Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης*
Παγκόσμια Ημέρα της Μάνας ξημερώνει.
Κι εγώ, αισθάνομαι τύψεις να με πνίγουν.
Γιατί, όσο ζούσε η μάνα μου, ποτέ δεν φιλοτιμήθηκα να της αφιερώσω μηδέ συλλαβή.
Το κάνω τώρα, όχι επειδή έγινα ξαφνικά φιλότιμος, μα για να χαλαρώσω λίγο τη θηλιά των τύψεων στο λαιμό μου.
Για Αυτήν και για εμένα είναι το κείμενο που ακολουθεί.
Για μένα, και για Κείνη γράφω.
Έτσι, για να ξαλαφρώσω.
Ξέρω, πολλοί σαν δουνε τούτο το κατεβατό, θα πούνε από μέσα τους ”ρε, άντε παράτα μας”.
Και για να το πούνε όσο το δυνατόν λιγότεροι, το ανεβάζω μεσάνυχτα, τώρα που πομείναμε λίγοι ξάγρυπνοι.
Το μόνο που τους ζητώ, και τους παρακαλώ για τούτο, είναι όχι να διαβάσουν το γραφτό μου, μα να μη πούνε πράμα που προσβάλλει το γραφτό μου.
Ας σεβαστούνε, τουλάχιστο, το λόγο για τον οποίο γράφω ετούτες τις αράδες.
Η κυρά Βαγγελιώ του χρέους και του Γολγοθά
Όταν είσαι θυγατέρα του «Ξωπατέρα» και της κυρά Μαρίας δεν μπορείς παρά να γεννηθείς με αρχές και αξίες. Είναι στοιχεία του DNA σου. τα κουβαλάς μαζί σου από τη μέρα που γεννιέσαι.
Δε λέω, μπορεί κάποιοι να θεωρούν υπερβολές τα όσα πιστεύεις και κυρίως τα όσα κάνεις με βάση αυτά τα στοιχεία του χαρακτήρα σου.
Όμως δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσεις διαφορετικά. Είσαι κατά κάποιο τρόπο προγραμματισμένος από μια άλλη, ανώτερη από εσένα δύναμη, έτσι να σκέφτεσαι και έτσι να αποφασίζεις. Δεν έχεις δικαίωμα στην επιλογή. Ούτε καν στη σκέψη για επιλογή.
Ενεργείς σαν σπρωγμένος από αυτήν την ανώτερη δύναμη σαν καταδικασμένος έτσι να ενεργήσεις. Ίσως είναι και αυτό που κάποιοι αποκαλούν μοίρα, ριζικό ή γραμμένο. Ίσως πάλι, τα πράγματα να είναι πιο απλά και να μην αποτελούν θέματα μεταφυσικών εξηγήσεων.
Ο «Ξωπατέρας» είχε αρχές, είχε αξίες. Αγαπούσε την ζωή με τις απολαύσεις της, με τις κουζουλάδες της, με τις υπερβολές της, αλλά είχε και ευδιάκριτες «κόκκινες γραμμές» που ποτέ δεν πέρασε. Άνθρωπος του εμπορίου και της συναλλαγής, ασχολήθηκε κυρίως με εστιατόρια, αλλά όχι μόνο.
Δημοκράτης μέχρι το κόκαλο, επαναστάτης από τη φύση του, κατάφερε να αναθρέψει τα παιδιά του, του τρεις γιους του, τον Ιδομενέα, τον Αντώνη και τον Κώστα και τις δύο θυγατέρες του, τη Βαγγελιώ και τη Γεωργία μέσα σε κλίμα όπου την αξία την είχε ο άνθρωπος και όχι ο αφέντης του ανθρώπου.
Το όνομά του Βασίλειος Κουτσάκης ήταν μόνο για την αστυνομική του ταυτότητα. Οι πάντες τον ήξεραν ως «Ξωπατέρα». Το παρατσούκλι του το είχαν κολλήσει από πολύ νωρίς οι συγχωριανοί του, επειδή με τις ώρες απήγγειλε ποιήματα που αναφέρονταν στον θρυλικό οπλαρχηγό της κρητικής επανάστασης στη Μεσσαρά. Ήταν το ίνδαλμά του, ήταν ο Θεός του. Σε όλα τα μαγαζιά που είχε φτιάξει, η ασπρόμαυρη φωτογραφία του Ξωπατέρα βρισκόταν σε περίοπτη θέση, ενώ το «Ξωπατέρας» φιγουράριζε στην επιγραφή του καταστήματος.
Το στοιχείο του επαναστάτη το είχε από γεννησιμιού του, αλλά χωρίς άλλο, αυτό γιγαντώθηκε και εξαιτίας των κατορθωμάτων του Ξωπατέρα, κατορθωμάτων που καθημερινά βρισκόντουσαν στα χείλη του Βασίλειου Κουτσάκη.
Ο Ξωπατέρας από τη μια και ο Ελευθέριος Βενιζέλος από την άλλη, έφτιαξαν τον άνδρα δημοκράτη και επαναστάτη. Και αυτός με τη σειρά του έτσι έφτιαξε τα παιδιά του.
Η γυναίκα του ήταν η προσωποποίηση της αγαθότητας, της καλοσύνης, της υπομονής και της απόλυτης αφοσίωσης στον άντρα της και στα παιδιά της. Μια ζήση στη σκιά του συζύγου της, χωρίς απαιτήσεις, χωρίς παράπονα. Σε όλα τα εστιατόρια του «Ξωπατέρα» ήταν ο πραγματικός άρχοντας της κουζίνας. Από τα χαράματα στο πόδι για να ετοιμάσει η ίδια όλα τα φαγητά, μέχρι αργά το βράδυ, που έκλεινε το μαγαζί, ήταν υποχρεωμένη η ίδια να το συγυρίζει για να είναι την επόμενη καθαρό. Αγόγγυστα τραβούσε το δρόμο της, όσο αγόγγυστα τραβά το δρόμο του όποιος τον θεωρεί χρέος.
Το μεγάλωμα των πέντε παιδιών της ήταν επίσης αποκλειστική δική της ευθύνη. Σε αυτά τα παιδιά και στον άντρα της αφιερώθηκε πλήρως. Ήταν από τις γυναίκες που δεν έχουν εαυτό. Δεν ζητούν αλλά προσφέρουν. Η προσφορά γι αυτήν ήταν ο υπέρτατος νόμος.
Όχι απλά να προσφέρεις αλλά να προσφέρεσαι. Όχι απλά να δίνεις, αλλά να δίνεσαι. Όχι απλά να θυσιάζεις αλλά να θυσιάζεσαι.
Αυτή τη γυναίκα είχε μάνα και πρότυπο η κυρά Βαγγελιώ και δεν ήταν δυνατό να μη της μοιάσει σε όλα. Ιδιαίτερα στο θέμα της απόλυτης προσφοράς.
Όπως και η μάνα της, έτσι και αυτή πίστευε ότι ο άντρα της ήταν ο Θεός της. Και την πίστη της αυτή την μαρτύρησε.
Παντρεύτηκε από μικρή τον Στρατομανώλη, τον μπουλντοζιέρη από τις Γκαγκάλες. Απέκτησαν τρεις γιους, η ανατροφή των οποίων περιήλθε στην αποκλειστική ευθύνη της μάνας, αφού ο πατέρας λόγω της δουλειάς του έλειπε τον περισσότερο καιρό από το σπίτι.
Τα χρόνια κυλούσαν, οι γιοι μεγάλωσαν και πήραν ο καθένας το δρόμο του και η κυρά Βαγγελιώ έμεινε με τον Στρατομανώλη να μετρούν εγγόνια.
Μέχρι τότε ο Θεός δεν είχε ζητήσει από τη γυναίκα αποδείξεις του μεγέθους της αφοσίωσής της στον άντρα της.
Τις αποδείξεις τις ζήτησε αργότερα, όταν ένα βαρύ εγκεφαλικό έριξε τον άντρα της στο κρεβάτι.
Αστροπελέκι έπεσε στον δρυ και τον σώριασε καταγής.
Ο άνθρωπος που είχε γίνει φίλος με τα στοιχεία της φύσης μέσα από τον αέναο πόλεμο στον οποίο μαζί τους βρισκόταν, τελικά νικήθηκε από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο. Σωριάστηκε στο χώμα.
Σε αυτό που είχε ποτιστεί από τον ιδρώτα και το δάκρυ του. Στο χώμα που θα αγκάλιαζε τους σπόρους που τα χέρια του Στρατομανώλη έμπηγαν εντός του και του ξανάφερνε στο φως σαν καρπό. Σαν ζωή.
Η μοίρα του το ήθελε να ακουμπήσει στο ίδιο χώμα και η δική του ζωή κάνοντάς την σπόρο αξιών, αρχών, τιμής και περηφάνιας.
Μόλις σωριάστηκε στη γη ο Στρατομανώλης, κυρά Βαγγελιώ μεταλλάχθηκε σε γίγαντα. Η μικροκαμωμένη γυναικούλα, με τις ισχνές δυνάμεις έγινε Διγενής.
Το χρέος της την μετάλλαξε.
Η ευθύνη της απέναντι στον άντρα της και στα παιδιά της.
Κυρίως η ευθύνη της απέναντι στην αυστηρή κοινωνία της Κρήτης, που από εκείνη τη στιγμή ήταν βέβαιο ότι θα άρχιζε να λειτουργεί ως αδέκαστος κριτής της κυρά Βαγγελιώς.
Μόνη της, έστω και βαλαντωμένη στο κλάμα, μετέφερε τον άντρα της στο Βενιζέλειο Νοσοκομείο του Ηρακλείου.
Μόνη της έδινε νυχθημερόν τη δική της μάχη στο προσκέφαλο του Στρατομανώλη μέχρι που αυτός εγχειρίστηκε στο κεφάλι και ήρθε η ώρα να επιστρέψει στο σπίτι του. Η παρουσία των παιδιών τους στο Βενιζέλειο σε καμιά περίπτωση δεν αφαιρούσε από τους ώμους της έστω μικρό μέρος του τεράστιου βάρους τη ευθύνης που είχε επωμιστεί η ίδια. Θεωρούσε ότι ο σταυρός του μαρτυρίου και το κουβάλημά του ήταν κατάδική της υπόθεση.
Αγόγγυστα τον φορτώθηκε και άρχισε να ανεβαίνει τον Γολγοθά της.
Ήξερε τι την περίμενε. Δεν δείλιασε όμως. Έκανε το σταυρό της και προχωρούσε. Κάθε ημέρα και ένα βήμα προς την κορυφή.
Προς την Σταύρωση.
Προς την τελείωσή της.
Κάποια μέρα τη χτύπησε στο δρόμο ένα μηχανάκι. Νεαρός και άπειρος ο αναβάτης του έπεσε πάνω της και την έριξε στο δρόμο. Έσπασε το πόδι της και οι γείτονες τη μετέφεραν αμέσως στο νοσοκομείο. Εκεί την επισκέφθηκαν τόσο ο νεαρός που την είχε χτυπήσει μαζί με τους γονείς τους όσο και οι άνδρες της Τροχαίας. Οι αστυνομικοί τη ρώτησαν αν θα υπέβαλλε μήνυση. Η κυρά Βαγγελιώ αρνήθηκε κατηγορηματικά.
– Εγώ έφταιγα, τους είπε.
Εμβρόντητοι την κοίταξαν όλοι, με πρώτους τον νεαρό και τους γονείς του.
– Εγώ έφταιγα, επανέλαβε η κυρά Βαγγελιώ.
Όταν έφυγαν οι αστυνομικοί, έπιασε το χέρι του νεαρού και του είπε.
– Άμε παιδί μου στο καλό και άλλη φορά να μη στεναχωρέσεις τους γονιούς σου.
Επέστρεψε στο σπίτι με γυψωμένο το σπασμένο πόδι της, δίπλα στον άντρα της. Ξαναπήρε στους ώμους της τον σταυρό του μαρτυρίου και συνέχισε την ανάβασή της στον Γολγοθά. Έστω και με σπασμένο πόδι.
Δεν σκέφτηκε ούτε μια στιγμή να τον απιθώσει καταγής για να πάρει μιαν ανάσα. Συνέχισε το δρόμο που η μοίρα της όρισε.
Δώδεκα ολόκληρα χρόνια κράτησε το μαρτύριό της. Για την ίδια όμως δεν ήταν μαρτύριο. Γι αυτό ουδέποτε βαρυγκώμησε. Ουδέποτε παραπονέθηκε.
Ήταν γι αυτήν χρέος. Χρέος απέναντι στον θεό και στον άντρα της.
Στον άντρα που ήταν και ο Θεός της. Αυτό ήταν το πρέπον για την κυρά Βαγγελιώ. Απόλυτος μονόδρομος. Μοναδική επιλογή. Στο κρεβάτι κατάκοιτος ο άντρας της. Ανίκανος να προσφέρει οποιαδήποτε βοήθεια. Όχι στους άλλους, στον ίδιο του τον εαυτό.
Στα πρώτα χρόνια της αρρώστιας του, μόλις και μετά βίας κατάφερνε να σύρει τα πόδια του σε δύο-τρία βήματα με την βοήθεια ενός «πι» . Και μετά πάλι στο κρεβάτι. Από τότε που σαν αστροπελέκι τον χτύπησε το εγκεφαλικό, έχασε τη μιλιά του.
Η μόνη λέξη που τα χείλη του κατάφερναν να πουν ήταν «μαμά». Έτσι φώναζε τη γυναίκα του. Αμέτρητες φορές καθημερινά. Και όλε τις φορές η κυρά Βαγγελιώ ήταν παρούσα. Νύχτα και μέρα.
Εντύπωση τεράστια μου έκανε το γεγονός ότι παρότι ο Στρατομανώλης δεν μπορούσε να μιλήσει, η γυναίκα του πάντα καταλάβαινε αυτό που ήθελε να της πει. Φαίνεται δεν επικοινωνούσαν όπως όλοι οι άνθρωποι. Επικοινωνούσαν με την καρδιά τους και τα παραθύρια της, τα μάτια τους.
Ώρες ατελείωτες την άκουγα να του μιλάει. Του έλεγε όλα τα σημαντικά και όλα τα ασήμαντα. Κι εκείνος την άκουγε. Όχι απλά την άκουγε παθητικά, αλλά εξέφραζε και προσωπική άποψη για κάθε τι που τον ενδιέφερε. Με έναν άναρθρο θόρυβο που έβγαινε από το στόμα του, με μια ανεπαίσθητη κίνηση των δακτύλων του ενός χεριού που διατηρούσε ακόμη ίχνη ζωής. Αυτούς του άναρθρους ήχους και αυτές τις κινήσεις των δακτύλων του, η γυναίκα του τις αποκωδικοποιούσε αυτόματα. Ήξερε ακριβώς τι της «έλεγε» ο κύρης της.
Τα τελευταία χρόνια, ο Στρατομανώλης δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Ούτε και να αλλάξει πλευρό. Τραγική η κατάστασή του. Και όμως, ούτε αυτή η δραματική επιδείνωση της υγείας του στάθηκε ικανή να γονατίσει την κυρά Βαγγελιώ.
Αντίθετα τη δυνάμωνε. Την πείσμωνε. Ήξερε ότι τον σταυρό της έπρεπε να τον μεταφέρει στην κορυφή του δικού της Γολγοθά. Και τον μετέφερε χωρίς να τον αγγίξει χάμω.
Δεν τον άφησε να σκονιστεί για να ξαποστάσει η ίδια.
Δώδεκα χρόνια κυριολεκτικά φυλακισμένη στο ίδιο της το σπίτι και ταυτόχρονα καταδικασμένη σε μια διαρκή θυσία. Για να κρατηθεί στη ζωή ο άντρα της, έπρεπε να θυσιάζεται η ίδια νύχτα και μέρα. Η «απόδραση» από τη «φυλακή της» διαρκούσε όσον ακριβώς χρόνο χρειαζόταν για να πεταχτεί μέχρι το μπακάλικο της γειτονιάς. Ελάχιστα λεπτά. Και γυρνούσε στο σπίτι της πνιγμένη στην αγωνία μη τυχόν και ο άντρας της είχε πάθει κάτι όσο αυτή έλειπε.
Δώδεκα ολόκληρα χρόνια κράτησε αυτό το μαρτύριο.
Αμέτρητες φορές την έβρισκα τη νύχτα να κοιμάται με μια καρέκλα ακουμπώντας το κεφάλι της στο μαξιλάρι του κρεβατιού όπου κοιμόταν ο άντρας της.
Δεν ήθελε να ξαπλώσει δίπλα του γιατί φοβόταν μήπως κοιμηθεί βαθιά και δεν θα τον άκουγε αν κάτι συνέβαινε. Προτιμούσε την καρέκλα για να βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση. Η κυρά Βαγγελιώ ήταν δεν ήταν 40 κιλά. Ο Στρατομανώλης πάνω από 120. Και όμως, αυτά τα 40 κιλά μπορούσαν και σήκωναν τα 120 κάθε φορά που έπρεπε να αλλαχτούν τα στρωσίδια ή να γυρίσει το σώμα του από την άλλη πλευρά. Η γυναίκα των 40 κιλών αποκτούσε ηράκλεια δύναμη, Κύριος οίδε πώς.
Να ήταν η αγάπη της για τον σύζυγό της; Να ήταν η επίγνωση του χρέους και της ευθύνης της; Να ήταν η πίστη της στο Θεό;
Και οι γιατροί που κατά καιρούς επισκεπτόντουσαν το σπίτι για να εξετάσουν το Στρατομανώλη σταυροκοπιόντουσαν βλέποντας αυτή τη γυναίκα να ακυρώνει τους νόμους της βαρύτητας. Αυτό το σταυροκόπημα των γιατρών ήταν η ανταμοιβή της κυρά Βαγγελιώς. Και τα
συγχαρητήρια
που της έδιναν, γιατί όπως έλεγαν, πρώτη φορά έβλεπαν άνθρωπο κατάκοιτο επί τόσα χρόνια να μην έχει την παραμικρή πληγή στο σώμα του λόγω της κατάκλισής του.
Δεν υπήρχαν πληγές γιατί η ηρωίδα σύζυγός του θεωρούσε μεγάλη ντροπή και αμαρτία να αφήσει τον άντρα της να πληγιάζει. Και έτσι τον κήδεψε. Με δέρμα νεαρού άντρα.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που σκέφτηκα μήπως θα ήταν καλύτερα και για τον ένα και για τον άλλο να τελειώσει μια ώρα νωρίτερα αυτό το μαρτύριο. Είμαι βέβαιος ότι και άλλοι το ίδιο σκεφτόντουσαν.
Μόνο η κυρά Βαγγελιώ δεν το σκέφτηκε ποτέ. Γι αυτό άλλωστε πάλευε με νύχια και με δόντια να κάνει το «μια ώρα νωρίτερα» , «μια ώρα αργότερα» .
Και όταν πλέον ο Στρατομανώλης έχασε τη μάχη με το χάροντα, η γυναίκα του κατέρρευσε. Οι θρήνοι της σκέπασαν όλο το Ηράκλειο.
Νόμιζε ότι δεν εκπλήρωσε το χρέος της, που γι αυτήν ήταν να κρατήσει ζωντανό τον άντρα της ακόμα και μετά τον χρόνο μηδέν που ο Θεός θα όριζε.
Ο θρήνος της δεν σταμάτησε παρότι τα χρόνια περνούσαν. Από τη μέρα που άνοιγαν οι πόρτες των κοιμητηρίων του Αγίου Κωνσταντίνου μέχρι την ώρα που έκλειναν, η κυρά Βαγγελιώ ήταν δίπλα στον τάφο του Στρατομανώλη. Χειμώνα-καλοκαίρι. Μέχρι και την ημέρα της εκταφής δεν έλειψε ούτε μια μέρα από τον τάφο.
Τότε θεώρησε ότι έκλεισε ο κύκλος του χρέους της.
Και παραιτήθηκε.
Σήκωσε τα χέρια και παραδόθηκε στους νόμους της φθοράς. Στους νόμους, την ισχύ των οποίων περιγελούσε και αψηφούσε.
Οι αρρώστιες άρχισαν να την επισκέπτονται η μία κατόπιν της άλλης. Χρόνο με το χρόνο οι αστείρευτες δυνάμεις της την εγκατέλειπαν. Δεν μπορούσε να αγωνιστεί όπως αγωνιζόταν παλιότερα. Μπορεί και να μην ήθελε να αγωνιστεί, γιατί κατά βάθος ήθελε να βρεθεί ξανά κοντά στον άντρα της.
Την τελευταία νύχτα της ζωής της ήμουν δίπλα της. Σε ένα θάλαμο κλινικής των Χανίων, όπου την είχε μεταφέρει ο μικρότερος γιος της Βασίλης, στο σπίτι του οποίου έζησε τους τελευταίους μήνες της.
Ήταν η πιο τραγική νύχτα της δικής μου ζωής. Μέχρι το πρωί άκουγα το παραλήρημά της, που δεν ήταν παρά επανάληψη συγκεκριμένων λέξεων και φράσεων.
– «Μανώλη μου, πάρε με» .
– «Μανώλη αγάπη μου» .
– «Μανώλη μου περίμενέ με, έρχομαι» .
Και το σκελετωμένο χέρι της έδειχνε διαρκώς το άπειρο.
Αυτό το χέρι που ό,τι άγγιζε το ευλογούσε. Το ίδιο χέρι που ανέθρεψε τρεις γιους και το έβαζε σκεπή στα κεφάλια τους μη τους αγγίξουν οι σταγόνες της βροχής.
Αυτό το χέρι που κράτησε το θεριό Στρατομανώλη δώδεκα χρόνια ζωντανό, διαψεύδοντας τις προβλέψεις όλων των γιατρών.
Σκελετωμένο εκείνη τη νύχτα της 19 Δεκέμβρη 2010 απέμεινε να δείχνει το άπειρο. Εκεί όπου ο Στρατομανώλης περίμενε να την ξαναπάρει στην αγκαλιά του. Και να της πει το “ευχαριστώ» που δεν είχε προλάβει να πει όταν έκλεινε τα μάτια του.
Εγώ πρόλαβα να της ψιθυρίσω « Σ’ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΜΑΝΑ» λίγο πριν κλείσει τα μάτια της.
Ήθελα να της πω και «ΣΥΓΝΩΜΗ ΠΟΥ ΑΡΓΗΣΑ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΩ» , αλλά δεν το είπα. Όμως αυτή κατάλαβε. Όλα τα κατάλαβε όταν με το σκελετωμένο χεράκι της σκούπισε στο μέτωπό της ένα δάκρυ που είχε κυλήσει από τα μάτια μου.
Ξέρω ότι με συγχώρεσε που δεν είχα καταλάβει ότι είμαι γιος μιας αγίας.
Και κλείνω με μια μαντινάδα.
Αν η ψυχή μου δεύτερη
φορά μπορεί να ζήσει,
η ίδια μάνα θα ‘θελα
να με ξαναγεννήσει.
* Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος από τις Γκαγκάλες της Μεσαράς