του Αντώνη Κουκλινού
Οψές αργά επέρασα να πουσουνίσω από το γειτονικό μαγαζί και γροικώ το μπάρμπα Γιώργη να λέει του καταστηματάρχη….
-Ένα χάρτινο γάλα δώμου, το πλιά φτηνό απου ‘χεις, φέρε μου.
Επήγε στο ψυγείο και του φέρνει ο μπακάλης τη πλιά μική συσκευασία και τη βάνει σε μνιά σακούλα.
Ρωτά τονε πόσο κάνει…
Σα ν’ ήκουσε τη τιμή ο μπάρμπας, έβανε τα χέργια ντου στσι τσέπες του, να βρει τα λεφτά να πλερώσει.
Μετρά ξαναμετρά τα κέρματα, ξαναψάχνει τσι τσέπες του, μα δε βαστά να συμπληρώσει το αντίτιμο.
Χαμογελά του μπακάλη και του κάνει….
-Γιαγειρέτο στο ψυγείο, για δε φτάνουνε παιδί μου και συγνώμη….
Κάνει να πορίσει όξω και του λέει ο μπακάλης…
-Πάρε το θείε και μου το πλερώνεις αύριο, αδέ βαστάς εδά τα λεφτά.
-Όη παιδί μου… μούδε αύριο θα τά ‘χω μονο άστο….
Εβγήκα όξω και του φωνιάζω να γιαγύρει οπίσω….
Πχιάνω τη σακούλα και βάνω μέσα το γάλα και άλλα δυό ακόμη και του λέω…
-Πάρε μπάρμπα το γάλα… κερασμένο από μένα…
Εγύρισε το βλέμμα ντου και με ξανοίγει καλά, καλά….
Χαμογελά και μου κάνει…
-Είχα λεφτά να περάσω το μήνα, μα τά ‘δωκα του γιού μου, γιατί ζορίζεται το καημένο, να πλερώσει το ρεύμα κ’ έχει μικιά κοπέλια και ίντα θα γενεί…
Χαμογελαστός, επήρε τη σακούλα μ’ ευχαρίστησε και φεύγοντας μου λέει στ’ αφτί.
-Εγώ αντέχω και χωρίς λεφτά….
-Το κοπέλι μου σκέφτομαι….
Το στομάχι μου εγίνηκε ένας κόμπος…
Εντράπηκα ετόσονά πολύ….
Αυτός ο άθρωπος επήρε τη σύνταξή ντου και αντί να περάσει το μήνα ντου, να πάρει τα φάρμακά ντου και να χει το γάλα ντου να πίνει ένα ποτήρι, τά ‘δωκε να μη κόψουνε το ρεύμα του κοπελιού ντου.
Δηλαδή με λίγα λόγια…
Κ’ ο γιός του ενδέχεται να ζεί το ίδιο δράμα…
Να γυρεύγει κ’ αυτός στσι τσέπες του κέρματα, για να πάρει γάλα, μνιάς και του τα φάγανε οι αιματορουφήχτρες.
Μόνο που αυτός μεγαλώνει κοπέλια και δε μπορεί να πεί του μπακάλη γιαγυρέ το στο ψυγείο.
Από τη μνιά μπάντα με γονατίζει συναισθηματικά, η αγάπη του γέρο για το παιδί ντου…
Και από τη ν’ άλλη με εξοργίζει το κατεστημένο του τόπου μας.
Κανείς πολιτικός δε ν’ έχει το ανάστημα, μπροστά στη καλοσύνη και την αθρωπχιά αυτού το γέρο.
Αντιθέτως κάνει τα αδύνατα δυνατά, να του κόψει και τη σύνταξη…
Πόση ανικανότητα μας κυβερνά Θεέ μου…