Γράφει ο Κωστής Λαγουδιανάκης
Στάρι-κριθάρι θεμωνιές ο Ιούλιος μαζώνει
και ανημένουν το χορό να στέσουνε στ’ αλώνι.
Στο χωματάλωνο βουτσά οι αθρώποι διασκορπούνε
κοπέλια ξεκαλίκωτα τηνε τσαλοπατούνε.
Ετσά λοής με τη βουτσά εχρίστηκε τ’ αλώνι
δε φεύγει εδά το χώμα ντου,τ’ αλώνεμα σιμώνει.
Τα στάχυα ’πό τσι θεμωνιές πιάνουνται χέρα χέρα
την αγκαλιά του αλωνιού ’νημένου γ-κάθα μέρα.
Στάχυα θωρεί ο βωλόσυρος ,κιανείς δε ντονε στένει
βάνει τα ρούχα τση δουλειάς και στο αλώνι μπαίνει.
Δε μ-ποξεχνά ο βωλόσυρος του αλωνιού τα χούγια
καλεί να ’ρθει και ο ζυγός , να ’ρθούνε και τα βούγια.
Γύρω στ’ αλώνι η συζεψά βωλόσυρο θα σύρει
ντακέρνει τ’ αλωνέματος ετσά το πανεγύρι.
Βαρύς πρέπει βωλόσυρος τα στάχυα να δαγκάνει
αλωνιστής στέκει ορθός και πέτρες πάνω βάνει.
Στη βράση του καλοκαιριού αφέντης ήλιος πράσσει
του αλωνέματος χρυσός καρπός να βγει διατάσει.
Δεντρό ’ναι σάικα κοντά στην άκρα στο αλώνι
και η πατούλια τ’ αλωνιού τον ασκιανό ζυγώνει.
Τ’ αστεία και τα χωρατά λιγαίνουνε το χρόνο
επόκαμε τ’ αλώνισμα, το λίχνισμα ’ναι μόνο.
Τα στάχυα πατηθήκανε κοπήκανε στη μέση
λαμί στο γύρο τ’ αλωνιού ο αλωνιστής θα στέσει.
Με το θρινάκι ο λιχνιστής ψηλά πετά και πέρα
και ξεχωρίζει το γ-καρπό η συντρομή τ’ αέρα.
Το κόσκινο πιάνει δουλειά κι η σκούπα παρασέρνει
ο νιος καρπός ολόχρυσος με γέλια ξεπροβαίρνει.
Τα κοντύλια παρασέρνουνται ,ο καρπός σωρό ψηλώνει
και το θρινάκι ο θεριστής πιάνει και στερεώνει.
Πιάνει μια χαχαλιά καρπό στη χέρα να φιλήσει
και λέει ευκές για τον καρπό του χρόνου να πλουτίσει.
Βλογά την ώρα που ο καρπός μισεύγει ’πό τ’ αλώνι
τ’ άλεσμα και το ζυμωτό γοργοκοντοσιμώνει.
Τ’ άχερα φεύγουνε κι αυτά ,πάνε στον αχεριώνα
απού ’ναι για τα ζούμπερα θροφή για το χειμώνα.
Θρινάκι και βωλόσυρο και λίχνισμα στ’ αλώνι
στη μπάντα τα ξορίσανε εδά οι καινούργιοι χρόνοι.
___________________
(ο)ασκιανός:ο ίσκιος (ο)αχεριώνας:ο αχυρώνας (το)βούι:το βόδι (η)βουτσά:τα κόπρανα των αγελάδων.Χρησιμοποιείται για λίπασμα αλλά και για αρκετές άλλες χρήσεις:για να καπνίζουν τις μέλισσες,για καύσιμη ύλη αφού αποξηρανθεί,για επίχρισμα πήλινων πιθαριών,για επίχρισμα του φούρνου και για επίχρισμα των αλωνιών.Οι γεωργοί πιστεύουν ότι η βουτσά δε μυρίζει,γιατί τα βόδια συντρόφεψαν το Χριστό κατά τη γέννησή του. (ο)βωλόσυρος:το γεωργικό εργαλείο που ήταν απαραίτητο και στο αλώνι και στο χωράφι μετά το όργωμα.΄Ηταν ένα επίμηκες επίπεδο βαρύ ξύλο ανυψωμένο λίγο στην μπροστινή μεριά και το έσερναν τα δυο βόδια με τη βοήθεια του ζυγού.Στην κάτω επιφάνειά του είχε κοφτερές λάμες ή κοφτερές σκληρές πέτρες για να κόβει και να θρυμματίζει τα στάχυα,όταν χρησιμοποιούνταν στ’αλώνι.Στο οργωμένο χωράφι θρυμμάτιζε τους βώλους του χώματος.Την ονομασία του την πήρε από το βώλος και σύρνω. (τα)ζούμπερα:τα ζώα γενικά (η)θεμωνιά:η θημωνιά,δηλ.ο σωρός από δεμάτια των θερισμένων δημητριακών (το)θρινάκι: ξύλινο γεωργικό εργαλείο,απαραίτητο στο αλώνι για το λίχνισμα. ΄Εχει μακριά ξύλινη λαβή που καταλήγει σε παλάμη που μοιάζει με τρίαινα (τα)κοντύλια:υπολείματα μετά το αλώνισμα.Χοντρά άχυρα που ο βωλόσυρος δε θρυμμάτισε και μερικές φορές τ’αλωνεύγουν και δεύτερη φορά,γιατί περιέχουν υπολείμματα καρπού (το)λαμί:ο σωρός του αλωνισμένου καρπού που γίνεται από το λιχνιστή στη μέση του αλωνιού μετά το λίχνισμα.Ο λιχνιστής μόλις τέλειωνε το λαμί έκανε με το θρινάκι ένα κύκλο γύρω-γύρω και ένα σταυρό στην κορυφή και μετά κάρφωνε το θρινάκι με την τρίαινα προς τα πάνω και έλεγε στο νοικοκύρη «ως πέφτου ντα κλαδιά το στάρι να πέφτου ντα ελέη του Θεού στο σπιτικό σου».Ο νοικοκύρης μετά έπαιρνε το σακί και αφού έλεγε «στ’όνομά σου Θε μου»,άρχιζε το σάκιασμα του καρπού. λιγαίνω:λιγοστεύω,ελαττωνω και ελαττώνομαι (η)μπάντα:η άκρη ντακέρνω:αρχίζω (ο)ξεκαλίκωτος:ο ξυπόλητος παρασέρνω:σκουπίζω με την παρασύρα (η)πατούλια:η παρέα,μια ομάδα ανθρώπων πράσσω:συχνάζω σάικα,επίρ.: πράγματι,βέβαια (η)συζεψά: η συμφωνία δυο γεωργών που ο καθένας τους έχει από ένα βόδι να τα χρησιμοποιούν εκ περιτροπής και τα δυο σε εργασίες που το απαιτούν .Τέτοια εργασία που απαιτεί στο ζυγό και τα δυο βόδια είναι το αλώνισμα. (η)συντρομή:η βοήθεια τσαλοπατώ:τσαλαπατώ (η)χαχαλιά:το περιεχόμενο μιας φούχτας,η φουχτιά (το)χούι:η συνήθεια χρίω και χρίζω:επιχρίω,πασαλείφω