Κείμενο – φωτογραφίες: Γεώργιος Χουστουλάκης
Στις 20 Ιουλίου το 1974, όπως ξέρουμε με την εισβολή του Τούρκου στην Κύπρο ανάγκασε το καθεστώς του Ιωαννίδη, που ανέτρεψε τον Παπαδόπουλο, να εγκαταλείψει την εξουσία.
Είχε τότε κηρυχτεί γενική επιστράτευση, και η συγκέντρωση επιστράτων σε διάφορα κέντρα ανά την Ελλάδα. Tο θέμα ακόμα θεωρείτε επίκαιρο αφού τέτοιες μέρες ήταν σε πλήρη εξέλιξη!
Κοντινά σημεία αντίστοιχων στρατοπέδων συγκέντρωσης στην Μεσαρά τότε ήταν, στο Στρατόπεδο Μοιρών Ταγ/χη Νικολούδη Εμμ. στο Καστέλι στην Μητρόπολή, και στην Γαλιά.
Οι εφημερίδες όλες της εποχής, ανέφεραν τότε για την υπέρτατη φιλοξενία των Γαλιανών στους ανθρώπους της επιστράτευσης, οι οποίοι θεωρήθηκαν όλοι φιλοξενούμενοι του χωριού!
Αυτό φυσικά έγινε γιατί το χωριό είχε παράδοση του την φιλοξενία, την οποία οι κάτοικοι όλοι θεωρούσαν ιερό τους καθήκον. Εξ ‘άλλου σε κρίσιμες καταστάσεις, έβρισκε το χωριό όλο πάντα μονοιασμένο σε με κοινή γραμμή πλεύσης.
Εκείνο το καλοκαίρι, οι αγρότες είχαν προλάβει να κουβαλήσουν τα στάχια τους στις θημωνιές, πέρασε η αλωνιστική και τα αλώνεψε, μπήκε ο καρπός μέσα, αλλά τα άχυρα δεν πρόλαβαν να τα κάνουν όλα μπάλες με τα μπαλιαστικά μηχανήματα. Ξαφνικά το κρατικό ραδιόφωνο ανακοίνωνε την ξαφνική εισβολή του Τούρκου στην Κύπρο, και κήρυξη γενικής επιστράτευσης σε όλη τη χώρα!
Η Γαλιά δέχτηκε χιλιάδες επισκέπτες στρατευμένων ανδρών μέχρι 50 περίπου ετών, και από το χωριό φύγανε όλοι οι άνδρες σε διάφορα κέντρα επιστράτευσης, και έμειναν μονάχα οι γυναίκες τα παιδιά και οι μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι.
Ο χώρος που στρατοπέδευσαν στην Γαλιά, ήταν στο Πλατάνι, δηλαδή από το Εργοστάσιο και κάτω, το νέο Δημοτικό και δυτικά τον Άγιο Νεκτάριο έως το εργοστάσιο του Καργάκη. Το μέρος είχε τεράστιες φράγκικες ψηλές ελιές, και έμειναν αρχικά κάτω από τον ίσκιο τους. Χωρίστηκαν αμέσως σε λόχους όπου τους είχαν αναλάβει δημοκρατικοί αξιωματικοί, και κάθε αξιωματικός είχε αναλάβει από ένα λόχο. Οπλισμό παρελάμβανε άμεσα ο κάθε στρατευμένος, αμέσως με την άφιξη του. Το όπλο του ο κάθε ένας το κρεμούσε στην ελιά, και ήταν υπεύθυνος για την φύλαξη και την ασφάλεια του. Οι οπλοφόροι του χωριού, ΤΕΑΜ αγροφύλακες κλπ, είχαν αναλάβει την περιφρούρηση των στρατοπεδευσάντων με βάρδιες την νύχτα.
Ο ρόλος των Γαλιανών στην επιστράτευση
Στην Γαλιά υπήρχε ασύρματος που επέτρεπε την επικοινωνία με τα υπόλοιπα στρατόπεδα. Την ημέρα ο ασύρματος ήταν σε σπίτι δίπλα από του Ροδουσόσαββα, πίσω από ένα σπιτάκι (φώτο) , ιδιοκτησίας κάποιου Βοριζανού. Ήταν τοποθετημένος κατάχαμα στη γωνία πίσω ακριβώς από το σπιτάκι, με υπεύθυνους φαντάρους και αξιωματικούς για τον χειρισμό του σε βάρδιες. Την νύχτα ο ασύρματος μεταφερόταν στο οίκημα του Συλλόγου, σε ένα δωμάτιο.
Οι Γαλιανοί βοήθησαν άμεσα σε όλα τα προβλήματα των ερχομένων στο χωριό, από ρουχισμό, κουβέρτες, τρόφιμα ύπνο κλπ.
Πολλές γυναίκες είχαν συγκροτήσει οι ίδιες μικρές ομάδες, για συγκέντρωση κυρίως τροφίμων και ρουχισμού.
Η ομάδα της Ερήνης του Γιωργομανώλη.
Μάζευε κουβέρτες και τρόφιμα και τα πήγαινε η Ερήνη με τον γάιδαρο τα σκολιό και τα μοίραζε.
Η ομάδα της Ρηνιώς του Ψαρογιώργη
Την βοηθούσαν οι άλλες γυναίκες και κάθε τόσο ζύμωναν από μια φουρνιά παξιμάδι και αφού γέμιζαν ένα σακί, το πήγαιναν στο σκολειό.
Η ομάδα της Φροσύνης Νικολακάκη
Εκείνη με την ομάδα της αλλά και τον άνδρα της, υποσχεθήκαν πως δεν θα άφηναν κανέναν να πεινάσει ποτέ! Έτσι συγκέντρωναν αυγά τυριά, ελιές, φρούτα και ότι άλλο μπορούσαν και τους τα πήγαιναν! Εξάλλου η Φροσύνη και ο άνδρας της Γιάννης Νικολακάκης, κοινώς Νικολακογιάννης, είχαμ και οι δυο εμπειρία και με την κατοχή, όπου μαζί με τον άνδρα της βοηθούσαν σε μόνιμη βάση τους αντάρτες.
Η ομάδα της Χήρας Αφροδίτης
Η Χηραφροδίτη μαζί με τον γιό της τον Γιάννη έπαιξαν πολύ σπουδαίο ρόλο στην οργάνωση ομάδας και συγκέντρωσης τροφίμων. Κατάφερναν και γέμισαν σακιά με τρόφιμα, σε άλλα ψωμί παξιμαδένιο, σε άλλα τρόφιμα, και ο Γιάννης που είχε και αυτοκίνητο από τους ελάχιστους στο χωριό, τα φόρτωνε και τους τα πήγαινε.
Η ομάδα της οικογένειας Ελένης Ροδουσάκη
Η Ελένη Ροδουσάκη, ο πατέρας της και κάποια από τα παιδιά της, έκαναν ότι μπορούσαν! Μια και ήταν δίπλα της η ομάδα του ασυρμάτου, κάπου δέκα άτομα, ανελάμβανε να τους πηγαίνει κάθε πρωί το γάλα και τον καφέ τους, και το μεσημέρι τους έκανε φυσικά και φαγητό. Δεν φτάνει αυτό, ο πατέρας της άρμεγε τα πρόβατα και γέμιζε ένα τσιποκούρουπο γάλα, και εκείνη έκανε επίσης και καφέ σε άλλο κουρούπι για να τους τα πηγαίνει στο εργοστάσιο σε άλλους φαντάρους.
Εδώ σε αυτό το σημείο ο γιος της Ελένης Ροδουσάκη, ο Σάββας Ροδουσάκης θυμάται:
«Ήμουνα μικρός ετοτεσάς, τεσσάρων χρονώ, αλλά το θυμούμαι ακόμα σα και δα! Είχαμε ένα ψαρό γάιδαρο, και η μάνα μου για να μην είμαι μοναχός στο σπίτι, με έδενε με ένα σκοινί στη καπούλα του γαιδάρου για να μην πέσω στον δρόμο, και πηγαίναμε το γάλα και τον καφέ στα κουρούπια πότε ή στο Εργοστάσιο ή στο σκολειό, ή στο Μονόχωρο που είχε και εκεί φαντάρους και τα μοίραζε η μάνα μου. Αυτό γινόταν κάθε μέρα».
Στο σπίτι της Ελένης Ροδουσάκη επίσης είχαν φιλοξενηθεί πολλοί συγγενείς των ανθρώπων της επιστράτευσης. Η ταράτσα της οικίας Ροδουσάκη Σάββα, αλλά και σε πολλές άλλες ταράτσες στη Γαλιά είχαν φιλοξενηθεί άνθρωποι της επιστράτευσης ή συγγενείς αυτών είτε τα παιδιά τους, και φυσικά και τους έκαναν και τραπέζι.
Δεν μπορούμε να πάρουμε ένα – ένα τα σπίτια που πρόσφεραν φιλοξενία στον κόσμο που ήρθε, γιατί ξέρω ότι αυτό το έκανε σύσσωμο το χωριό! Τα ξέρω και από πρώτο χέρι και από το σπίτι του πατέρα μου Μιχάλη, που έκανε τρεις φορές μεγάλα τραπέζια, και την μια φορά έσφαξε ένα χοίρο για να κάνει τραπέζι σε τουλάχιστον 15 με 20 άτομα. Θυμάμαι την αυλή μας γεμάτη κόσμο και τις χαρούμενες φωνές και εκφράσεις των καλεσμένων, που το έριχναν μετά στο τραγούδι! Τόσος ήταν ο ενθουσιασμός τους , που αφού είχαν ευχαριστηθεί, που κάποιος νέος της παρέας είπε στον πατέρα μου:
Μιχάλη, εδώ στο χωριό σας μου αρέσει εμένα! Έχετε μερακλήδες και φιλόξενους ανθρώπους! Αν είχες καμιά κόρη της παντρειάς θα έμενα στο χωριό σας για πάντα!
Γέλια και χαρές υπήρχαν σε όλα τα σπίτια που πήγαιναν, γιατί αυτό γινόταν, πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι. Άλλες δυο φορές θυμάμαι ήταν λιγότεροι και τους έβρασε τη μια κοτόπουλα και την άλλη τους τηγάνισε δυο κουνελάκια. Αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε και αργότερα που οργανώθηκαν μαγειρεία με συσσίτια , και τους δόθηκαν και σκηνές.
Η φιλοξενία δεν έχει φυλή
Αξίζει να σημειώσουμε μια λεπτομέρεια. Κάποιος από τους άνδρες της επιστράτευσης ένα βράδυ γκρεμίστηκε και χτύπησε σοβαρά. Πήγε νύχτα να ζητήσει βοήθεια στο σπίτι αγροφύλακα στη Γαλιά. Ο άνθρωπος του άνοιξε, και τον ρώτησε τι θέλει:
Χτύπησα πολύ, πονάω και χρειάζομαι βοήθεια. Του απαντά.
-Εσύ από την προφορά σου θα πρέπει να είσαι Τούρκος?
-Ναι του απαντάει ο χτυπημένος.
-Πέρνα μέσα, του λέει ο αγροφύλακας.
Του έβαλε ιώδιο του έδεσε τις πληγές και του έδωσε και κάποιο παυσίπονο και ηρέμησε ο άνθρωπος.
Του έβαλε να φάει και του έστρωσε στην ταράτσα να κοιμηθεί. Το πρωί ο Τούρκος που υπηρετούσε στον ελληνικό στρατό, τον ευχαρίστησε και έφυγε. Μετά του δόθηκε και άδεια και πήγε στο σπίτι του.
Προσωπική μου ανάμνηση
Προσωπική μου ανάμνηση ήταν που η επιστράτευση με βρήκε και είχα «πιαστεί» (δούλευα) στο μπαλιαστικό. Αγροτικό μηχάνημα που έκανε τα άχυρα μπάλες, για πιο εύκολη μεταφορά και διαχείριση τους γενικά. Ήμουν 19 χρόνων τότε, και εγώ όπως όλοι οι νέοι του χωριού, είχαμε διακαή πόθο να δουλέψουμε τους τρεις μήνες του καλοκαιριού στις αλωνιστικές, στο μπαλιαστικό ή στο τρύγος. Δεν μας έβαζαν με το ζόρι, εμείς επιμέναμε να δουλέψουμε σαν εργασιομανείς όπως και οι γονείς μας!
Εν ώρα εργασίας λοιπόν μας ήρθε το κακό μαντάτο και αναγκαστικά διακόψαμε την εργασία και γυρίσαμε στα σπίτια μας.
Κάθε μέρα και νύχτα από τότε περνούσαν αεροπλάνα τύπου στούκας από τον Μεσαρίτικο ουρανό, και πετούσαν τόσο χαμηλά που όλος ο κόσμος τρόμαζε από τον εκκωφαντικό ήχο τους και ιδιαίτερα τα παιδιά.
Ρωτούσαμε γιατί πετούν κάθε μέρα τα αεροπλάνα τόσο χαμηλά, και μας απαντούσαν:
«Αυτά πετούν χαμηλά, για να συνηθίζει ο κόσμος τον θόρυβο και να μπαίνει στο πολεμικό κλίμα, σε περίπτωση πραγματικού πολέμου να μην δειλιάζει»!
Όμως τα παιδιά πάντα φοβόντουσαν μην τυχόν και κάποια ήταν εχθρικά και ρίξουν μπόμπες!
Δεν έτυχαν δυστυχώς όμως όλοι της επιστράτευσης σε καλά χέρια. Άλλα μέρη έδειξαν αδιαφορία, και άλλα εκμεταλλεύτηκαν ακόμα και τους στρατευμένους!
Στην Γαλιά όμως είχαν συστρατευτεί οικειοθελώς και όλα τα καφενεία του χωριού, και όποιος ξένος πήγαινε, έπινε και έτρωγε ότι ήθελε κερασμένα είτε από τους θαμώνες, είτε από τον ίδιο τον καφετζή!
Αν κατά βάθος ρωτούσαμε ένα Γαλιανό τότε γιατί τέτοια περιποίηση στον κόσμο που το επισκέφτηκε τότε το χωριό, προσωπικά πιστεύω πως ήθελε να κρατήσει ψηλά το φρόνημα των στρατευμένων, να είναι καλά ταϊσμένοι, ποτισμένοι και κοιμισμένοι, που με κέφι και πατριωτισμό να εκτελέσουν το καθήκον τους αν χρειαστεί ανά πάσα στιγμή.
Δεν χρειάστηκε όμως να πάνε στην μάχη οι στρατευμένοι, διότι αρχές του Σεπτέμβρη του ίδιου έτους έληξε η επιστράτευση, και ο κόσμος επέστρεψε στα σπίτια τους, από την μια με την πικρία του αποχωρισμού από τους δικούς τους και την απειλή ενός πολέμου, αλλά και από την άλλη όμως με ένα σωρό ευχάριστες αναμνήσεις όσοι υπηρέτησαν τους δυο μήνες στη Γαλιά! Βέβαια σε τόσο υψηλό βαθμό αίσθημα φιλοξενίας δεν το συναντούσαμε παλιά μονάχα στην Γαλιά. Προσωπικά την ίδια φιλοξενία την γνώρισα και στο χωριό Γαλατάς Χανίων κάποτε που πήγα σαν φαντάρος, και το ίδιο και στον Αρχάγγελο Ρόδου στην Λίντο και άλλα χωριά της Ρόδου.
Ίσως δεν καταφέραμε να βρούμε όλες τις ομάδες γυναικών που έδρασαν εκείνο το καλοκαίρι, αλλά αν με τον καιρό βρούμε περισσότερα στοιχεία, ίσως επανέλθουμε στο θέμα αυτό της επιστράτευσης, που για όλον τον μισό Ιούλιο και Αύγουστο κράτησε σε αγωνία όλη την Ελλάδα.