Κείμενο από μαρτυρίες και βιβλιογραφίες: Γεώργιος Χουστουλάκης.
Φωτογραφίες: Metaxia Provatari (εγγονή του Αλέξανδρου)
Από χρόνια είχα πληροφορηθεί για ένα φύλακα της Φαιστού που είχε αφήσει εποχή, και κατάφερε να συναρπάσει χιλιάδες ξένους τουρίστες, και διάσημες προσωπικότητες, μεγιστάνες και βασιλιάδες, αν και ήταν πολύ απλός άνθρωπος. Έτσι έστρεψα την έρευνά μου, σε αυτόν τον ιδιαίτερο Μεσαρίτη, και θα προσπαθήσω να ζωγραφίσω με περιγραφές το προφίλ του.
Ο άνθρωπος αυτός που υπήρξε η σπουδαιότερη φυσιογνωμία στον κλάδο των αρχαιοφυλάκων, ίσως και σε παγκόσμιο επίπεδο, δε ήταν άλλος από τον Αλέξανδρο Βενέτικο, γνωστός σε πολλούς σαν ο διάσημος φύλακας της Φαιστού.
Μπορεί μη ζει εδώ και κάποια χρόνια, αλλά πολλοί είναι εκείνοι που τον θυμούνται και πολλοί μιλάνε ακόμα με τα καλύτερα λόγια για αυτόν. Το επίθετο «Βενέτικος», εικάζεται ότι προέρχεται από τους προγόνους του, που είχαν εμπορικές συναλλαγές με τους Βενετούς.
Αρχαιοφύλακες έχουν περάσει πολλοί από την Φαιστό κατά καιρούς, όμως τι ήταν εκείνο που έκανε τον κόσμο να αγαπήσει τον συγκεκριμένο αρχαιοφύλακα, και οι ξένοι τουρίστες να τον λατρέψουν κυριολεκτικά, σε σημείο που στην πατρίδα τους να μιλάνε περισσότερο για τον Βενετικό, παρά για την ίδια τη Φαιστός; Αυτό θα το δούμε στην πορεία.
Ο Αλέξανδρος Βενέτικος γεννήθηκε το 1903 στους Βώρους χωριό του νομού Ηρακλείου που βρίσκεται 2-3 χλμ. βόρεια του αρχαιολογικού χώρου της Φαιστού. ( Εικάζεται ότι το χωριό πήρε το όνομά του είτε λόγω της θέσης του καθώς οι κάτοικοι ονομάζονταν βόρειοι ή από το γιο του βασιλιά της Φαιστού Ραδάμανθυ, το Βώρο.
Ο Αλέξανδρος κατάφερε να φτιάξει μια πού όμορφη οικογένεια που τον υπεραγαπούσε, και εκείνος έκανε τα πάντα για αυτήν.
Ας δούμε τι λέει για τον παππού της τον Βενετικό, και το δέσιμό του με την οικογένεια, η εγγονή του Μεταξία Προβατάρη:
«Ο παππούς μου έζησε όλη του τη ζωή στους Βώρους, και σε πολύ μικρή ηλικία χάνει τον πατέρα του και μεγαλώνει με τη μητέρα του και τις δύο του αδερφές τη Στυλιανή και τη Δεσποινιώ. Γίνεται έτσι ο προστάτης της οικογένειάς του για όλα τα υπόλοιπα χρόνια. Ακόμα και όταν παντρεύεται την αγαπημένη του Ιωάννα, η μητέρα του και οι αδερφές του συνεχίζουν να είναι υπό την προστασία του μέχρι το τέλος της ζωής τους, καθώς οι αδερφές του δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Με την Ιωάννα απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Το Γιάννη, τη Μαρίκα, την Ελβίρα και την Ελένη (τη μητέρα μου). Παρόλο που η οικογένεια είχε πολλά μέλη (συμπεριλαμβανομένων των δύο γιαγιάδων και των δύο αδερφών του παππού μου), η μητέρα μου πάντα μου λέει με νοσταλγία ότι μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον γεμάτο από αγάπη και σεβασμό του ενός προς τον άλλο. Χαρακτηριστική σκηνή: Όταν ο παππούς επέστρεφε από τη δουλειά μόλις ακουγόταν η εξώπορτα τα αδέρφια όλα κάθονταν με σειρά κατά ηλικία πίσω από την πόρτα και ένα-ένα του φιλούσε το χέρι λέγοντας: “Καλησπέρα μπαμπά”. Η μία μεγάλη αγάπη του παππού μου λοιπόν ήταν η οικογένειά του. Γιατί υπήρχε άλλη μία, εξίσου δυνατή: η δουλειά του. Για περισσότερο από σαράντα χρόνια και μέχρι το 1968, υπήρξε φύλακας της Φαιστού. Τη Φαιστό και τα αρχαία της τα λάτρεψε και τα πρόσεχε όπως τα παιδιά του. Η λατρεία του αυτή τον έκανε να μπορεί να ξεναγεί σε έξι γλώσσες αν και είχε μόνο γνώσεις δημοτικού! Και όταν μια φορά επί Κατοχής κάποιος Γερμανός τόλμησε να πειράξει κάτι από τα αρχαία ο κυρ’ Αλέξανδρος (έτσι τον φώναζαν), πήγε με τα πόδια και ένα γαϊδουράκι μόνος στα Χανιά για να καταγγείλει το γεγονός. Τα χρόνια που εργάστηκε στη Φαιστό γνώρισε πολύ κόσμο και αγαπήθηκε από όλους. Με λίγα λόγια αυτός ήταν ο κυρ Αλέξανδρος. Ταπεινός, γεμάτος αγάπη και σεβασμό για κάθε ζωντανή ύπαρξη (δεν πατούσε ούτε μυρμηγκάκι), και κυρίως για τις δύο του μεγάλες αγάπες. Την οικογένειά του και τη Φαιστό. Εγώ και τα υπόλοιπά του εγγόνια θα τον θυμόμαστε όμως σαν τον λατρευτό μας παππού, που του φιλούσαμε το χέρι κάθε φορά που τον βλέπαμε ενώ αυτός μας έδινε την ευχή του. Θα τον θυμόμαστε να τσουγκρίζει στο τραπέζι πάντα πρώτος λέγοντας “υγιαίνεται”, και σε εμάς τα παιδιά να μας τσουγκρίζει στο κούτελο με το ποτηράκι το κρασί λέγοντας μας “καλή πρόοδο και καλή φώτιση παιδιά μου”. Θα τον θυμόμαστε να απευθύνεται στη γιαγιά λέγοντας πάντα “αγάπη μου Ιωάννα”. Και θα θυμόμαστε πάντα την δική του καρέκλα στην αυλή και αυτόν να κάθεται εκεί να διαβάζει, κάτω από τα γιασεμιά… Έφυγε από τη ζωή ήσυχα, στις 11 Ιανουαρίου 1989. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει…
Αλέξανδρος Βενετικός – Ένας πολύ τυχερός άνθρωπος
Αν και ο πατέρας του ήταν πολύ πλούσιος, εν τούτοις είχε μπλέξει με κακές συναναστροφές που αγαπούσαν το κρασί, και σύντομα έγινε πάμπτωχος. Έτσι η μητέρα του έφυγε και τον εγκατέλειψε, αλλά ωστόσο πήγαινε ταχτικά και φρόντιζε τον μικρό Αλέξανδρο. Ήταν όμως πέντε χρονών ο Αλέξανδρος που μια γύφτισσα στην Πόμπια διάβασε την παλάμη του, και πρόβλεψε πως ο Αλέξανδρος θα γίνει κάτι σπουδαίο στη ζωή του.
Άλλη μια φορά ένας γέρος που ήξερε από χειρομαντεία, πλησίασε το παιδί, κοιτάζει τις παλάμες του και λέει:
– «Πώ πώ π’ω! Τούτο το παιδί θα το χαιρετήσει ο κόσμος όλος! Ακόμα και οι Βασιλείς!»
Άλλη μια φορά πήγαν αθίγγανοι στους Βόρους και μένανε σε κάτι σκηνές πολύ κοντά στον ποταμό. Έσυρε όμως νερά ο ποταμός, και ο πρόεδρος του χωριού, είπε στον Αλέξανδρο που ήταν επιστάτης σε κάποια οικογένεια, να τους πάρει στο σπίτι τους να μην τους παρασύρουν τα ορμητικά νερά. Τους άνοιξαν πράγματι μια αποθήκη για να μείνουν όσο χρειαστεί. Σε κάποια στιγμή πλησιάζει τον Αλέξανδρο μια γριά γύφτισσα, από τα μέρη της Καισάρειας, ενώ οι άλλοι έβαλαν το σιδερένιο τριπόδι στην αυλή, άναψαν φωτιά και μαγείρευαν. Τον πλησιάζει η γριά:
-«Εσύ παιδί μου, χίντι χίντι, θα αναλάβεις μια καλή δουλειά»! Του λέει η γριά από τα μέρη της Καισαρίας. Τότε ο Αλέξανδρος συνειδητοποίησε πως είχε ακουστά για κάτι περί Φαιστού, και σκέφτηκε να του το διευκρινίσει η γριά, μήπως εννοούσε τη Φαιστό.
Την ξαναρωτά.
-«Θα περάσει πολύς καιρός γιαγιά»; Εκείνη του απαντάει:
-«Χίντι χίντι»!
Ο Αλέξανδρος στάθηκε λίγο να πάρει ανάσα. Κοίταξε μια τον χιονισμένο Ψηλορείτη, μια τον ήλιο που βασίλευε στο Λιβυκό. Πήρε λάδι έκοψε και κάτι λουλούδια από τον ανθόκηπο τους και πήγε στην Παναγία την Καρδιτσιώτισσα, να την παρακαλέσει γονατιστός να μεσολαβήσει να βρει μια καλή δουλειά. Δεν πέρασε πολύς καιρός και του λένε:
-«Πήγαινε Αλέξανδρε στο Ηράκλειο να ορκιστείς φύλακας της Φαιστού. Θα κάμνεις εκεί και κανένα τσαγάκι, να σερβίρεις κανένα καφεδάκι καμιά λεμονάδα…».
Έτσι ξεκίνησε ο Αλέξανδρος σαν φύλακας της Φαιστού, και έμεινε είκοσι έξη χρόνια!
Πολλές οι διασημότητες που εντυπωσιάστηκαν από τον Αλέξανδρο
Τα χρόνια που εργάστηκε στη Φαιστό γνώρισε πολύ κόσμο και αγαπήθηκε από όλους.
Γνώρισε μεγάλες προσωπικότητες και διασημότητες της εποχής, από τον καλλιτεχνικό και τον πολιτικό κόσμο. Το 1939 επισκέπτεται τη Φαιστό, κατά την περιήγησή του στην Ελλάδα ο Αμερικανός πεζογράφος Χένρυ Μίλερ. Τις εντυπώσεις του από την επίσκεψή του στη χώρα μας τις αποτυπώνει στο βιβλίο του “Ο Κολοσσός του Μαρουσιού”.
Παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο αυτό, που αφορούν τον Αλέξανδρο:
«…Όταν είχα φτάσει στο επίπεδο του γκρεμού, είδα μπροστά μου ένα μονοπάτι που οδηγούσε στο περίπτερο, το οποίο έχει χτιστεί στο χώρο των ερειπίων για τη φιλοξενία των επισκεπτών. Ξαφνικά διέκρινα έναν άνθρωπο που στεκόταν στην άλλη μεριά του μονοπατιού. Όσο πλησίαζα, εκείνος άρχισε να υποκλίνεται και να με χαιρετάει. “Αυτός πρέπει να είναι ο κύριος Αλέξανδρος”, σκέφτηκα.
-” Ο Θεός σάς έστειλε” είπε, δείχνοντας τον ουρανό και χαμογελώντας μου σα να βρισκόταν σε έκσταση… “Αυτός ο πόλεμος” είπε σταυρώνοντας τα χέρια του και σηκώνοντας τα μάτια του με σεβασμό σε άφωνη ικεσία ” αυτός ο πόλεμος…κανένας δεν έρχεται εδώ πια.”
Ο Αλέξανδρος είναι εντελώς μόνος. Η Φαιστός ξεχάστηκε. Σταμάτησε να κόψει ένα λουλούδι και να μου το προσφέρει. Κοίταξε λυπημένα το λουλούδι σαν να το συμπονούσε για την ατυχία του που είχε απομείνει μόνο του και άνθιζε απαρατήρητο.
Ο Αλέξανδρος μου έκανε νεύματα. Το μεσημεριανό ήταν έτοιμο. Είδα ότι είχε ετοιμάσει το τραπέζι μόνο για μένα. Επέμεινα να βάλει ένα πιάτο και γι’ αυτόν. Δυσκολεύτηκα να τον πείσω να το κάνει. Έπρεπε να περάσω το μπράτσο μου γύρω του, να δείξω τον ουρανό, να σβήσω τον ορίζοντα, να τα συμπεριλάβω όλα με μια κίνηση πριν τον καταφέρω να συναινέσει να μοιραστεί το φαγητό μαζί μου… …Ο Αλέξανδρος με παρακάλεσε να μείνω μερικές ημέρες. Έβγαλε το βιβλίο των επισκεπτών για να μου δείξει πότε είχε έρθει ο τελευταίος επισκέπτης…
Αποχαιρέτησα τον Αλέξανδρο που έκλαιγε τώρα. Έκανα γρήγορα μεταβολή και ξεκίνησα για το μονοπάτι που περιτρέχει την άκρη του γκρεμού. Ύστερα από μερικά βήματα ο Αλέξανδρος βρισκόταν πίσω μου’ είχε μαζέψει στα γρήγορα ένα μικρό μπουκέτο λουλούδια και μου το πρόσφερε. Χαιρετηθήκαμε και πάλι. Ο Αλέξανδρος έμεινε εκεί, κουνώντας μου το χέρι καθώς γύριζα που και που πίσω για να δω. Έφτασα στην απότομη κατηφόρα που έπρεπε να διαβώ περιμετρικά για να βγω στο φαράγγι. Κοίταξα πίσω για τελευταία φορά. Ο Αλέξανδρος στεκόταν ακόμη εκεί, ένα μικρό σημάδι τώρα, και όμως κουνώντας ακόμη το λουλούδια και μου το πρόσφερε…»
Πώς γνωρίστηκαν με τον μυθιστοριογράφο Ηλία Βενέζη
Κάποια εποχή κατέβηκε ο Ηλίας Βενέζης στην Κρήτη και επισκέφτηκε τα ανάκτορα της Φαιστού, δεν αποκλείεται να ήθελε να γνωρίσει ειδικά τον ίδιο τον Αλέξανδρο. Από την πρώτη κιόλας συνάντηση τους, είχε ενδιαφέρον για τον Ηλία Βενέζη, και αυτό φαίνεται στο κείμενό του. Βλέπει ο Βενέζης τον Αλέξανδρο να κάθεται κάτω στον ίσκιο του μοναδικού δένδρου των ερειπίων της Φαιστού, κοιτάζοντας τις σκιές, που απλωνόταν σιγά- σιγά με την νύχτα που ερχόταν στον εξαίσιο κάμπο της Μεσαράς. Πλησιάζει κοντά και τον ρωτάει:
-Εσύ είσαι ο Αλέξανδρος Βενέτικος, φύλακας του παλατιού της Φαιστού; Και συνεχίζει ο Ηλίας Βενέζης στο βιβλίο του:
«…Ο Αλέξανδρος μόλις τον είδε σηκώθηκε βιαστικά.
-Α κύριε, δεν σας αντελείφθην! Βλέπετε εις την Φαιστόν αυτήν την ώρα ο άνθρωπος ημπορεί να απολυσμονηθεί…
-Θα μείνω απόψε εδώ, μπορούμε να περιηγηθούμε αύριον μαζί τα ερείπια;
-Και βέβαια ημπορούμε, από τετάρτου αιώνος, αυτό κάνει εδώ ο Αλέξανδρος ο Βενέτικος! Παρουσιάζει τους προγόνους του τους Μινωίτες εις τον κόσμον! Θέλετε να καθίσετε λίγο κάτω από το δένδρο μου;
Εδώ ο Ηλίας Βενέζης κάνει μια περιγραφή του Αλέξανδρου, και έχει γράψει στο βιβλίο του τα εξής:
“Είναι ένα ανθρωπάκι κοντόσωμο λιγνό, μικρά πόδια, μικρά χέρια, Και μαύρο πίσσα από τον ήλιο το δέρμα του, τον ήλιο των ερειπίων και του Λυβικού πελάγου. Ο Αλέξανδρος είναι ο μόνος Αφέντης της Φαιστού. Ξεκινάει χειμώνα καλοκαίρι από το κοντινό χωριό του με το ψωμί του και το προσφάι του σε ένα ταγαράκι, ακουμπά το ταγαράκι στον κορμό του δένδρου της Φαιστού. Κάθεται και αγναντεύει τον κάμπο της Μεσαράς από το ίδιο μέρος το απόκρημνο, που θα κοίταζαν και οι βασιλιάδες της Φαιστού. Έρχονται οι ξένοι, ανοίγουν τα βιβλία τους, ζητάνε τον Αλέξανδρο.
-Εσύ είσαι ο Αλέξανδρος ο Βενέτικος, ο φύλακας της Φαιστού;
Ο Αλέξανδρος οδηγεί τους ξένους στα ερείπια, και καταφέρνει να συνεννοείται μαζί τους μιλώντας μια γλώσσα παλαϊκή, των συναξαρίων και των αρχαιολόγων, έχει χιούμορ, παίζει με τα πάντα, με μια σβελτάδα σπαθιού, είναι περήφανος και βέβαιος για την καλή του Μοίρα”.
Πιο κάτω στο βιβλίο του ο Βενέζης γράφει για το τι πίστευε ο Αλέξανδρος για τους Γνήσιους αρχαίους Κρήτες.
«Λένε οι αρχαιολόγοι, ότι οι αρχαίοι Κρητικοί μου πρόγονοι ήσαν κοντοί, ποια άλλη επιβεβαίωση του πράγματος θέλετε από εμέ; Κοιτάξτε εμέ, ένεκα αυτού, όλοι οι αρχαιολόγοι του κόσμου, μου γράφουν ως εξής: “
“Αγαπητέ Αλέξανδρε απόγονε της Μεσομινωικής εποχής…”
Ο Αλέξανδρος κατά τον Ηλία Βενέζη, δεν παρέλειπε να τονίζει το πόσο μπροστά ήταν ο πολιτισμός του παλατιού της Φαιστού σε σχέση με όλα τα κράτη της Ευρώπης. Σε κάθε επισκέπτη κάθε λαού, που επισκέπτονταν τη Φαιστό, ήξερε και τι να του πει. Και συνεχίζει στο βιβλίο του ο Βενέζης.
Στους Γάλλους έλεγε:
-“Βλέπετε τι πολιτισμό είχε κάποτε η Φαιστός; Βλέπετε τα υδραυλικά έργα των προγόνων μας; Οι Γάλλοι αποκρίνονται ότι ορθώς ομιλεί ο Αλέξανδρος.
-“Εμείς εις το Παρίσι δεν είχαμε από αυτό το είδος, τις αποχετεύσεις όπως λένε, και ενθυμείσθε, επί Λουδοβίκου 14ου έριπτον έξω τας ακαθαρσίας των , από τας πολλάς θύρας του παλατιού”.
Ύστερα ο Αλέξανδρος θυμήθηκε τους Γερμανούς.
” Ήλθε επί κατοχής εδώ και ο Φον Λίστ ο στρατάρχης. Το είπα και εις αυτόν:
– «Κοιτάξτε τι αποχετεύσεις είχαμεν!» Ο Φόν Λίστ μου είπε:
– «Καλώς αυτά περί αποχετεύσεων, αλλά εσύ ποιους αγαπάς, τους γερμανούς ή τους Άγγλους»;
Ήτο κατοχή, και εγώ του είπα:
-«Φόν Λίστ, ούτε τους Άγγλους, ούτε εσάς, είμαι Έλλην!»
Τότε ο Φόν Λίστ είπε:
– « Αουφίντερζεντ» ! Και έφυγε. Και καταλήγει ο Ηλίας Βενέζης:
«…Κάθε λαό στο τέλος της ξενάγησης, τον αποχαιρετούσε στη γλώσσα του, και καθώς έπεφτε η νύχτα στα ερείπια της Φαιστού ο Αλέξανδρος πήγαινε και καθόταν πάντα κάτω από το δενδράκι του. Τώρα το πρόσωπό του είχε γίνει μόνο δυο ξύπνια μάτια που γυάλιζαν στο μισοσκόταδο…»
Αυτός εν ολίγοις ήταν ο περιβόητος φύλακας της Φαιστού, ένας πολύ σοβαρός άνθρωπος, αλλά με την καλή αίσθηση του χιούμορ, υπεύθυνος σε ότι δουλειά αναλάμβανε, ανοιχτόκαρδος, φιλότιμος, αγαπούσε τη κουβέντα και του άρεσε να λέει ιστορίες για τους αρχαίους.