Ήμουν τσαγκάρης.
Σε ένα υπόγειο μαγαζί έφτιαχνα παπούτσια και τραγουδούσα.
Με βρήκε ο Μίκης Θεοδωράκης.
Μέσα σε μια βδομάδα, τραγούδησα στη Μόσχα στην αίθουσα Τσαικόφσκι,
τους ”Μοιραίους” του Κώστα Βάρναλη.
Ακολούθησαν 30 συναυλίες σε όλες τις πόλεις της Σοβιετικής Ένωσης.
Μετά άρχισαν οι συναυλίες σε πέντε ηπείρους.
Δεν πρόσβαλλα τα αυτιά των άλλων.
Δεν πρόδωσα κανέναν.
Δεν ζήτησα ποτέ από τον εκάστοτε συνθέτη της μόδας, υλικό ανάλογα με το πνεύμα της εποχής.
Ποτέ δεν είπα:
”sos παιδιά, θα τραγουδήσω στα μεγάλα μαγαζιά, γράψτε μου κάτι να έχει μεγάλη απόδοση.”
Πορεύτηκα στη νύχτα, τραγουδώντας Χριστοδούλου, Ελευθερίου, Σικελιανό.
Ο Δημήτρης Χριστοδούλου έφτιαξε τον χαρακτήρα μου.
Σε αυτόν οφείλω τη γνωριμία μου με την ποίηση, με τη λογοτεχνία.
Είμαι ευχαριστημένος που προσπάθησα να μη μείνω αδαής.
Άνοιξα κάποια βιβλία, γνώρισα ανθρώπους ξεχωριστούς.
Σαράντα χρόνια γεμάτα.
Η γενιά μου είχε διωγμούς, στερήσεις, οικογένειες σε εξορίες.
Αγωνία για την επιβίωση όχι για το επιπλέον.
Υπήρχε ένα κοινό όραμα.
Ύστερα μπήκαν και οι μεγάλοι σε αυτό.
Ποιητές και δημιουργοί.
Ήταν οι αιμοδότες.
Ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις.
Έτσι ακούσαμε Βάρναλη, Σεφέρη, Ρίτσο.
Ο λαός αγαπούσε εξίσου τη ”Συννεφιασμένη Κυριακή”, και το ”Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου”.
Φορούσα λευκά ρούχα.
Στο Μεσαίωνα το λευκό ήταν στοιχείο πένθους.
Είχα πολλά να πενθήσω.
Τη ζωή που φεύγει, αυτό που δεν πάει καλά, τους δικούς μου αγνοούμενους, τους άλλους στην εξορία.
Λίγες ήταν οι χαρές.
Γεννήθηκα στην Καισαριανή.
Εδώ που μένω.
Εδώ γονείς, εδώ παιδιά, εδώ έφυγαν όλοι οι αγαπημένοι, από εδώ θα είναι το τελευταίο ταξίδι.
Εδώ στην Καισαριανή, εξοικειωθήκαμε νωρίς με τον θάνατο.
Δεν τον προκαλώ, αλλά του λέω περήφανα:
”Δε σε φοβάμαι. Έλα να φύγουμε και θα τα πούμε στο δρόμο.”
Αντώνης Καλογιάννης
Σήμερα, έφυγε από τη ζωή.
……………………………………………
Πηγή: Kathimerini. gr
Απόσπασμα από συνέντευξη στη Γιώτα Συκκά.
Πηγή: Πρόσωπα