Γράφει ο συνταξιούχος Δάσκαλος Γιώργος Αυγουστινάκης
Και τώρα που βρισκόμαστε στα μέσα του Ιουλίου ή του Δευτερόλη και Αλωνάρη όπως τον αποκαλούσαν παλαιότερα, ας αφήσουμε τη σκέψη μας να ταξιδέψει στα χρόνια εκείνα τα παλιά!!
Ανεστορούμαι!!
Ιούλιος μήνας πριν 70 και πλέον χρόνια!
Βοριαδάκι και αρκετή ζέστη.
Καψοβόρι το έλεγαν στο χωριό.
Ήταν η πιο κατάλληλη ημέρα για το αλώνισμα.
Οι θημωνιές με τα χρυσοκίτρινα, μεστωμένα στάχυα σταριού και κριθαριού αγκάλιαζαν το αλώνι από τις τρεις του πλευρές.
Άφηναν ελεύθερη μόνο την προς το βορόσκιο βόρεια πλευρά, για να μην εμποδίζουν τον άνεμο για τη διαδικασία του λιχνίσματος.
Τέτοια ημέρα περιμένουν οι ξωμάχοι μας για να αρχίσουν την επίπονη εργασία του αλωνίσματος. Αυτή θα παρακολουθήσομε κι εμείς σήμερα με τη βοήθεια της φαντασίας μας αλλά και τους στίχους του ποιήματός από τη σελ. 364-366 του βιβλίου μου “ΜΕ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΑΞΙΔΕΥΩ ΣΤΑ ΠΑΛΙΑ”.
Στο ίδιο βιβλίο και στις σελίδες από 358 έως και 364 υπάρχουν κείμενα για τα αλώνια και το αλώνισμα με περισσότερες λεπτομέρειες.
ΑΛΩΝΙΑ – ΑΛΩΝΙΣΜΑ
Κοντά και γύρω στο χωριό υπήρχανε τ’ αλώνια,
ήτανε χρειαζόμενα εις τα παλιά το χρόνια.
Σε υψώματα τα φτιάχνανε, που ο άνεμος φυσάει,
για να μπορεί ο γεωργός εύκολα να λιχνάει.
Έπρεπε να ‘χει απλοχωριά γύρω από τ’ αλώνι,
εκεί όλα τα δεμάτια του έπρεπε να μαζώνει.
Να τα ταιριάζει όμορφα, τσι θημωνιές να κάνει,
σαν τελειώσει ο θερισμός κι ο Αλωνάρης φτάνει.
Κάθε μαξούλι χωριστά κάνει τη θημωνιά του,
στάρι, κριθάρι και ταγή, φάβα και τα κουκιά του.
Απ’ τσι μεγάλες θημωνιές φαίνετ’ ο νοικοκύρης,
λίγα δεμάτια οι θημωνιές, αφεντικό μπατίρης.
Με τη σειρά προσμένουνε στ’ αλώνι να τα βάλουν
και τον καρπό, που θέλουνε, όλο να τόνε βγάλουν.
Στάχυα μεστά και ώριμα, χρυσοκιτρινισμένα,
τον Αλωνάρη θα βρεθούν στ’ αλώνι απλωμένα.
Το καλοκαίρι γελαστό με υποσχέσεις φτάνει,
μα ο γεωργός ποτέ διακοπές δεν κάνει.
Το θέρος τον Ιούνιο, τ’ αλώνι τον Ιούλη
κι ο τρυγητός τον Αύγουστο, μάχη για το μαξούλι.
Πρωί πρωί τσι θημωνιές σκορπούσανε στ’ αλώνι
και εδιαλέγαν τον καιρό να είναι καψοβόρι.
Βοριά και κάψα δυνατή χρειάζονται τα στάχυα,
για να γενούνε άχυρα, μικρά μικρά κομμάτια.
Απού τσι δέκα το πρωί και μέσα στο λιοπύρι,
με ζέστη ανυπόφορη, που σκούνε κι οι τσιτσίροι,
όλοι στο πόδι βρίσκονται εκεί κι οι βολοσύροι
κι αρχίζει τ’ αλωνίσματος δύσκολο πανηγύρι.
΄Αλλοι δυο βούγια ή αϊλιές εις το ζυγό ζεβλώνουν,
με ζέβλες ξυλογυριστές, που αποκάτω κλείνουν.
Εκεί στο κέντρο του ζυγού ήτανε δυο κρικέλες,
την ίδια απόσταση είχανε από τις δύο ζέβλες.
Η μια στην άλλη περαστή, εύκολο να στρουφίζει
τα ζώα σαν γυρίζουνε, χωρίς να μαγκανίζει.
Εκεί στα σιντερόλουρα βολόσυρος γαντζώνει,
να τον τραβούνε οι αϊλιές ολόγυρα στ’ αλώνι.
Σκοινιά στα δύο κέρατα έχουνε σφιχτοδέσει,
να τσι οδηγήσουνε σωστά, αρέσει δεν αρέσει.
Φίμωτρα στο μουσούδι τους, στουμούχες τους φορούνε,
τα στάχυα τ’ αλωνίσματος να φάνε δεν μπορούνε.
Εμπόδια τους βάνουνε την ώρα π’ αλωνίζουν,
να μην αλικοντίζουνε και να μην ξεστρατίζουν.
Αρμονικό να κάνουνε το κυκλογύρισμά τους,
των αλωνάρηδων αυτό είναι το μέλημά τους.
Απάνω στο βολόσυρο ο αναβάτης στέκει,
κρατά τα ηνία σταθερά, το νου του πάντα έχει,
Να οδηγεί τις αϊλιές και να βολοσυρίζουν
τα στάχυα οι τσακμακόπετρες, κομμάτια να τα σκίζουν.
Κάθισμα στο βολόσυρο στη μέση κατασταίνουν,
να κάθονται οι οδηγοί λίγο να ξαποσταίνουν.
Γιατί χωρίς σταματημό όλες τις «δούλες» κάνουν,
τώρα που είναι ο καιρός, δεν πρέπει να τον χάνουν.
Το νου του έχει στσ’ αϊλιές, για να παρατηρήσει,
μπας και της έρθει όρεξη να ξαφνοκατουρήσει.
Το «βουτσολόγο» έντρομα έχει και τόνε πιάνει,
στα σκέλια της ανάμεσα ‘πιδέξια τον βάνει.
Σταλιά δεν πρέπει κατρουλιό εις τον καρπό να πέσει,
δεν πρέπει με τσι κατρουλιές εκείνος να βρωμέσει.
Αν η ουρά σηκώνεται, βουτσές μάλλον θα κάνει,
το βουτσολόγο αυθωρεί κάτω απ’ τον κώλο βάνει.
Η ζέστη είν’ ανυπόφορη, πυρώνει όσο πάει,
ο «ανεμολόγος» δεν κουνεί, καθόλου δε φυσάει.
Άντρες καπέλα ψάθινα στην κεφαλή φορούνε,
ιδροκοπούν κι αγκομαχούν, όμως δε σταματούνε.
Τσεμπέρια έχουν οι γριές, οι κοπελιές μαντήλια,
τα χείλη τους δροσίζει ’τα νερό απ’ τα λαήνια.
Εις του βορόσκιου τ’ ασκιανό βάνουνε το λαήνι,
για να μπορεί ο καθαείς, όντε διψά, να πίνει.
Μ’ ένα συμπάλι δίχαλο τα στάχυα ανακατώνει
και όλα ομοιόμορφα στ’ αλώνι τα απλώνει.
Στρώση παχιά, χωρίς κενά, τον πάτο να μη βρίσκουν
οι πέτρες του βολόσυρου, να μην τόνε σκαλίσουν.
Απόγευμα, τ’ αλώνισμα θα κάνει μία παύση,
θα τελειώσει, σαν θα δεις, τη θημωνιά ν’ αδειάσει.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΜΜ. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΑΚΗΣ
συνταξιούχος δάσκαλος
μαξούλι= η σοδειά
έντρομα= πρόχειρα, φανερά
τσιτσίροι=τα τζιτζίκια
αλικοντίζουνε= εμποδίζουνε
Οι φωτογραφίες είναι από το διαδίκτυο.