε με το οπλοπολυβόλο του και τίναξε το μισό πρόσωπο του Αντώνη στον αέρα. Πέθανε ακαριαία. Ο Άγγλος με τους δύο κρητικούς συντρόφους του επιτέθηκαν εκείνη τη στιγμή στον επιζώντα Γερμανό και τον τραυμάτισαν θανάσιμα. Ελάχιστη παρηγοριά προσφέρει η σκέψη του αριθμού των εχθρών που είχε σκοτώσει ο Αντώνης πριν από την τελική συμπλοκή, αν και ο θάνατός του ήταν η κατάληξη μια ιστορίας που είχε κοστίσει πολύ ακριβά στους εισβολείς. Και ίσως, μια που είχε και ο ίδιος σκοτώσει τόσο συχνά, αυτός ο θάνατος να έφερε χαρά στην κρητική καρδιά του. Είχε περάσει τη ζωή του μέσα στη βία και βίαια την τελείωσε.»
Γ) Στις σελίδες 152-171 αναφέρεται το δρομολόγιο – πέρασμα των απαγωγέων από το Αμάρι ως εξής :
«1 Μαϊου. Χθες το βράδυ ξεκινήσαμε(εννοείται από τη σπηλιά της «Βορεινής Τρύπας») … Δεν είχαμε άλλη επιλογή απ’ το να βρούμε καταφύγιο σε ένα καλυμμένο χαντάκι(προσδιορίζεται στη θέση Ασπαλαθόκαμπος Αγίας Παρασκευής) … Στις δέκα το πρωϊ έφτασε ο Αντώνης(Ζωϊδάκης), που έδειξε μεγάλη έκπληξη βλέποντάς μας. … Σήμερα δεν λάβαμε μηνύματα από κανέναν, κι έτσι το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να περιμένουμε. Μακάρι να βρίσκαμε μια καλύτερη κρυψώνα. Αυτό το χαντάκι είναι μια κόλαση. Το μόνο καλό νέο που μάθαμε είναι ότι το χωριό του Αντώνη είναι εδώ κοντά και απόψε σκοπεύει να πάει στο σπίτι του και να μας φέρει φαγητό.»
«2 Μαϊου. Ακόμη στο ίδιο χαντάκι(εννοείται του Ασπαλαθόκαμπου), ακόμη χωρίς μηνύματα. Έβρεχε όλη νύχτα και όλο σχεδόν το πρωϊ. Τα πάντα, των σελίδων αυτού του ημερολογίου συμπεριλαμβανομένων, είναι μούσκεμα και το ηθικό μας έχει πέσει πολύ χαμηλά. Ευτυχώς τουλάχιστον που ο Αντώνης(Ζωϊδάκης) κατάφερε να οργανώσει το θέμα του φαγητού, έτσι που πριν από την αυγή και μετά το σούρουπο διάφορα μέλη της οικογένειάς του μας φέρνουν καλάθια με κρέας, αυγά, τυρί και ψωμί. Μάθαμε το μεσημέρι από τον Αντώνη ότι το Ράδιο Κάϊρο μετέδωσε την είδηση της απαγωγής στις 31 Απριλίου και την 1η Μαϊου, αλλά ο εκφωνητής είπε ότι «ο Κράϊπε μεταφέρεται εκτός νησιού».
«3 Μαϊου. Χθες το βράδυ(2 Μαϊου) μετακινηθήκαμε σε καινούριο κρυψώνα-σε μια λόχμη με βάτα και δενδρύλλια-που δεν απέχει πολύ από το χαντάκι(προσδιορίζεται στην περιοχή του Άϊ Γιάννη), αλλά είναι πολύ πιο ευχάριστο μέρος. Βρίσκεται στην ανατολική πλαγιά και κοντά στην κορυφή ενός λοφίσκου και χάρη στην απότομη κλίση το έδαφος εδώ είναι πιο στεγνό. …… Όλη μέρα περιμέναμε μάταια για μήνυμα. …. Ο Πάντι(Λη Φέρμορ) θα πάει τώρα για να βρει ο ίδιος άλλον ασύρματο και θα παραμείνει όπου βρει προκειμένου να βρίσκεται σε άμεση επικοινωνία με το αρχηγείο. …. Πρότεινε να φύγει μόλις πέσει το σκοτάδι απόψε και να φτάσει αύριο. Θα πάρει μαζί του τον Γιώργο(Τυράκη), ενώ η υπόλοιπη ομάδα θα μείνει σε μένα. … Έχει αρχίσει να σκοτεινιάζει τώρα και διακρίνω τον Αντώνη(Ζωϊδάκη) να έρχεται προς το μέρος μας, ανεβαίνοντας στην πλαγιά με ένα καλάθι στον ώμο. Σε λίγο θα φάμε και μετά ο Πάντι και ο Γιώργος θα ξεκινήσουν για την πορεία τους.»
«4 Μαϊου. 2 μ.μ … δεν πρόλαβε να φύγει ο Πάντι και τα μηνύματα άρχισαν να φτάνουν απ’ όλες τις κατευθύνσεις. … Το μόνο πράγμα που μπορούμε να κάνουμε είναι να εγκαταλείψουμε αυτή την κρυψώνα απόψε(του Άϊ Γιάννη) και να ξεκινήσουμε την πορεία μας προς τα δυτικά. … Άν όλα πάνε καλά, θα πρέπει να φύγουμε από εδώ μόλις νυχτώσει απόψε.»
«5 Μαϊου. Ακριβώς πριν το σούρουπο χθες το βράδυ(4 Μαϊου) έφτασε ο Αντώνης με τα νέα ότι ο δρόμος μας προς τα δυτικά είχε αποκλειστεί από τους Γερμανούς …. τον έστειλα πίσω ξανά αμέσως, για να προσπαθήσει να ανακαλύψει τις προθέσεις του εχθρού και να βρει κάποιο ορεινό μονοπάτι που θα μπορούσε να μας οδηγήσει εκτός του Γερμανικού κλοιού. … Αλλά πρέπει απαραιτήτως να φύγουμε απόψε … 6 μ.μ Μόλις έφτασε ο Αντώνης. Λέει πως μια μεγάλη Γερμανική δύναμη συγκεντρώνεται κοντά μας και αρχίζει να σχηματίζει κλοιό. Ταυτόχρονα ανακάλυψε ένα ορεινό μονοπάτι που ελπίζει να μας οδηγήσει πέρα από τον κλοιό. Άρα είναι μάλλον τώρα ή ποτέ και θα πρέπει να ξεκινήσουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε μόλις πέσει το σκοτάδι.»
«6 Μαϊου. Χθες το βράδυ όλα πήγαν καλά και φτάσαμε στον προορισμό μας-μια στάνη πάνω από το Γερακάρι-περίπου στις 4 το πρωϊ. Προς μεγάλη μας ανακούφιση, δεν υπήρξε κανένα δυσάρεστο επεισόδιο στη διάρκεια της πορείας …. Ο δρόμος μας περνούσε μέσα από ένα χωριουδάκι. …. Αλλά καθώς πλησιάζαμε την άκρη του χωριού είδαμε ένα φως να τρεμοπαίζει στα παράθυρα του τελευταίου σπιτιού του δρόμου. Πρέπει να πω ότι ήταν μάλλον καλύβι παρά σπίτι, ενώ ο δρόμος στον οποίο περπατούσαμε δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένας λιθόστρωτος κατσικόδρομος που τον διέσχιζε ξανά και ξανά ένα ορμητικό ρυάκι, έτσι που κάθε λίγα βήματα βρισκόμασταν χωμένοι ως τον αστράγαλο στο νερό(προσδιορίζεται το χωριό Σμιλές). … Η πορεία ήταν μακρά, αλλά δεν είχε απότομες ανηφόρες και το περπάτημα ήταν σχετικά εύκολο. …. Κρυβόμαστε τώρα σε μια παλιά στάνη που βρίσκεται περίπου μια ώρα ψηλότερα από το Γερακάρι.»
Όπως σαφώς προκύπτει από το παραπάνω βιβλίο-ημερολόγιο του Μος, δεν ονοματίζονται χωριά του Κέντρους και πέρασμα των απαγωγέων του Κράϊπε από αυτά. Περιγράφεται μόνο κάποιο χωριουδάκι (όπως προαναφέρθηκε το χωριό Σμιλές) και στη συνέχεια άφιξη στο χωριό Γερακάρι και μάλιστα «μια ώρα ψηλότερα». Με δεδομένο δε ότι, όλη η διαδρομή από Άϊ Γιάννη μέχρι, μια ώρα ψηλότερα από Γερακάρι, έγινε μέσα σε μια νύχτα σημαίνει ότι, οι απαγωγείς περάσανε μάλλον χαμηλότερα από τα χωριά του Κέντρους και πάντως όχι μέσα από αυτά.
Σε αντίποινα αυτής της απαγωγής, επικράτησε σχεδόν αμέσως και για πολλά χρόνια η άποψη ότι, εξαιτίας της καταστραφήκανε ολοκληρωτικά από τους Γερμανούς, τα 8 χωριά του Κέντρους, με 164 ανθρώπινα θύματα. Αυτή η άποψη κυκλοφορούσε σχεδόν αποκλειστικά, σε όλα τα καταστραμμένα χωριά και γενικότερα στα Αμαριώτικα χωριά. Κατά μια άλλη άποψη, το γεγονός της καταστροφής των χωριών του Κέντρους, δεν σχετίζεται με την απαγωγή του Κράϊπε, αλλά κυρίως στη δυναμική αντίσταση των Αμαριωτών κατά των καταχτητών, στην τροφοδοσία των ανταρτών και στην άρνηση παροχής βοήθειας στο στρατό κατοχής, αλλά και για να καμφθεί το ηθικό των αντιστασιακών ομάδων, προκειμένου να γίνει ομαλά και χωρίς απώλειες, η επικείμενη αποχώρηση των Γερμανικών στρατευμάτων από την Κρήτη. Δεν γίνανε πιστευτοί από όλους ότι, τα αντίποινα γίνανε εξ αιτίας της διέλευσης του Κράϊπε από τα Αμαριώτικα χωριά, αλλά γίνανε για να μην ενοχληθεί, από το αντάρτικο των χωριών, η σύμπτυξή τους προς τα Χανιά, την οποία κρατούσανε μυστική. Την άποψη αυτή ενισχύει και το γεγονός ότι, δεν καταστραφήκανε τα χωριά Νίθαυρη – Αγία Παρασκευή – Άγιος Ιωάννης, χωριό του Ζωϊδαντώνη, από τα οποία πέρασε ο απαχθείς Γερμανός Στρατηγός καθώς και ο Φουρφουράς χωριό του Τυρογιώργη, Πατσός, Φωτεινού, Βιλανδρέδο, Ροδάκινο. Αντίθετα την ίδια μέρα καταστράφηκε η Κρύα Βρύση, που δεν είχε καμιά συμμετοχή στην απαγωγή Κράϊπε, ήτανε όμως χώρος δράσης γενναίων παλικαριών και αντιστασιακών ομάδων. Προσωπικά θεωρώ ιδιαίτερα τιμητικό, να αποδίδεται η καταστροφή των Αμαριώτικων χωριών στην γενναιότητα και αντιστασιακή δράση των κατοίκων, παρά στην απαγωγή του Κράϊπε. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η απαγωγή δικαίως έχει καταγραφεί ως μια από τις πλέον τολμηρές επιχειρήσεις του αντιστασιακού αγώνα κατά των Γερμανών. Για το λόγο αυτό πιστεύω ότι πρέπει να γίνεται κάθε φορά ειδική αναφορά, στους 11 Κρήτες πρωταγωνιστές και όπως έχω προτείνει και στο παρελθόν, να αποδοθεί κάποτε ξεχωριστή τιμή στον καθένα, τουλάχιστον από τη γενέτειρά τους. Είναι βέβαια γνωστό ότι, στην διαδρομή και φυγάδευση του Κράϊπε βοηθήσανε, με κάθε τρόπο και μέσο, άλλοι περισσότερο κι άλλοι λιγότερο, πάρα πολλοί Κρήτες, οι οποίοι είναι δύσκολο να αναφερθούνε.
Με αφορμή αυτό το ιστορικό γεγονός ο αείμνηστος πνευματικός, στοχαστής και δάσκαλος Μανούσος Μπικάκης, από τη Νίθαυρη Αμαρίου, εμπνεύστηκε και έγραψε το παρακάτω τραγούδι – ρίμα. Είναι μια ιστορική ρίμα, η οποία αναφέρεται στη θρυλική απαγωγή του Γερμανού Στρατηγού Φον Κράϊπε και στο πέρασμά του από τη Νίθαυρη. Την τραγουδούσανε σε μια ιδιαίτερη μελωδία, κυρίως γυναίκες του χωριού, σε κοινωνικές εκδηλώσεις, η οποία σύντομα μαθεύτηκε και σε κοντινά χωριά της Αμπαδιάς. Οι αναφερόμενοι στον 5ο και 6ο στίχο του τραγουδιού ήτανε Αμαριώτες και συγκεκριμένα : ο Αντώνιος Ζωϊδάκης (Ζωϊδαντώνης) από τον Άγιο Ιωάννη Αμαρίου και ο Γεώργιος Τυράκης (Τυρογιώργης) από τον Φουρφουρά Αμαρίου :
«Στσ’ εικοσιέξε (26) τ’ Απριλιού μια δροσερή βραδούλα,
τον Κράϊπε εκλέψανε σαν νά ’τανε νυφούλα.
Μέσα στ’ αμάξι του ’τανε μ’ ένα του ιπποκόμο,
Άγγλοι κι αντάρτες τον βουτούν στων Αρχανώ(ν) το δρόμο.
Ο ένας είν’ ο Φιλεντέμ με τον Ζωϊδαντώνη
κι ο Τυρογιώργης πήδησε κοντά τους και σιμώνει.
Κι ένα αμάξι έρχεται κι αμέσως ξεσβουριάρουν,
τα ταχυβόλα πρότειναν πάνω τους να μοντάρουν.
Γερμανικά φωνιάζανε τ’ αμάξι σταματάνε
και μ’ ένα δυό πηδήματα τον Κράϊπε αρπάνε.
Τον Κράϊπε φιμώσανε και το σοφέρ χτυπούνε,
μέσα στ’ αμάξι μπαίνουνε και Άγγλοι τ’ οδηγούνε.
Ολοταχώς σαν αστραπή και σαν πουλιά πετούνε,
μέσα ’πό το Ηράκλειο οι ήρωες περνούνε.
Σκοποί και τα περίπολα στέκουν και χαιρετούνε,
οι Άγγλοι μέσα απ’ την καρδιά χαίρουνται και γελούνε.
Φτάνοντας στο Γενί Καβέ στα όρη ανεβαίνουν
και στα λημέρια ανταρτών εκεί τους επηγαίνουν.
Πετρακογιώργης ’ποδοχή διατάζει να του κάνουν,
αντάρτες όλοι ολοταχώς τα δυνατά τους βάνουν.
Ο Κράϊπερ εθαύμασε την τόση πειθαρχία, οι αντάρτες των εδήλωσε έχουν μεγάλη αξία.
Απόκειδά εφύγανε πήγαν σ’ ένα μιτάτο
τση Νίθαυρης, στο Καλικά, εις την Κορφή από κάτω.
Πάλι ο Καρουζόκωστας καλά τα καταφέρνει, φλουμάρια και γαλακτερά πολλά τωνε προσφέρνει. Ετρώγανε και πίνανε και γάλα και μυζήθρα και ό,τι άλλο η όρεξη των ανταρτών εζήτα».
Ένα άλλο ποίημα του Μανόλη Μαρκάκη, με ημερομηνία 25 Μαρτίου 1983 αναφέρεται στους απαγωγείς του Κράϊπε :
Αν θέλετε ονόματα τα γράφω ένα ένα
κι οι δεκατρείς ’ταν ήρωες σαν του Εικοσιένα.
Ήταν Λη Φέρμορ, Στάνλεϋ Μος, Τυράκης, Πατεράκης,
ο Καπετάν Ζωγραφιστός και ο Αθανασάκης.
Ακόμα είν’ Ακουμιανός, Κόμης,, Τζατζάς, Χναράκης,,
Παπαλεωνίδας, Σαβιολής κι Αντώνης Ζωιδάκης.
Και άλλο ένα ποίημα, αγνώστου στιχουργού, αναφέρεται στους 13 συνολικά απαγωγείς του Κράϊπε με τίτλο : «Κείνοι που πρωτοστάτησαν»
«-Κείνοι που πρωτοστάτησαν ήτανε θαρραλέοι,
κι απού τση Κρήτης τσι βλαστούς οι πιο σεμνοί κι ωραίοι.
Κι αν θέτε και ονόματα ευθύς να σας τα πούμε,
όλοι να τους γνωρίζουμε κι όλοι να τους τιμούμε.
Δύο Άγγλοι επικεφαλής: Λη Φέρμορ Ταγματάρχης,
κι ο λοχαγός Στάνλεϋ Μος, άξιος πολεμάρχης,
Κι απ’ τους γενναίους Κρητικούς, απ’ την περιοχή μας,
είν’ ο Παυλής Ζωγραφιστός κι η δράση του τιμή μας.
Ηρωϊκά αγωνίστηκε, τ’ αδέρφια του ομάδι
της Κρήτης ήταν καύχημα και του χωριού καμάρι.
Είν’ ο Στρατής ο Σαβιολής από τσι Πάνω Αρχάνες,
που δε λογάριασε ποτέ των τουφεκιώ τσι κάνες.
Ειν’ ο Δημήτρης ο Τζατζάς τση Πισκοπής βλαστάρι,
κι Ακουμιανάκης Μιχαήλ, μεγάλο παλικάρι.
Είναι από τσι Ποταμιές ο Νικολής ο Κόμης,
κι απού το Θραψανό βαστά, Χναράκης ο Γρηγόρης.
Ηλίας ο άλλος λέγεται, και το επώνυμό του,
Αθανασάκης ήρωας στον τόπο το δικό του.
Παπαλεωνίδας Αντώνιος, άλλος πολύ γενναίος,
κι ο Πατεράκης Εμμανουήλ περίσσια θαρραλέος.
Άλλος τσ’ ομάδας άξιος Αντώνης Ζωϊδάκης,
κι ατρόμητος και ξακουστός ο Γιώργης ο Τυράκης.
Όλοι ετούτοι κόπιασαν η απαγωγή να γίνει,
και μπήκαν μ’ αυταπάρνηση στ’ αγώνα το καμίνι.
Αγάπησαν την Κρήτη μας, μα και τη Λευτεριά της,
για κείνη αγωνίστηκαν τα άξια παιδιά της.
Για όλους της Αντίστασης χρωστούμε ευγνωμοσύνη
που πάλαιψαν και φέρανε Ελευθερία και Ειρήνη!…»
Η συμβολή του Αντώνη Ζωϊδάκη σ’ αυτό το θαρραλέο εγχείρημα της απαγωγής του Γερμανού Στρατηγού Κράϊπε, ήτανε σημαντική, η οποία όμως έμελλε να έχει άδοξο τέλος. Στις 7 Αυγούστου 1944, ο Αντώνης Ζωϊδάκης μαζί με άλλους δυο της υπηρεσίας πληροφοριών συνοδεύανε τον Αρχηγό της Συμμαχικής αποστολής Τομ Νταμπάμπιν από το χωριό Καρέ στο λημέρι του Κυβερνητικού Επιτρόπου Εμμανουήλ Κελαϊδή και του Αρχηγού της Ε.Ο.Ρ. που βρισκότανε 6-7 χιλιόμετρα Β.Δ. του χωριού Αρμένοι Ρεθύμνου. Βαδίζανε σε αραιό σχηματισμό δυτικά των Αρμένων με προσοχή εξαιτίας της Γερμανικής Μονάδας που έδρευε στο χωριό. Ο Αντώνης Ζωϊδάκης έπεσε αιφνιδιαστικά πάνω σε 3-4 Γερμανούς σε απόσταση επαφής. Πρόλαβε και σκότωσε έναν, αλλά οι υπόλοιποι τον έθεσαν εκτός μάχης.
Για το θανάσιμο τραυματισμό υπάρχουνε επίσης δυο εκδοχές. Η μία αναφέρει ότι, σε συμπλοκή στην περιοχή Αρμένων Ρεθύμνης φονεύεται ο αντάρτης Αντώνιος Ζωϊδάκης και τραυματίζεται ένας Γερμανός στρατιώτης. Η άλλη αναφέρει ότι, μια ομάδα πέντε ως έξι ανταρτών με οδηγό τον Αντώνη Ζωϊδάκη πηγαίνανε για τον Πρινέ Ρεθύμνης. Περνώντας έξω από τον καταυλισμό Γερμανών στους Αρμένους τρεις Γερμανοί ανοίξανε πυρ και τραυματίσανε τον Ζωϊδάκη στο μηρό. Η ομάδα ανταπέδωσε, σκότωσε ένα Γερμανό και τραυμάτισε τους άλλους δύο και στη συνέχεια εφύγανε πανικόβλητοι αφήνοντας τον τραυματία Ζωϊδάκη. Ενισχύσεις Γερμανών που εφθάσανε από τους Αρμένους παραλάβανε τους δικούς τους και τον Ζωϊδάκη εδέσανε με αλυσίδα από τα πόδια και στο πίσω μέρος ενός αυτοκινήτου και εφύγανε με ταχύτητα, τραβώντας τον χάμω μέχρι τους Αρμένους. Ό,τι απέμεινε από το σώμα του το αφήσανε δυο μέρες σε ένα δρόμο του χωριού και μετά ανοίξανε ένα λάκκο και τον σκεπάσανε.
Για τον Αντώνη Ζωϊδάκη ο εμπνευστής του σχεδίου της απαγωγής του Κράϊπε, Άγγλος Ταγματάρχης Λη Φέρμορ, είπε στην εκπομπή του Νίκο Μαστοράκη, το έτος 1972 : «Ο Αντώνης Ζωϊδάκης ήταν θαυμάσιος άνθρωπος, χωροφύλακας και αυτός, από το Αμάρι, έξυπνος άνθρωπος, έπαιξε μεγάλο ρόλο και σκοτώθηκε τρεις μήνες μετά δυστυχώς»
Διαβάζοντας τις σελίδες του βιβλίου-ημερολογίου του Γουίλιαμ Στάνλεϊ Μος (Μπίλι) θα διαπιστώσει ο αναγνώστης ότι, ο Αντώνης Ζωϊδάκης, πέραν της πρωταγωνιστικής του συμμετοχής στην απαγωγή, έπαιξε σημαντικό ρόλο σε όλη τη διαδρομή των απαγωγέων στην περιοχή Αμαρίου και συγκεκριμένα το ρόλο του προπομπού της πορείας, του οδηγού-ανιχνευτή, του αγγελιοφόρου, του πληροφοριοδότη και τροφοδότη τροφίμων των ανταρτών.
Σε άλλο σημείο της αφήγησής του, το μέλος της ομάδας των απαγωγέων Μανώλης Πατεράκης αναφέρει : «Σε τούτη την περιοχή και την περαιτέρω πορεία μας (εννοείται περιοχή Αμαρίου), θα είχαμε τον Ζωϊδάκη σαν οδηγό, που γνώριζε το κάθε μονοπάτι πάρα πολύ καλά και ήταν επίσης πάρα πολύ αγαπητός. Οι κρητικοί σε τούτα τα χωριά τον εκτιμούσαν πάρα πολύ».
Ο Αντώνης Ζωϊδάκης, ήτανε γεννημένος παλικάρι, με λιονταριού καρδιά και ατσαλένια νεύρα. Ήτανε ένας πραγματικά γενναίος άντρας και ανιδιοτελής πατριώτης. Υπήρξε μια ζωντανή μορφή του αντιστασιακού αγώνα, ένα γνήσιο παλικάρι, που αγωνίστηκε και θυσιάστηκε για τα ιδανικά της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας. Ένα παλικάρι, που τίμησε τον Άϊ Γιάννη και που όλοι οι νεώτεροι πρέπει να νιώθουνε υπερήφανοι, για όσα έκανε. Η αυτοθυσία του τον τοποθέτησε, στο πάνθεον των Ηρώων της Εθνικής Αντιστάσεως Κρήτης. Για το λόγο αυτό μια προτομή του, μνήμης και τιμής, πρέπει να στηθεί στην πλατεία του χωριού, για να ενθυμούνται οι παλιότεροι και να παραδειγματίζονται οι νεότεροι.
Πηγές :
1.Γουίλιαμ Στανλεϊ Μος. Κακό φεγγαραντάμωμα, Κίνορντι Σκοτίας 1950 και Αθήνα 2016, σ. 12-
15, 102-103, 116, 152- 171.
2.Ασκληπιός Γ. Θεοδωράκης, Η Εθνική Αντίστασις Κρήτης, 1941-1945, σ. 65, 74, 111, 118.
3.Γιάννης Β. Κογχυλάκης, Η Εποποιϊα της Μάχης της Κρήτης και της Εθνικής Αντίστασης, Αθήνα
1993, σ. 172, 174, 176, 184, 192, 196.
4.Εμμ. Ματθ. Τσιριμονάκης, Η Εθνική Αντίσταση 1941-1944 στο Νομό Ρεθύμνης, σ. 278-279.
5.Νίκος Αλ. Κοκονάς, Βρετανοί κατάσκοποι στην Κρήτη 1941-1945, Αθήνα 1991,σ 222 .
6.Σπύρος Απ. Μαρνιέρος, Η Αντίσταση στο Αμάρι, Αθήνα 1984, σ. 79. .
7.Γεώργ. Ευθ. Χαροκόπος, Το Φρούριο Κρήτη, 1941-1944, σ. 263.
8.Γεώργ. Ευθ. Χαροκόπος, Η Απαγωγή του Στρατηγού Κράϊπε, Αθήνα 1975, σ. 134-135, 167-168,
173-174, 176, 179.
9.Γεώργ. Κάββος, Γερμανοιταλική κατοχή και Αντίσταση Κρήτης, 1941-1945, Ηράκλειο 1991, σ.
384, 407.
10.Μάρκος Γ. Πολιουδάκης, Η Εθνική Αντίσταση κατά τη Γερμανοϊταλική κατοχή στην Κρήτη, 1η
Ιουνίου 1941 έως 30 Ιουνίου 1945, Ρέθυμνο 2002, σ. 233, 288- 289.
11.Ηρώον Πεσόντων Σκλαβωμένης Ελλάδος 1940-1945, σ. 123.
12.Κριτόλαος Σ. Ψαρουδάκης, Αγωνίες και αγώνες μιας εποχής, Ηράκλειο 1991, σ. 125-130.
13.Βαρδής Τσιράκης (Τσιροβαρδής), Η Φωνή των Μελαμπιανών, αρ φύλλου 123, Ιούλιος-
Αύγουστος 1999.
14.Σταύρος Φωτάκης, Το χωριό μου Άγιος Ιωάννης Χλιαρός Αμαρίου, Ρέθυμνο 2006, σ. 90-93.
15.Σταύρος Φωτάκης, Στη βορεινάδα μιας κορφής, γράφω, τα που θυμούμαι, Ρέθυμνο 2015, σ.
138-142.
16.Φύλλο Μητρώου Ελληνικής Αστυνομίας, Αθήνα 3-6-2016.
17.Antony Beevor, ΚΡΗΤΗ Η ΜΑΧΗ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 2004.
18.Ειρήνη Ταχατάκη, Στρατηγού Κράϊπε, Η θρυλική Απαγωγή, Ηράκλειο 2006.
ΥΓ) Οι φωτογραφίες της παρουσίασης προέρχονται από το προσωπικό μου Αρχείο και της εκδήλωσης από τον αγαπητό δάσκαλο Κωστή Παραδεισανό τον οποίο ευχαριστώ θερμά.