Γράφει ο Κώστας Γ. Τσικνάκης
Γιος των Κρητικών βουνών, δέχεται από τις Μαδάρες την θύελλα της Κρήτης ως θωπεία στο μέτωπό του, αλλά και στις μουσικές κλιμακώσεις του για να του εμπιστευθεί η ίδια την κρύφια συμβεβηκότητά της, το μυστικό και το μύχιο, το εσώτερο και το απροσπέλαστο ή την αμφιβολία της για την απόληξη του παγκόσμιου δράματος· η αμφιβολία αυτής της μορφής δεν είναι υποκειμενική και φανταστική, αλλά δονείται από την μέθη του χθόνιου και του γηγενούς ως παραδοχών του πεπερασμένου, αλλά και του υπερβατικού.
Στην μουσική του μάχεται να προσαρμόσει τον ρυθμό της ψυχής του σ’ εκείνο της υπέρβασης, για να θέσει την ιστορικότητά του ως αμιγές αίτημα της απολύτρωσης.
Ρομαντικός στην σύλληψή του και κλασικός στην μορφοδυναμική μουσική εκφορά της, θέτει το αίτημα της κάθαρσης ως λύση του παγκόσμιου δράματος και της τραγωδίας της ύπαρξης. Στην μουσική του, ο κόσμος φαίνεται να βυθίζεται ολόκληρος στην έκσταση της στιγμής της, ως ο κόσμος της οδύνης και του ανεξιλέωτου, ή του αδικαίωτου, που ωστόσο τελεί διαρκώς στην αναζήτηση ενός νοήματος ισχυρού, φωτεινού και ανένδοτου ως λυτρωτική έξοδο.
Πρόκειται για μια έκβαση και παρέμβαση του συμπαντικού στην αίσθηση και στην ενόραση, όχι στην λογική και στην γνώση· ωστόσο την εναγκαλίζεται και της προσδίδει μυστήριο, θέτοντας το βάθος της συνείδησης ως όρο μιαςς καθάρσεως αυτοτελούς και ως παραδοχή κρίσιμη της ιθαγένειας της ψυχής του.
Και όμως η κάθαρση δεν φαίνεται να έχει συντελεστεί στην λαϊκή μουσική του τέχνη, παρά μόνο στην συμφωνική του έκφραση, αλλά και σ’ αυτήν όχι δίχως αποκλίσεις. Η αίσθηση του ανεξιλέωτου βαραίνει δυσανάλογα στην ψυχή του, έστω κι αν είναι βέβαιος ότι ο βάρβαρος δεν θα είναι ο έσχατος νικητής.
Έχει άραγε όρια το ανεξιλέωτο; Ο ίδιος πιστεύει ότι δεν έχει. Ωστόσο η μουσική του φράση συνεγείρει τα τάγματα των αγγέλων, που θα αναγγείλουν την έφοδο στις εσχατιές των συνειδήσεων. Πρόκειται για μία έξαρση της ψυχής του και αυτό φαίνεται υποστασιακά ανεπίτευκτο, αλλά ωστόσο κρίσιμο και συγκλονιστικό, που κυριεύει και με ματώνει.
‒ Βυθίζομαι στον πιο συνταραχτικό κόσμο της ψυχής σου, όπως εκτείνεται για ν’ αγκαλιάσει το παν, με ένα δάκρυ καφτό στα βλέφαρά της για το νόημα του θανάτου, αλλά και της ίδιας της ζωής. Έχει άραγε η ζωή κάποιο νόημα, που σε σχέση μαζί σου η φαινομενικά αυθαίρετη διαδοχή των γεγονότων θα μπορούσε να διεκδικήσει την βεβαιότητα μιας απόληξης; Ο ίδιος πίστευες ότι έχει, χωρίς ωστόσο να εγκαταλείπεις την υποψία σου για μια ενοχή στο βάθος των συμπαντικών διαδικασιών ή στον μύθο τους, θέτοντας το αίτημα μιας θεοδικίας ως αμιγή προσωπική αξίωση. Στην συμφωνική σου, αντίθετα, θέτεις την ανάγκη της καθάρσεως του ιστορικού δράματος.
‒ Το επαναστατικό φρόνημα του μαρξισμού κι όχι στοιχεία από την κοσμοθεωρία του, συνόδευε την δόνηση της ψυχής σου, για την συγκρότηση ενός κόσμου. Όχι σαν ετούτο, ούτε συγγενικό με ετούτο· πίστευες αντίθετα σ’ ένα κόσμο που διαπνέεται από τον όρο της ελευθερίας κι όπου το αιώνιο είναι αυτό που επιβεβαιώνει στον χρόνο και στην φθορά, στα πλαίσια του αξιολογικού συστήματος των Ελλήνων όπως το διακόνησαν οι ημίθεοι των εθνών.
‒ Απόμερος διαφυλάσσεις το παλλάδιο της ψυχής σου, τόσο ως ατομικότητα όσο και ως πολιτική κοινωνία. Με την μουσική σου γίνεσαι παιδαγωγός του ατομικού, που θα εξαϋλωθεί στο φρόνημα μιας επανάστασης των ψυχών.
‒ Λαοί ολόκληροι ακολουθούν τους μουσικούς συνειρμούς σου, δονούμενοι από την ίδια φλόγα που σε έθρεψε και σε έκαιγε. Ως πολιτική κοινωνία, βιώνεις στο αίσθημα του λαού που κλήθηκες να διαπαιδαγωγήσεις, το αυθεντικό και το γηγενές, την υψηλή φυσική παιδεία του ως επίγονος του διθυραμβικού, και το νόημα του χθόνιου ως περίγραμμα αρετής σε ένα αυτοτελές αξιόλογο σύστημα.
‒ Στην πολιτική κοινωνία των ήχων και των ρυθμών, προσπαθείς να στερεώσεις την μορφή και ν’ αρπαχθείς από αυτήν για να σωθείς. Πρόκειται για μια εκπληκτική διαδοχή μορφών στις δυνατές κλιμακώσεις τους, ακόμη κι αν φαίνεται ως προβολή των ρυθμών και των συνηχήσεων.
‒ Στις εισαγωγές σου, η διάσταση από το πρότερο σημειώνεται έντονη, για ν’ αναγγείλει το «εξ αίφνης» ως παιδαγωγική πρόθεση. Μελοποίησες, με τον τρόπο αυτό, τον έρωτα σε μια φαντασμαγορική ποικιλία εκφράσεων. Έμπλεος συγκινησιακών μεταλλάξεων, βιώνεις τον έρωτα ως προπύλαια για την αθανασία, τόσο στο επίπεδο της ύπαρξης, όσο και σ’ εκείνο της πολιτικής κοινωνίας.
‒ Επιλεκτικός στις ποιητικές επιλογές σου, επιδιώκεις να αποκρυσταλλώσεις το θείο με την μνημειώδη φωνή της Μαρίας Φαραντούρη, ένα δώρημα καθαυτό της θεότητας, όπως η ίδια είναι, που ανάγεται στο φωνητικό ενδιάμεσο ως όρο της αυτοφανέρωσης και οικείωσης του Θεού στον κόσμο του πεπερασμένου.
‒ Οι αγέρες των Κρητικών βουνών σηκώνουν το φτερούγισμα της ψυχής σου. Πρόκειται για μια αέναη παλινδρόμηση σ’ αυτό που σε έθεσε και σε όρισε ως συνείδηση.
Από το βιβλίο: Μανώλης Μαρκάκης, «Της φωτιάς και της πέτρας» (Αθήνα 2001).
* Ο Κώστας Γ. Τσικνάκης είναι Φιλόλογος και Ιστορικός από το Πετροκεφάλι της Μεσαράς και εργάζεται στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ)