Κείμενο: Γεώργιος Χουστουλάκης
Φωτογραφίες, πληροφορίες κειμένου: κα Μεταξία Προβατάρη (εγγονή του Αλέξανδρου Βενέτικου)
Μπορεί να έχουμε αφιερώσει δυο ολόκληρα προηγούμενα άρθρα για τον άλλοτε φύλακα της Φαιστού Αλέξανδρο Βενέτικο, όμως χωρίς το σημερινό άρθρο, ουδέποτε θα καταλάβαινε πλήρως κάποιος γιατί ξεχώριζε, και πώς ξεναγούσε τον κόσμο, Έλληνες και ξένους. Ο τρόπος ξενάγησης του ήταν τόσο παραστατικός, που σχεδόν έκανε αναπαράσταση των συμβάντων των ανθρώπων και των άλλοτε γεγονότων του παλατιού!
Ο Αλέξανδρος ήταν εκτός από άριστος ξεναγός, ήταν και ένας πραγματικός φύλακας της Φαιστού, που γνώριζε ανά πάσα στιγμή αν έλειπε έστω και η παραμικρή πέτρα, το παραμικρό ξυλαράκι, και δεν άφηνε ποτέ κανένα να πατήσει εκεί που δεν έπρεπε.
Ανάμεσα στις τόσες προσωπικότητες που πέρασαν από τη Φαιστό και γνώρισαν τον Αλέξανδρο, ήταν και ο συγγραφέας Ηλίας Βενέζης, ο οποίος αποτύπωσε τη συνάντησή τους αυτή, στο βιβλίο του «Αρχιπέλαγος – Διηγήματα και διηγήσεις ταξιδίων»(ά έκδοση 1969).
Ο Αλέξανδρος μίλησε στο Βενέζη για τους ανθρώπους που γνώρισε κατά καιρούς στη Φαιστό, όπως τον Γάλλο τον Ερριώ με την κοιλίτσα, με τον οποίο φωτογραφηθήκανε και του πρόσφερε μάλιστα και λίγη μυζήθρα με ζάχαρη και ήπιανε μαζί κρασί, γιατί έτσι έλεγε το συνηθίζουν, είπε, και οι Γάλλοι. Του μίλησε για πρίγκιπες και βασιλιάδες και για στρατάρχες που γνώρισε και του έσφιξαν το χέρι, μαζί με τους βασιλιάδες της Φαιστού.
Μετά ο Αλέξανδρος συνέχισε να μιλά μόνος του, σε ένα ατέλειωτο μονόλογο, όπως αυτός αποτυπώνεται μέσα από την πένα του συγγραφέα. Φυσικά ο Βενέζης εδώ, χρησιμοποιεί το ύφος και το κλασσικό φρασεολόγιο του Αλέξανδρου:
Ο μονόλογος του Αλέξανδρου
«…Θα με ερωτήσετε, μονολογεί ο Αλέξανδρος, «είναι κανένα υποκείμενον από αυτά τα σπουδαία τα αλλοεθνή, που να το ενθυμείσθε Αλέξανδρε περισσότερο»; Και εγώ θα σας αποκριθώ «Μάλιστα, είναι ένας Αμερικάνος, από εκείνους τους ψηλούς, που λέγονται καουμπόη, κάτι έχει σχέση με αγελάδες, δεν ξεύρω ακριβώς τι. Τον λένε Ερρίκο Μύλλερ. Ήλθεν εδώ ολίγον μετά τον μεγάλο πόλεμο. Ήμουν νέος, δεν ήξερα την γλώσσα του, δεν ήξερε την δική μου, είπαμε και τα οικογενειακά μας, συννενοηθήκαμεν βεβαίως. Ήλθεν ο πόλεμος και τον έχασα. Έλεγα: «Τον επήρε και αυτόν το Χάος». Οπότε, μεταπολεμικώς, από Γάλλον ταξιδιώτη μαθαίνω περί αυτού, ότι έγινε σπουδαίος συγγραφεύς και άλλα. Έγραψε και δι εμέ εις το βιβλίον του με θαυμασμόν. Εκάθισα και εγώ και του έγραψα επιστολήν, όμως δεν την έστειλα, είναι εδώ και περιμένει την ώρα της. Την έχω μαζί μου σα να είναι ο ίδιος ο κύριος Ερρίκος, εδώ εις την καρδιά μου. Θα την διαβάσετε τη νύχτα, κι αύριο θα μου την επιστρέψετε, την διάβασαν κι άλλοι. Και είναι σαν να πηγαίνει σε πολλούς, ενώ δεν θα πάει ποτέ σε εκείνον τον ένα…»
Μου έδωσε το γράμμα, σηκωθήκαμε (αφηγείται ο Βενέζης). Ο Αλέξανδρος κρέμασε στον ώμο του το ταγαράκι του, με καληνύχτισε, ροβόλησε από το ύψωμα του παλατιού της Φαιστού, χάθηκε. Στο Περίπτερο σαν έμεινα μόνος, διάβασα το γράμμα «που δεν θα πάει ποτέ στον Έναν»
Εμείς παραθέτουμε την επιστολή αυτή που έγραψε ο Αλέξανδρος προς τον κύριο Μύλλερ. Να σας θυμήσουμε, πως ο Μύλλερ αναφέρει τον Αλέξανδρο στο βιβλίο του «Ο Κολοσσός του Μαρουσιού»(ά έκδοση 1941, στην Ελλάδα γίνεται γνωστό το 1965)
Η επιστολή προς τον Μύλλερ
«Αγαπητέ κύριε Μύλλερ»
Έχω τώρα τον τρόπο να σου γράψω, και ζητώ συγνώμην, διότι τόσος καιρός όπου επέρασε δεν σας έγραψα. Ομιλώ δια εσάς εις όλους τους τουρίστας, και όλοι πάλι οι τουρίσται μου ομιλούν δια το υποκείμενο σας. Επληροφορήθην μετά πολλής χαράς, ότι είσθε εις τα Παρίσια, παρομοίως και το παρελθόν έτος.
Το βιβλίο σας, το οποίον μεταφράσθη εις όλας τας γλώσσας της ανθρωπότητας, με ευχαρίστησε περισσώς, και πολλάς έχω δι’ εσάς ευχαρστίας, με το να αναφέρεται εκεί το όνομά μου. Αν ρωτάτε την γνώμη μου, πρέπει να γίνει συντόμως και Ελληνική μετάφρασις. Σας στέλνω μετά σεβασμού την ενθύμησή μου κύριε Μύλλερ, τώρα που γνωρίζω ότι είσθε εις τα Παρίσια, ελπίζω ότι θα είσθε μια χαρά και θα σας αναμένω εδώ με μεγάλη ανυπομονησία, εγώ καθώς και ο πληθυσμός ο περί εμέ. Θα μου πείτε ότι είσθε περίπου εβδομήντα ετών, όσο και να είσθε, εγώ θα σας ανημένω. Έχω ήδη επισκέπτας που είναι και εκατόν ετών, τώρα όλοι όσοι πλησιάζουν να αποθάνουν ταξιδεύουν αντί να ησυχάζουν, λοιπόν είσθε πολύ νέος ακόμη, και η επίσκεψή σας θα μου δώσει μια τόσην μεγάλην χαρά!
»Σας ασπάζομαι την χείρα, και είμαι δια βίου υμέτερος.
Αλέξανδρος Βενέτικος – Φαιστός Μεσσαράς»
Σε αυτό το σημείο να προσθέσουμε πως η συνάντηση του Μύλλερ με τον Αλέξανδρο Βενέτικο είναι η πιο συγκινητική σκηνή του δεύτερου μέρους του βιβλίου του, καθώς ο βαθμός της επικοινωνίας μεταξύ τους τη μέρα αυτή του 1939, είναι τόσο άμεσος παρόλο που δε μιλούν την ίδια γλώσσα και ανήκουν σε διαφορετικούς κόσμους. Πώς κατάφεραν αυτή την άριστη επικοινωνία ο διανοούμενος Αμερικάνος και ο απλός ξεναγός; Η απάντηση του διάσημου συγγραφέα υπήρξε λακωνική και χαρακτηριστική: «Μιλήσαμε με την κουφή και μουγκή γλώσσα της καρδιάς»!
Ο Αλέξανδρος και η ζωντανή ξενάγησή του
Σήμερα εμείς μπορεί να μην έχουμε την τύχη να περιηγηθούμε στη Φαιστό με ξεναγό τον Αλέξανδρο Βενέτικο, αλλά μπορούμε να ζήσουμε έστω και στη φαντασία μας αυτή την ξενάγηση,- βάσει της περιγραφής που έκανε για εκείνον ο Ηλίας Βενέζης – ο οποίος είναι απόλυτα παραστατικός. Θα μας περιγράψει με τον δικό του μοναδικό τρόπο, πώς ο Αλέξανδρος ξενάγησε εκείνη την ημέρα τον ίδιο και τους υπόλοιπους επισκέπτες της Φαιστού:
…Ο ήλιος έλαμπε πάνω από τον κάμπο της Μεσσαράς, (γράφει ο Βενέζης) κι από το Λυβικό Πέλαγο όταν, την άλλη μέρα, ακολουθώντας τα βήματα του Αλέξανδρου, αρχίσαμε την περιπλάνησή μας στο Παλάτι της Φαιστού. Το κοντό λειψό του σώμα, πήρε ζωντάνια άλλη, καθώς πατούσε το χώμα των ερειπίων, καθώς άγγιζε τις πέτρες, τα αρχαία πιθάρια, καθώς έσκυβε για να προσδιορίσει μια καμπύλη, ή τιναζόταν επάνω, για να δείξει τη λεβεντιά του ήρωα. Ή καθόταν σταυροπόδι, για να περιγράψει τον τρόπο που έκανε το μπάνιο της και τις άλλες χρείες της, η βασίλισσα της Φαιστού. Τα κοκκινισμένα από τον ήλιο μάτια του έβγαζαν σπίθες, η φωνή του ήταν βραχνή, καθώς μελετούσε τους Μεσομινωικούς προγόνους του, ιστορώντας το τι θα έλεγαν, πως θα έπρατταν – λεπτομέρειες που τις έτρεφε μια φαντασία αχαλίνωτη και γραφική:
-Βλέπετε αυτόν τον τοίχο εδώ; Δεν θα άρεσε, ως φαίνεται του Βασιλέως Ραδάμανθυ και θα είπε:
-«Ας το αλλάξωμεν»! Και το άλλαξε. Αν προσέξωμεν εις το μέσον της Δυτικής αυλής, βλέπομεν ένα διάδρομον, όπου οι αρχαίοι ημών πρόγονοι εκάθητο ή οκλαδόν, δηλαδή έτσι (ο Αλέξανδρος κάθεται οκλαδόν), ή έτσι (ο Αλέξανδρος αλλάζει στάση) ή εβάδιζαν. Και τα τρία ημπορεί να έκαμναν. Όπως λέγει ο κύριος διευθυντής μου ο αρχαιολόγος, εδώ υπήρχε θρανίο εκ γύψου και μεγάλο μαχαίρι. Τώρα, εις τι εχρησίμευε αυτό το μεγάλο μαχαίρι; Ήτο μάλλον δια τα σφάγια.
Ο Αλέξανδρος προχώρησε στη μεγάλη πέτρινη σκάλα των ανακτόρων. Της έδινε αμέσως, αυτής της σκάλας, – με την φαντασία του και με το μυαλό του – μέγεθος μοναδικό!
-Βλέπομεν ότι είναι η μεγαλυτέρα σκάλα του κόσμου! Διότι τόσο σπουδαίοι ήταν οι άνθρωποι όπου εζούσαν εις τον καιρόν εκείνον!
Εδώ κάτω έγιναν ανασκαφαί από Ιταλούς. Ευρέθησαν και μικρά λιθαράκια που λέμε, με σιτάρι απανθρακωμένο, και ένα βάζο όπου εις το χείλος του είχε ζωγραφισθεί αγκυλωτός σταυρός. Διότι βεβαίως, ο Χίτλερ επήρε από εδώ το σήμα του, όπως και εις τας Ινδίας, όπου σημαίνει Ήλιος.
Ο Αλέξανδρος ολοένα ζεσταινόταν από την αφήγηση του. Σαν να μας είχε ξεχάσει πια εμάς, σαν να παρακολουθούσε όλα τα οικιακά των Μινωιτών, και τα έλεγε για τον εαυτό του.
-…Τώρα αυτό εδώ το μέρος του πολιτισμού, τι να ήτον;
Άλλοι έχουν να λένε ότι ήτο τζάκι – κουζίνα. – Και εγώ συμφωνώ. Εκεί καθόταν ο μάγειρας με τα παιδάκια. Και εκεί ήτον ο στάβλος. Εδώ πάλι βρεθήκανε δυο μεγάλα πιθάρια. Και το πράμα ενδιαφέρει πρώτα τας κυρίας:
Εδώ όταν ανέσκαψαν οι Ιταλοί, ευρήκαν ένα χρυσόν φύλλον, όπου οι τότε αρχαίαι κυρίαι, το έβαζαν ως διάδημα να πούμε.
Είπαμε πως οι αρχαίοι άνθρωποι ήσαν κοντοί όπως εγώ, λοιπόν, να μια ακόμα επιβεβαίωσις:
Πλάι σε αυτά τα πιθάρια, βλέπουμε αυτά τα κάτι σαν σκαμνάκια. Ε λοιπόν, σε αυτά πατούσαν οι πρόγονοί μου και έφθαναν εις το πιθάρι, και εκεί θα ήτον το γουδί που θα κοπανούσαν τις ελιές…
Άξαφνα ο Αλέξανδρος γύρισε τα μάτια του από τα ερείπια, κοίταξε μαγεμένος τη φύση γύρω του.
-Μα ιδέστε τι ωραίος είναι ο κάμπος της Μεσαράς!
Ο Αλέξανδρος προχώρησε πιο βαθειά στα ερείπια του, πιο βαθειά στον κόσμο του.
Έδειξε:
-Τώρα εδώ βλέπετε το ιερόν λουτρόν εξαγνισμού. Εις αυτήν την βασιλική βεράντα, ήρχετο πρώτον και λιαζόταν η βασίλισσα. Εις αυτό δεν συμφωνούν όλοι οι αρχαιολόγοι. Μπορεί να έκανε και τίποτις άλλο εις την βεράντα η βασίλισσα, εκτός όπου λιαζότανε.
Ιδέστε και αυτήν την μεγάλην λεκάνην, εμπρός εις την βεράντα. Ίσως να ήτο εδώ το μπάνιο, λένε οι μεν. Άλλοι πάλι λένε: «Μπάνιο εμπρός εις μίαν αυλήν; Αδύνατον!» Αυτοί ισχυρίζονται ότι θα ήτο λεκάνη για πλησταριό. Άλλοι λένε:
«Θα ήτο γούρνα με ψαράκια». Εις αυτό το τελευταίο συμφωνώ και εγώ, θα ήτο μάλλον γούρνα με ψαράκια του Λυβικού πελάγους ή χρυσόψαρα.
Ο Αλέξανδρος έκανε λίγα πηδηχτά βήματα, σαν να παρίστανε τα ψαράκια του Λυβικού πελάγους να πηδάνε!
-…Εδώ ήτο οι γυναικονήται, όπου έμεναν αι κυρίαι των τιμών, είπε τώρα ο Αλέξανδρος με επισημότητα.
Εδώ είχον το δακρυοδοχείον, το οποίον όταν οι αρχαίοι έχαναν παιδί, το έβαζαν εκεί κοντά, – το δοχείον – εις το μάτι τους (ο Αλέξανδρος κάνει την κίνηση των αρχαίων), και έτρεχαν μέσα τα δάκρυα, καθώς οι Ρωμαίοι είχαν το λακριμαντόριουμ.
Δυο κυρίαι είχαν προστεθεί τώρα στη συντροφιά που ξεναγούσε ο Αλέξανδρος. Τις κοίταξε, είπε:
-Τώρα παρακαλώ να περάσουν πρώται αι κυρίαι, διότι εδώ που εφθάσαμεν, ήτο η αίθουσα της βασιλίσσης. Όταν φθάσουμε στην αίθουσα του βασιλέως, θα περάσουν πρώτοι οι άνδρες κατά την τάξιν.
Αυτό εδώ το μέρος που βλέπετε περιφραγμένον με παλιοσύρματα, ήτο η αίθουσα της τραπεζαρίας. Εδώ εκάθητο αι κυρίαι των τιμών, προς συντροφιά της βασιλίσσης.
Όλοι οι αρχαιολόγοι δεν είναι σύμφωνοι με αυτό. Άλλοι λένε: «Ίσως», άλλοι λένε «φελάιχ». Άλλοι λένε «περχάπς». Ο καθείς αναλόγως του ιδιώματος. Οι Σουηδοί δεν ξέρω πως λένε το «ίσως», ξεύρω μόνον δυο λέξεις Σουιδικάς, το «αγε αγε» και «τάθιζόκετ».
-Και τώρα πηγαίνομεν εις το λουτρό της βασιλίσσης…
Εδώ χαμήλωσε με ντροπαλοσύνη το πρόσωπό του ο Αλέξανδρος .
-Από εδώ όπου πηγαίνω ήρχετο η βασίλισσα. Βεβαίως θα την ακολουθούσαν δυο θεραπενίδες. Εδώ έβγαζε τα ρούχα της. Και εδώ, λένε, ήτο το μπάνιο, καλά!
Αλλά που είναι ο τρόπος αποχετεύσεως; Οι αρχαιολόγοι λένε:
– «Ασχέτως όλων ήτο μπάνο!» Δηλαδή θα υπήρχον εδώ οι θεραπενίδες, και θα της έριχναν νερό της βασιλίσσης, δηλαδή ντους.
Μια φορά ήτο εδώ ο διευθυντής μου, ο έφορος των αρχαιοτήτων , οπότε ήλθον προς επίσκεψιν της Φαιστού κόραι της Ρόδου. Λέγω εις τον Διευθυντή μου:
-«Κύριε Διευθυντά, εσείς να μιλήσετε εις τας Ροδίτισσας». Μου λέει εκείνος:
-«Όχι εγώ Αλέξανδρε, εσύ!»
-«Όχι κύριε Διευθντά, εσείς!»
Τέλος είπα εις τας κόρας της Ρόδου:
«Έχομεν οι ειδικοί απορίας δια το μπάνιο. Μήπως έκαμνεν η βασίλισσα το μπάνιο της με γάλα γαιδουρίσιο;»
-«Και το γάλα τι εγίνετο έπειτα;» Ρώτισαν αι κυρίαι της Ρόδου.
-«Το έπιναν οι δούλοι» είπα!
Τώρα ο Αλέξανδρος χαμογελούσε με μια αδιόρατη πονηριά.
-Με συγχωρείτε… είπε και ξερόβηξε!
Εδώ βλέπετε το διαμέρισμα του αποχωρητηρίου. Εδώ έπειτα ανέβαινε η βασίλισσα και, με συγχωρείτε, εκάθητο αλά τούρκα, και ας είναι βεβαίως κουραστικόν.
Ήλθον τελευταίως και δυο νέοι Γερμανοί από το Αμβούργο, Φορούσαν τσιμερλότε, φορούσαν σκουλαρίκια, καλύτερους νέους δεν είχα δει εις το πρόσωπον, σαν να ήτον μήλον, ούτε εις κορίτσια δεν είχον δει τέτοιο πρόσωπον. Έλεγεν ο κοσμος: «Αυτοί θα είναι γυναίκες». Όχι ήτο άνδρες. Δια αυτό δεν έλεγαν να το κουνήσουν από τα διαμερίσματα αυτά εδώ της βασιλίσσης.
Η μέρα είχε προχωρήσει, ο Αλέξανδρος είχε κουραστεί. Γυρίζει, είδε τον Ψηλορείτη.
-Κοιτάξτε τον Ψηλορείτη!
Απότομα χαμήλωσε το κεφάλι, σώπασε. Στερέωσε στον ώμο του το ταγαράκι του, υποκλίθηκε ταπεινά:
-Τώρα εγώ θα σας αφήσω, Ετελείωσα. Τώρα τα ερείπια θα σας μιλήσουν μοναχικώς…
Αν έχετε να πείτε τίποτα μαζί τους θα σας μιλήσουν. Χαίρετε!
Κοίταξε πάλι προς τον Ψηλορείτη, χαμήλωσε το κεφάλι. Ήξερε για άλλη μια φορά, πως για αυτόν δεν υπήρχε πια Ψηλορείτης, πως η μοίρα του ήταν οι σκιές της Φαιστού.
Ολόκληρη η ζωή του με σκιές και φαντάσματα. Προχώρησε κατά το δενδράκι του, κάθισε κουρασμένος. Δεν άκουγε πια τίποτα. Σαν να παρακαλούσε να τον πάρουν πια κι αυτές οι σκιές…