Κείμενο – φωτογραφίες: Γεώργιος Χουστουλάκης
Αναμνήσεις από παλιούς δασκάλους της Γαλιάς
Και στη Γαλιά όπως και σε άλλα χωριά ελάχιστα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο τη δεκαετία του ‘30, κι αυτό επειδή το κόστος της μάθησης ήταν ακριβό, και όλα τα σχολικά είδη βιβλία κλπ τα αγόραζαν οι γονείς. Μονάχα επί Γεωργίου Παπανδρέου που η παιδεία έγινε δωρεάν, άρχισαν πλέον στα σχολεία να στέλνουν οι γονείς τα παιδιά τους δημοτικό και γυμνάσιο. Ακόμα λιγότερες ήταν οι μαθήτριες, οι οποίες ελάχιστες φορούσαν ακόμα και τη μπλε ποδιά, αφού δεν ήταν υποχρεωτική. Απλά κάποιοι ευκατάστατοι γονείς για να μην λερώνουν τα κορίτσια τους τα καλά τους φουστάνια στα παιγνίδια με τα χώματα, τους είχαν ράψει από δυό αλλαξιές μπλε ποδιές και τις φόραγαν εναλλάξ άμα λερωνόταν.
Οι δύο πρώτες μαθήτριες της Γαλιά ήταν η Μαρία Μανασσάκη (Κάταινα), αδερφή του Παπαγιάννη και μάνα του ταγματάρχη Νικολούδη Εμμανουήλ, που σκοτώθηκε στον ανταρτοπόλεμο. Ήταν επίσης και η Φυλακτή Νικολούδη (Κανάκαινα). Τα αγόρια πήγαιναν σχολείο όσα τα έστελναν οι γονείς τους, και συνήθως ένα παιδί, το πρώτο αγόρι της οικογένειας το έστελναν και στο γυμνάσιο. Το γυμνάσιο το έβγαζαν στη Πόμπια, και όσοι ήθελαν να έχουν περισσότερες σπουδές έβγαζαν και δυό χρόνια το σχολαρχείο. Όσοι έβγαζαν το γυμνάσιο μπορούσαν να μπούν στο δημόσιο ή
Τα παιδιά αν δεν έπαιρναν τα γράμματα έμεναν συνεχώς στη ίδια τάξη, όμως δεν έλειπαν και τα αγόρια, που παίρνοντας το απολυτήριο δημοτικού πήγαιναν και κατ’ ευθείαν φαντάροι! Τα αγόρια και τότε φορούσαν κοντά παντελόνια φαρδιά με τiράντες. Κάθε παιδί είχε το πολύ δύο παντελόνια, που τα φορούσαν εναλλάξ, και φορούσαν κατά βάσει τα ρούχα των μεγαλυτέρων αδερφών. Πολλές φορές δε τα παντελόνια – αποφόρια των αδερφών ήταν τόσο μεγάλα που «σερνότανε μέχρι τ‘ ατζί» όπως λέγανε τότε! Πριν δε το ’30 τα παιδιά φορούσαν το λεγόμενο «ρασιδάκι» ακόμα και στο σχολείο, ένα ρούχο σα ράσο χειμώνα καλοκαίρι! Οι γονείς τα χρόνια εκείνα «έπιαναν δυό φορές το χρόνο λεφτά». Μία φορά με το λάδι που πουλάγανε και μια με το καρπό. Όλο τον άλλο χρόνο ζούσαν χωρίς λεφτά, και όλοι οι χωριανοί ήταν ίδιοι σε αυτό.
Και στη Γαλιά όπως και στα άλλα χωριά οι δάσκαλοι ήταν πολύ αυστηροί αλλά όχι κακοί, και πάντα όλοι ήθελαν το καλό του μαθητή. Οι δάσκαλοι τότε όλοι στην Ακαδημία έπρεπε να μάθουν και υποχρεωτικά ένα όργανο για την ώρα της ωδικής, για να διδάσκουν τα παιδιά. Κάπως έτσι ήταν και οι προ κατοχικοί δάσκαλοι που πέρασαν από τη Γαλιά.
Προ κατοχικοί δάσκαλοι ήταν ο Ριτσατάκης Ηλίας από τη Γρηγοριά, ο Κακέτσης Μανώλης από τοη Σητεία Λασιθίου, ο Μανώλης Καρόλλης από το Καμηλάρι , αλλά και ο Γαλιανός Νικολούδης Διονύσης μαζί με τη γυναίκα του Σοφία Νικολούδη επίσης δασκάλα. Όλοι οι δάσκαλοι της Μεσαράς πληρωνόταν από το Δημόσιο Ταμείο που στεγαζόταν στο ίδιο κτήριο με την Εφορία. Εκεί πήγαιναν και πληρωνόταν οι δάσκαλοι οι αγροφύλακες οι ιερείς όταν μπήκαν στο μισθολόγιο, αξιωματικοί και κάποιοι που παίρνανε σύνταξη λόγω ότι είχαν σκοτωμένο σε κάποιο πόλεμο, και η πολιτεία τους έδινε κάποιο χρηματικό ποσό για αποζημίωση.
Πότε τα Γαλιανάκια είδαν πρώτη φορά στυλό
Στο χωριό μας στη Γαλιά το 1963 έχει χτυπήσει η καμπάνα για να πάμε στο σχολείο.
Όπως πηγαίναμε σταμάτησαν κάτι αυτοκίνητα μπροστά μας! Κατέβηκε μια γυναίκα και μας μοίρασε στυλό που έγραφαν: «Σταυρό στο Κώστα Μαρή». Ο Μαρής ήταν τότε υποψήφιος βουλευτής Ηρακλείου. Όσες φορές πήγαινε στα περισσότερα χωριά της Μεσαράς, για τη προεκλογική του εκστρατεία. Πήγαιναν όμως και αντιπρόσωποί του στα διάφορα σχολεία της Μεσαράς, και συνήθως μοίραζαν δώρα στα παιδιά, όπως τετράδια μολύβια στυλό κλπ. Ήταν η μοναδική φορά που τα παιδιά του χωριού μας της δικιάς μας γενιάς, είδαμε όλα για πρώτη φορά στυλό!
Με δάσκαλο τον Μανόλη Καρόλλη
Όλοι ήταν αυστηροί δάσκαλοι, εκτός της Σοφίας Νικολούδη και το Μανώλη Καρόλλη, πού διαδέχτηκε τον Διονύση σαν πάθανε το ’33. Ο Καρόλλης ανάλαβε να συνεχίσει μαζί με τη Σοφία. Σαν δάσκαλος ήταν ήδη μεγάλος, πάνω από 65 χρόνων, αλλά πολύ καλός και ήσυχος άνθρωπος. Επί Καρόλλη στη κυριολεξία έκαναν ότι ήθελαν τα παιδιά! Εκείνος ποτέ δεν τα έδερνε, τα αγαπούσε όλα σαν παιδιά του και ας του είχαν πάρει εκείνα τον αέρα, και πέρναγε πάντα το δικό τους! Ερχόταν κάθε πρωί από του Καμηλάρι με το γαϊδουράκι του, όπου είχε κρεμασμένη τη δερμάτινη τσάντα του, παρόμοια με του ταχυδρόμου.
Το γαϊδουράκι του το έδενε πίσω από το σχολείο, κι αν δεν προλάβαινε μάλιστα να ταίσει στο σπίτι του, τότε έστελνε ένα παιδί μαθητή του να του βρει μια αγκαλιά χόρτα και του τα ρίξει εκεί που το είχε δεμένο.
Το μεσημέρι το σχολείο είχε μιάμιση ώρα διάλειμμα για να φάνε στο σπίτι τους τα παιδιά, και τότε και εκείνος άνοιγε τη τσάντα του που είχε κυρίως το φαγητό του και έτρωγε.
Το απόγευμα πάλι έκανε μάθημα και μετά το πέρας των μαθημάτων, πάλι έπαιρνε με το γαίδουράκι του το δρόμο της επιστροφής. Ο Καρόλλης διαδέχτηκε τον Διονύσης σαν πάθανε, με διευθύντρια του σχολείου πλέον τη Σοφία, σύζυγο όπως είπαμε του Διονύση Νικολούδη.
Με δάσκαλο το Ηλία Ριτσατάκη
Ο δάσκαλος αυτός που ήρθε από τη Γρηγοριά να διδάξει στη Γαλιά, ήταν πολύ δραστήριος, μπορεί να ήταν αυστηρός, αλλά έκανε ότι μπορούσε να μάθει περισσότερα στα παιδιά, ακόμα περισσότερα και από την διδακτέα ύλη! Δεν ήταν λίγες οι φορές που κράταγε τα παιδιά παραπάνω ώρα, για να τους μάθει ιστορία της Κρήτης όπως το Αρκάδι, τους καπετάνιους της Μεσαράς , τις επαναστάσεις της Κρήτης, και τα έλεγε με τέτοιο τρόπο που όλα τα παιδιά τον άκουγαν με ανοιχτό το στόμα! Δεν ήταν μονάχα αυτά, τους μάθαινε και ότι εκείνος γνώριζε από την δική του εμπειρία. Παράδειγμα, για να μάθουν τα παιδιά τι είναι ο γύψος, μια και δεν υπήρχε στα μαγαζιά του χωριού, πηγαίνανε με μια ομάδα στου Ρουφά, που είχε ειδικά πετρώματα, έβρισκαν στη περιοχή κάποιες ειδικές πέτρες, και τις έφερναν στο σχολείο. Στην αυλή του σχολείου έκαναν έπειτα ένα λάκκο, και έκαναν ένα μικρό καμίνι. Εκεί έκαιγαν με ξύλα τις πέτρες αυτές και τις μετέτρεπαν σε γύψο.
Στη συνέχεια τις κοπάνιζαν τις έκαναν σκόνη, και σε μια λεκάνη την σκόνη αυτή την ανακάτευαν με νερό. Στη συνέχεια την ζύμωναν καλά και έφτιαχνε κάποια πορτρέτα σαν αγαλματάκια, που σαν στέγνωναν έπαιρναν στερεή μορφή. Έτσι μάθαιναν στη πράξη όλα τα παιδιά ποιός είναι ο γύψος και τη χρησιμότητά του! Ο Ριτσατάκης επίσης ήξερε και έπαιζε πολύ καλή λύρα, και πολλές φορές μάζευε τα παιδιά και τους μάθαινε χορό και τραγούδι! Φυσικά όλα τα παιδιά τον ευγνωμονούσαν για όλα αυτά τα επιπλέον που τους μάθαινε, πέραν της σχολικής ύλης! Επί Ριτσατάκη το χωριό είχε πολλές δραστηριότητες, καθώς είχε παιχθεί και το πρώτο θεατρικό Έργο το «Αρκάδι» με σπουδαία ερμηνεία των νέων της εποχής όπως του παπά Γιώργη πριν γίνει παπάς, του Λευτέρη του Γαλιανού, του αδερφού του Γιώργη που σκοτώσανε στην Αθήνα αντίπαλοί ντου, της αδερφής τους Χαρίκλειας και αρκετοί άλλοι. Η θεατρική σκηνή είχε γίνει με φτωχικά σκηνικά μέσα, όπως πατανίες κουρελούδες κλπ που φέρνανε από το σπίτι.
Στο έργο αυτό δεν συμμετείχαν παιδιά του δημοτικού, καθ’ ότι ήταν όλοι μεγάλοι.
Από τότε πλέον καθιερώθηκε σαν έθιμο, και μια φορά το χρόνο οι νέοι σκαρώνανε και από ένα θεατρικό έργο.
Με δάσκαλο τον Διονύση Nικολούδη
Ο Διονύσης και αυτός ήταν πολύ αυστηρός, άμα καμιά φορά του έσπαγε η βέργα , κάποια στιγμή έλεγε στα παιδιά της τάξης του:
-Ποιό καλό κοπέλι θα μου φέρει αύριο δύο γερές βίτσες;
Βέβαια εν πρώτοις και επιπολαίως σκεπτόμενα κάποια παιδιά, για να κάνουν καλή εντύπωση στο δάσκαλο, σήκωναν πρόθυμα το χέρι τους!
-Εγώ θα πάω αύριο κύριε να σαν φέρω! Έλεγε κάποιος μαθητής.
Το παιδί έκοβε συνήθως βέργες από βλαστούς ελιάς που φύτρωναν από τη ρίζα, τα γνωστά «αγριγιάδια», τις λεγόμενες και «αγρουλιδόβεργες». «Το παιδί βέβαια για να τη κάνει όμορφη τη κάθε βέργα, στο σπίτι την έξυνε με το μαχαιράκι να φύγει η φλοίδα, και την άφηνε στο κατάλληλο μήκος , το σύνηθες ήταν 50 εκατοστά περίπου, και το πρωί παρέδιδε μία βέργα ψιλή και μία πιο χονδρή στο δάσκαλο.
Ο Διονύσης βέβαια η πρώτη του δουλειά για να το πειράξει τον μαθητή, και μόλις του έφερνε τις βέργες του έλεγε:
-Μπράβο παιδί μου που έφερες τσι βέργες! Είσαι καλό παιδί. Άνοιξε δα και το χέρι σου να τσι δοκιμάσουμε να δούμε και πόσο καλές είναι!
Άνοιγε το παιδί το χέρι του, κοιτώντας το δάσκαλο περίεργα, έτρωγε δυό τρείς ελαφριές ασφαλώς! Τότε ο δάσκαλος έλεγε πάλι αστειευόμενος στο μαθητή αυτόν, και στα πλαίσια να τον πειράξει:
-Πως σου φαίνονται οι βέργες σου καλές είναι? Ή να μου κόψεις άλλες?
Φυσικά το παιδί απαντούσε καταφατικά, και ο δάσκαλος τις ακουμπούσε πάνω στην έδρα. Πλέον όποιος μαθητής ας τολμούσε να φέρει αντίρρηση σε ότι λέει ο δάσκαλός του!
Και ο Διονύσης όπως και οι περισσότεροι δάσκαλοι ήταν αυστηρός, αλλά στη πραγματικότητα αγαπούσε πολύ τα παιδιά, και τους μετέδιδε καθημερινά κι αυτός τις δικές του γνώσεις και εμπειρίες πέραν της σχολικής ύλης. Εκτός από τα γράμματα, ήταν ίσως ο μοναδικός δάσκαλος στη Μεσαρά, που μάθαινε στους μαθητές του πώς να μπολιάζουν τα διάφορα άγρια δένδρα, και αυτά τους τα μάθαινε στις εκδρομές που πήγαιναν στην εξοχή. Όλη η γενιά εκείνη είχε μάθει από τον Διονύση τη τέχνη του μπολιάσματος κυρίως ελιάς , αχλαδιάς και μυγδαλιάς.
Χιλιάδες δένδρα εμβολιάστηκαν έκτοτε και έγιναν ήμερα, από τους μαθητές του, και από όσους απογόνους δίδαξαν στη συνέχεια και εκείνοι. Αυτό είχε σπουδαία επίπτωση μετέπειτα στην οικονομία του χωριού μας! Μάθαινε στα παιδιά πώς να φτιάχνουν διάφορα χρήσιμα πράγματα, όπως «γόμες» κόλες δηλαδή. Έτσι τους δίδαξε τη κόλα από αλεύρι και νερό. Κάνανε ένα χυλό, και με αυτό το μείγμα κολλούσαν τα χαρτικά τους, ή τα χαρτιά του αετού. Τους μάθαινε κι άλλες κόλες, όπως να βρίσκουν βολβούς από μανουσάκια, να τους χαράζουν στη μέση, και μετά να τους ξύνουν με το μαχαιράκι και με το κολλώδες αυτό υγρό κόλλαγαν τα χαρτιά. Τους μάθαινε επίσης να φτιάχνουν κόλλα και από τη κόλλα της μυγδαλιάς. Αφού βρίσκανε μερικές κόλλες μυγδαλιάς, τις βράζανε με νερό στο μπρίκι, και αφού κρύωνε την έβαζαν στο μπουκαλάκι, και έτσι είχαν μια πραγματικά πολύ γερή κόλλα για την εποχή, που θα τη ζήλευε και εκείνη του εμπορίου! Μπορεί να μάθαινε χίλια δυό πραχτικά πράγματα στα παιδιά, αλλά όμως σε όσα παιδιά ήταν αδιάφορα και δε διάβαζαν, δεν χάριζε κάστανα, ακόμα ούτε στα ανίψια του, αλλά δεν θα χάριζε ούτε καν αν είχε και δικά του παιδιά στην τάξη! Μια μέρα έδειρε ένα μαθητή γιατί δε διάβαζε, τον Μιχάλη Νικολούδη από το Μονόχωρο, το γιό του Νικολογιώργη.
Ο μικρός σαν τις έφαγε, έβαλε τα κλάματα και πήγε στο σπίτι του και το είπε στον πατέρα του. Ο πατέρας του την επ’ αύριο πήγε και βρήκε στο σχολείο το δάσκαλο Διονύση και του έκανε παράπονα. Ο δάσκαλος ο Διονύσης που ήταν εκτός από πολύ ψηλός ήταν και γεροδεμένος άνδρας, πλησίασε και είπε τότε στον πατέρα του μικρού Μιχάλη:
-Φύγε Γιώργη για να μη σου κάνω χειρότερα από του γιού σου!
Δε θα τον αφήσω εγώ το γιό σου τον Μιχάλη να γενεί ξύλο απελέκητο σα και σένα!
Φυσικά έφυγε ο άνθρωπος και έληξε εκεί το θέμα, αφού κι ο ίδιος κατάλαβε πως ο δάσκαλος θέλει πραγματικά το καλό του γιού του.
Ο Νικολούδης Μιχάλης, γιατί ονομάστηκε «Πνιγάρης»
Το παιδί αυτό βέβαια, ο Μιχάλης Νικολούδης αξίζει να μνημονεύσουμε εδώ, πως ήταν για τους Γαλιανούς ο γνωστός «Πνιγάρης» που έμενε με την οικογένειά του στο Μονόχωρο.
Όσο ήταν εν ζωή ο άνθρωπος αυτός, ήταν ένας φιλήσυχος και καλοσυνάτος και άξιος οικογενειάρχης, Θεός σχωρές τον.
Πώς όμως πήρε αυτό το όνομα «Πνιγάρης» σαν παρατσούκλι? Ίσως ελάχιστοι γνωρίζουν!
Οι περισσότεροι στη Γαλιά νόμιζαν πως το όνομα αυτό «Πνιγάρης», το πήρε γιατί σαν παιδί του δημοτικού, το είχε βρει σαν παιγνίδι, το να κάνει πως πιάνει τα παιδιά από το λαιμό και τα πνίγει δήθεν στα ψέματα! Αυτό όμως τελικά ήταν λάθος, και ποτέ δεν φέρθηκε έτσι στα παιδιά, οπότε η αιτιολογία δεν ίσχυσε!
Το όνομα αυτό το είχε πάρει γιατί απλά επειδή έμοιαζε πολύ με έναν Τούρκο αγά ονόματι «Πνιγάρης»! Ο αγάς αυτός ο επονομαζόμενος «Πνιγάρης», σε κάποια περιοχή της Κρήτης, είχε εξουσιοδοτηθεί από τον Σουλτάνο της Κωνσταντινούπολης να καταπνίξει μια ομάδα αγάδων της περιοχής, που είχαν συνασπιστεί κρυφά και απέκρυπταν χρήματα από τη φορολογία που έπρεπε να παραδίδουν κάθε χρόνο στον Σουλτάνο. Τα χρήματα αυτά τα κατακρατούσαν οι ίδιοι για λογαριασμό τους, και αυτό κάποια στιγμή το πήρε είδηση ο Σουλτάνος! Με στρατιωτική ενίσχυση λοιπόν που έστειλε στη συνέχεια ο Σουλτάνος σε έναν άλλο αγά, τον εξουσιοδότησε να ξεκάνει όλους αυτούς τους συνασπισμένους αγάδες! Ο αγάς αυτός με τη δύναμη και την εξουσία που του έδωσε ο Σουλτάνος, κατάφερε και έπνιξε όλους αυτούς τους παράνομους αγάδες , αφού φυσικά τους κρέμασε όλους ένα – ένα και τους έπνιξε με το σχοινί! Τους κρέμασε δηλαδή!
Με εκείνον λοιπόν τον αγά, τον επονομαζόμενο και « Πνιγάρη», έτυχε να μοιάζει και ο χωριανός μας ο Μιχάλης! Βέβαια σα χαραχτήρας ήταν τελείως αντίθετος!
Με δάσκαλο τον Κακέτη Μανώλη
Ήταν από τη Σητεία και έμενε στη Γαλιά όσο ήταν εκεί δάσκαλος. Πολύ καλός και αυτός, και σεβόταν τα παιδιά αλλά και την ιστορία του τόπου. Όπως και ο Ριτσατάκης ήταν μπροστά από την εποχή του, και αφιέρωνε παραπάνω ώρες από τη διδακτέα ύλη για να μάθει ιστορία στα παιδιά για τους καπετάνιους και οπλαρχηγούς της Κρήτης, το Αρκάδι κλπ.
Ήταν περίοδος που δίδασκαν ταυτόχρονα στο σχολείο. Ο Κακέτης είχε αναλάβει την Α’ και Β’ τάξη. Ο Ριτσατάκης τη Γ’ και Δ’ τάξη και η Σοφία τη Ε’ και την ΣΤ’.
Mε δασκάλα τη κα Σοφία
Η δασκάλα κα Σοφία Νικολούδη, σύζυγος του Διονύση Νικολούδη, έγινε αμέσως μετά το θάνατο του διευθύντρια του σχολείου. Ήταν Πομπιανή, και το όνομά της ήταν Σοφία Μανιουδάκη. Πρέπει δε να αναφέρουμε, πως ήταν η μόνη δασκάλα που δίδαξε δύο γενιές στη Γαλιά! Δίδαξε τους πατεράδες μας τη δεκαετία του 30, αλλά η ίδια δίδαξε και εμάς τα παιδιά τους τη δεκαετία του ’60!
60 χρόνια δασκάλα!
Επειδή η κα Σοφία είχε βγάλει το σχολαρχείο της Πόμπιας, και μπορούσε 17 χρόνων να είναι πλέον δασκάλα, είχε έτσι τη μοναδική δυνατότητα να περάσει 60 χρόνια στις σχολικές τάξεις, και να διδάξει δύο γενιές. Σαν διευθύντρια του σχολείου και σαν δασκάλα ήταν άψογη, αλλά δεν ήταν μονάχα καλός άνθρωπος, ήσυχη και πράα δασκάλα, είχε και μια ιδιαιτερότητα, ήταν πολύ προστατευτική με όλα τα παιδιά όλα του σχολείου. Τα έβλεπε όλα με αγάπη, συμπόνια, και τους συμπεριφερόταν σαν να ήταν δικά της παιδιά. Η ίδια που ήταν περίπου 40 χρόνων τότε και πολύ νέα που έχασε τον άνδρα της, είχε ήδη και εκείνη είχε δύο δικά της παιδιά, δύο κόρες, τη Μαρίκα και τη Διονυσία. Η δε Διονυσία που γεννήθηκε μετά το θάνατο του πατέρα της Διονύση, της έδωσαν τιμής ένεκεν το όνομά του πατέρα της! Η Σοφία σπάνια έδερνε παιδί, κι αν έδειρε καμιά φορά, το έκανε γιατί κάποια ζωηρά παιδιά έφταναν στα άκρα. Έδειρε ελάχιστα παιδιά γιατί είχαν δώσει μεγάλη αφορμή, και οι περιπτώσεις αυτές έμεναν ιστορικές!
Έτσι κάποτε ένας μαθητής της είχε δώσει μια τέτοια αφορμή, το παράκανε οπότε τον έδειρε με μια βίτσα, και το παιδί αυτό ξυπόλυτο καθώς ήταν άνοιξε το παράθυρο και πήδηξε έξω από τη τάξη από τη δυτική πλευρά του σχολείου! Φυσικά το παιδί αυτό έπεσε και κατασκοτώθηκε στα βράχια που υπήρχαν εκεί! Τότε νευριασμένο σηκώθηκε, πλησίασε και κοπάναγε τα χέρια του στο παράθυρο, και άρχισε να φωνάζει στη δασκάλα: «κουρέλα – κουρέλα!», και για αυτό επειδή τότε η δασκάλα Σοφία είχε κόψει εκείνη την ημέρα κοντά τα μαλλιά της! Από τότε πλέον είχε καθιερωθεί στη Γαλιά , όταν κάποια ή κάποιος είχε κοντό μαλλί να τον φωνάζουν «κουρέλα»! Έφυγε το παιδί από το σχολείο, και για 15 μέρες δεν πάταγε στη τάξη. Έπρεπε να μεσολαβήσει ο ίδιος ο πατέρας του και να το πείσει να ξαναπάει σχολείο. Αυτό βέβαια δέχτηκε με τη προϋπόθεση να μην τις ξαναφάει!
Επί της εποχής της Σοφίας ήταν κυβέρνηση ο δικτάτορας Μεταξάς, ο οποίος εκείνη τη χρονιά, είχε βγάλει για πρώτη φορά το νόμο περί γυμναστικών επιδείξεων. Έδωσε λοιπόν διαταγή ο Μεταξάς: «Σε όλα τα δημοτικά θα γίνονται πλέον γυμναστικές επιδείξεις»!
Όλα λοιπόν τα χωριά, Γαλιά, Άγιοι Δέκα, Τυμπάκι κλπ, έπρεπε να πάνε στη Πόμπια, και εκεί στην αυλή του γυμνασίου όλα μαζί θα έκαναν τις γυμναστικές τους αυτές επιδείξεις.
Η Πόμπια ήταν μακριά από τη Γαλιά, και οι επιδείξεις θα άρχιζαν στις 8 το πρωί.
Το σχολείο της Γαλιάς θα έστειλε 25 παιδιά. Φυσικά δεν προλάβαιναν να κατέβουν αν έφευγαν το πρωί. Έτσι είχαν πάει με τα πόδια από βραδύς όλα τα Γαλιανάκια που θα συμμετείχαν στις επιδείξεις αυτές, φορώντας μονάχα ένα μπλε παντελονάκι και ένα άσπρο φανελάκι. Σαν έφθασαν στη Πόμπια έμειναν το βράδυ στο πατρικό σπίτι της δασκάλας της Σοφίας, μιας και η ίδια ήταν Πομπιανή! Εκεί η δασκάλα μαγείρεψε για 25 παιδιά, δανειστήκανε πιάτα και κουτάλια, και ανά τρία παιδιά έτρωγαν από ένα πιάτο. Κρύωναν όμως κάποια με το φανελάκι την νύχτα που πήγαν για ύπνο, και η δασκάλα φρόντιζε να τους δώσει κανένα επιπλέον ρούχο να σκεπαστούν.
Εκείνο τον καιρό, ο Περδικοβαγγέλης (Βαγγέλης Φαραγγουλιτάκης) είχε ένα άλογο –επιβήτορα, που πήγαιναν οι χωριανοί τα δικά τους άλογα και γαϊδούρια έναντι αμοιβής . Έτσι εκείνος εξοικονομούσε χρήματα και ζούσε την οικογένειά του. Είχε όμως και ένα γιό τον Αντώνη, μαθητής κι αυτός στο σχολείο, ο οποίος του άρεσε να κάνει βόλτες με το άλογο αυτό του πατέρα του, κάνοντας διάφορες φιγούρες και ακροβασίες! Κατάφερνε και έμενε όρθιος πάνω στη πλάτη του ζώου, ακόμα και όταν εκείνο προχώραγε! Επειδή ο Αντώνης από μικρός είχε τεράστια ευλυγισία, έκανε και πολλές άλλες ακροβασίες πάνω στο άλογο του πατέρα του! Έκανε επίσης και άλλες ασκήσεις ευλυγισίας επί εδάφους!
Μια πάντως ακροβασία πολύ δύσκολη, ήταν να είναι μεν όρθιος πάνω στη πλάτη του αλόγου, αλλά πατώντας με τα χέρια, τα πόδια επάνω, ενώ το άλογο περπατούσε!
Κάτι παρόμοιο δηλαδή με εκείνα που βλέπουμε στα τσίρκο! Κάποιος λοιπόν το ανέφερε αυτό στη δασκάλα τη Σοφία, για να πάρουν τον Αντώνη με το άλογό του μαζί στις επιδείξεις στην Πόμπια! Η δασκάλα λοιπόν δέχτηκε, και είπε να παραστεί ο Αντώνης με το άλογό του! Πράγματι στο τέλος των σχολικών επιδείξεων, ο μαθητής Αντώνης έκανε την καθορισμένη επίδειξή του, όρθιος πάνω στη πλάτη του αλόγου, στηριζόμενος με τα χέρια, και τα πόδια ήταν πάνω, και έτσι διέσχισε το χώρο των επιδείξεων του Γυμνασίου από τη μια μεριά στην άλλη, περνώντας φυσικά και μπροστά από τους επισήμους!
Και όταν μιλάμε για επισήμους της εποχής, εννοούμε τον επιθεωρητή σχολικής εκπαίδευσης, τους κοινοτάρχες, τον αστυνόμο της περιοχής, τον αγρονόμο κλπ.
Έγινε η επίδειξή του Αντώνη και έγινε πραγματικά χαμός! Τα παιδιά όλα αλλά και οι μεγάλοι είχαν ξετρελαθεί με αυτή την επίδειξη του Αντώνη, και αμέσως όλοι ξέσπασαν σε ζητοκραυγές και χειροκροτήματα!
Έγινε αυτό που θα λέγαμε σήμερα ένας χαμός, αφού όλοι μικροί μεγάλοι εντυπωσιάστηκαν με το υπερθέαμα, που το θυμόταν για χρόνια!