Αλέξανδρος Βενέτικος! Ο Βωριανός φύλακας της Φαιστού – Μέρος Γ΄

16 λεπτά ανάγνωσης

Κείμενο: Γεώργιος Χουστουλάκης


Φωτογραφίες, πληροφορίες κειμένου: κα Μεταξία Προβατάρη (εγγονή του Αλέξανδρου Βενέτικου)

Μπορεί να έχουμε αφιερώσει  δυο ολόκληρα προηγούμενα άρθρα για τον άλλοτε φύλακα της Φαιστού Αλέξανδρο Βενέτικο, όμως χωρίς το σημερινό άρθρο, ουδέποτε θα καταλάβαινε πλήρως κάποιος γιατί ξεχώριζε,  και πώς ξεναγούσε τον κόσμο, Έλληνες και ξένους. Ο τρόπος ξενάγησης του ήταν τόσο παραστατικός, που σχεδόν έκανε αναπαράσταση των συμβάντων των ανθρώπων και των άλλοτε  γεγονότων του παλατιού!
Ο Αλέξανδρος ήταν εκτός από άριστος ξεναγός, ήταν και ένας πραγματικός φύλακας της Φαιστού, που γνώριζε ανά πάσα στιγμή αν έλειπε έστω και η παραμικρή πέτρα, το παραμικρό ξυλαράκι, και δεν άφηνε ποτέ κανένα να πατήσει εκεί που δεν έπρεπε.

Ανάμεσα στις τόσες προσωπικότητες που πέρασαν από τη Φαιστό και γνώρισαν τον Αλέξανδρο, ήταν και ο συγγραφέας Ηλίας Βενέζης, ο οποίος αποτύπωσε τη συνάντησή τους αυτή, στο βιβλίο του «Αρχιπέλαγος – Διηγήματα και διηγήσεις ταξιδίων»(ά έκδοση 1969).

Ο Αλέξανδρος μίλησε στο Βενέζη για τους ανθρώπους που γνώρισε κατά καιρούς στη Φαιστό, όπως τον Γάλλο τον Ερριώ με την κοιλίτσα, με τον οποίο φωτογραφηθήκανε και του πρόσφερε μάλιστα και λίγη μυζήθρα με ζάχαρη και ήπιανε μαζί κρασί, γιατί έτσι έλεγε το συνηθίζουν, είπε, και οι Γάλλοι. Του μίλησε για  πρίγκιπες και βασιλιάδες και για στρατάρχες που γνώρισε και του έσφιξαν το χέρι,  μαζί με τους βασιλιάδες της Φαιστού.
Μετά ο Αλέξανδρος συνέχισε να μιλά μόνος του, σε ένα ατέλειωτο μονόλογο, όπως αυτός αποτυπώνεται μέσα από την πένα του συγγραφέα.  Φυσικά ο Βενέζης εδώ, χρησιμοποιεί το ύφος και το κλασσικό φρασεολόγιο του Αλέξανδρου:

Ο μονόλογος του Αλέξανδρου

«…Θα με ερωτήσετε, μονολογεί ο Αλέξανδρος, «είναι κανένα υποκείμενον από αυτά τα σπουδαία τα αλλοεθνή, που να το ενθυμείσθε Αλέξανδρε περισσότερο»; Και εγώ θα σας αποκριθώ «Μάλιστα, είναι ένας Αμερικάνος, από εκείνους τους ψηλούς, που λέγονται καουμπόη, κάτι έχει σχέση με αγελάδες, δεν ξεύρω ακριβώς τι. Τον λένε Ερρίκο Μύλλερ. Ήλθεν εδώ ολίγον μετά τον μεγάλο πόλεμο. Ήμουν νέος, δεν ήξερα την γλώσσα του, δεν ήξερε την δική μου, είπαμε και τα οικογενειακά μας, συννενοηθήκαμεν βεβαίως. Ήλθεν ο πόλεμος και τον έχασα. Έλεγα: «Τον επήρε και αυτόν το Χάος». Οπότε, μεταπολεμικώς, από Γάλλον ταξιδιώτη μαθαίνω περί αυτού, ότι έγινε σπουδαίος συγγραφεύς και άλλα. Έγραψε και δι εμέ εις το βιβλίον του με θαυμασμόν. Εκάθισα και εγώ και του έγραψα επιστολήν, όμως δεν την έστειλα, είναι εδώ και περιμένει την ώρα της. Την έχω μαζί μου σα να είναι ο ίδιος ο κύριος Ερρίκος, εδώ εις την καρδιά μου. Θα την διαβάσετε τη νύχτα, κι αύριο θα μου την επιστρέψετε, την διάβασαν κι άλλοι. Και είναι σαν να πηγαίνει σε πολλούς, ενώ δεν θα πάει ποτέ σε εκείνον τον ένα…»
Μου έδωσε το γράμμα, σηκωθήκαμε (αφηγείται ο Βενέζης). Ο Αλέξανδρος κρέμασε στον ώμο του το ταγαράκι του, με καληνύχτισε, ροβόλησε από το ύψωμα του παλατιού της Φαιστού, χάθηκε. Στο Περίπτερο σαν έμεινα μόνος, διάβασα το γράμμα «που δεν θα πάει ποτέ στον Έναν»
 Εμείς παραθέτουμε την επιστολή αυτή που έγραψε ο Αλέξανδρος προς τον κύριο Μύλλερ. Να σας θυμήσουμε, πως ο Μύλλερ αναφέρει τον Αλέξανδρο στο βιβλίο του «Ο Κολοσσός του Μαρουσιού»(ά έκδοση 1941, στην Ελλάδα γίνεται γνωστό το 1965)

Η επιστολή προς τον Μύλλερ


«Αγαπητέ κύριε Μύλλερ»
Έχω τώρα τον τρόπο να σου γράψω, και ζητώ συγνώμην, διότι τόσος καιρός όπου επέρασε δεν σας  έγραψα. Ομιλώ δια εσάς εις όλους τους τουρίστας, και όλοι πάλι οι τουρίσται μου ομιλούν δια το υποκείμενο σας. Επληροφορήθην μετά πολλής χαράς, ότι είσθε εις τα Παρίσια, παρομοίως και το παρελθόν έτος.
Το βιβλίο σας, το οποίον μεταφράσθη εις όλας τας γλώσσας της ανθρωπότητας, με ευχαρίστησε περισσώς, και πολλάς έχω δι’ εσάς ευχαρστίας, με το να αναφέρεται εκεί το όνομά μου. Αν ρωτάτε την γνώμη μου, πρέπει να γίνει συντόμως και Ελληνική μετάφρασις. Σας στέλνω  μετά σεβασμού την ενθύμησή μου κύριε Μύλλερ, τώρα που γνωρίζω ότι είσθε εις τα Παρίσια, ελπίζω ότι θα είσθε μια χαρά και θα σας αναμένω εδώ με μεγάλη ανυπομονησία, εγώ καθώς και ο πληθυσμός ο περί εμέ. Θα μου πείτε ότι είσθε περίπου εβδομήντα ετών, όσο και να είσθε, εγώ θα σας ανημένω. Έχω ήδη επισκέπτας  που είναι και εκατόν ετών, τώρα όλοι όσοι πλησιάζουν να αποθάνουν  ταξιδεύουν αντί να ησυχάζουν, λοιπόν είσθε πολύ νέος ακόμη, και η επίσκεψή σας θα μου δώσει μια τόσην μεγάλην χαρά!

»Σας ασπάζομαι την χείρα, και είμαι δια βίου υμέτερος.

Αλέξανδρος Βενέτικος  – Φαιστός Μεσσαράς»

Σε αυτό το σημείο να προσθέσουμε πως η συνάντηση του Μύλλερ με τον Αλέξανδρο Βενέτικο είναι η πιο συγκινητική σκηνή του δεύτερου μέρους του βιβλίου του, καθώς ο βαθμός της επικοινωνίας μεταξύ τους τη μέρα αυτή του 1939, είναι τόσο άμεσος παρόλο που δε μιλούν την ίδια γλώσσα και ανήκουν σε διαφορετικούς κόσμους. Πώς κατάφεραν αυτή την άριστη επικοινωνία ο διανοούμενος Αμερικάνος και ο απλός ξεναγός; Η απάντηση του διάσημου συγγραφέα υπήρξε λακωνική και χαρακτηριστική: «Μιλήσαμε με την κουφή και μουγκή γλώσσα της καρδιάς»!

Ο Αλέξανδρος και η ζωντανή ξενάγησή του

Σήμερα εμείς μπορεί να μην έχουμε την τύχη να περιηγηθούμε στη Φαιστό με ξεναγό τον Αλέξανδρο Βενέτικο, αλλά μπορούμε να ζήσουμε έστω και στη φαντασία μας αυτή την ξενάγηση,- βάσει της περιγραφής που έκανε για εκείνον ο Ηλίας Βενέζης – ο οποίος είναι απόλυτα παραστατικός. Θα μας περιγράψει με τον δικό του μοναδικό τρόπο, πώς ο Αλέξανδρος ξενάγησε εκείνη την ημέρα τον ίδιο και τους υπόλοιπους επισκέπτες της Φαιστού:
…Ο ήλιος έλαμπε πάνω από τον κάμπο της Μεσσαράς, (γράφει ο Βενέζης)  κι από το Λυβικό Πέλαγο όταν, την άλλη μέρα, ακολουθώντας τα βήματα του Αλέξανδρου, αρχίσαμε την περιπλάνησή μας στο Παλάτι της Φαιστού. Το κοντό λειψό του σώμα, πήρε ζωντάνια άλλη, καθώς πατούσε το χώμα των ερειπίων, καθώς άγγιζε τις πέτρες, τα αρχαία πιθάρια, καθώς έσκυβε για να προσδιορίσει μια καμπύλη, ή τιναζόταν επάνω, για να δείξει τη λεβεντιά του ήρωα. Ή καθόταν σταυροπόδι, για να περιγράψει τον τρόπο που έκανε το μπάνιο της και τις άλλες χρείες της, η βασίλισσα της Φαιστού. Τα κοκκινισμένα από τον ήλιο μάτια του έβγαζαν σπίθες, η φωνή του ήταν βραχνή, καθώς μελετούσε τους Μεσομινωικούς προγόνους του, ιστορώντας το τι θα έλεγαν, πως θα έπρατταν  – λεπτομέρειες που τις έτρεφε μια φαντασία αχαλίνωτη και γραφική:
-Βλέπετε αυτόν τον τοίχο εδώ; Δεν θα άρεσε, ως φαίνεται του Βασιλέως Ραδάμανθυ και θα είπε:
-«Ας το αλλάξωμεν»! Και το άλλαξε. Αν προσέξωμεν εις το μέσον της Δυτικής αυλής, βλέπομεν ένα διάδρομον, όπου οι αρχαίοι ημών πρόγονοι εκάθητο ή οκλαδόν
, δηλαδή έτσι (ο Αλέξανδρος κάθεται οκλαδόν), ή έτσι (ο Αλέξανδρος αλλάζει στάση) ή εβάδιζαν. Και τα τρία ημπορεί να έκαμναν. Όπως λέγει ο κύριος διευθυντής μου ο αρχαιολόγος, εδώ υπήρχε θρανίο εκ γύψου και μεγάλο μαχαίρι. Τώρα, εις τι εχρησίμευε αυτό το μεγάλο μαχαίρι; Ήτο μάλλον δια τα σφάγια.
 Ο Αλέξανδρος προχώρησε στη μεγάλη πέτρινη σκάλα των ανακτόρων. Της έδινε αμέσως, αυτής της σκάλας, – με την φαντασία του και με το μυαλό του – μέγεθος μοναδικό!
-Βλέπομεν ότι είναι η μεγαλυτέρα σκάλα του κόσμου! Διότι τόσο σπουδαίοι ήταν οι άνθρωποι όπου εζούσαν εις τον καιρόν εκείνον!
Εδώ κάτω έγιναν ανασκαφαί από Ιταλούς. Ευρέθησαν και μικρά λιθαράκια που λέμε, με σιτάρι απανθρακωμένο, και ένα βάζο όπου εις το χείλος του είχε ζωγραφισθεί αγκυλωτός σταυρός. Διότι βεβαίως, ο Χίτλερ επήρε από εδώ το σήμα του, όπως και εις τας Ινδίας, όπου σημαίνει Ήλιος
.
Ο Αλέξανδρος ολοένα ζεσταινόταν από την αφήγηση του. Σαν να μας είχε ξεχάσει πια εμάς, σαν να παρακολουθούσε όλα τα οικιακά των Μινωιτών, και τα έλεγε για τον εαυτό του.
-…Τώρα αυτό εδώ το μέρος του πολιτισμού, τι να ήτον;
Άλλοι έχουν να λένε ότι ήτο τζάκι – κουζίνα. – Και εγώ συμφωνώ. Εκεί καθόταν ο μάγειρας με τα παιδάκια. Και εκεί ήτον ο στάβλος. Εδώ πάλι βρεθήκανε δυο μεγάλα πιθάρια. Και το πράμα ενδιαφέρει πρώτα τας κυρίας:

Εδώ όταν ανέσκαψαν οι Ιταλοί, ευρήκαν ένα χρυσόν φύλλον, όπου οι τότε αρχαίαι κυρίαι, το έβαζαν ως διάδημα να πούμε.
Είπαμε πως οι αρχαίοι άνθρωποι ήσαν κοντοί όπως εγώ, λοιπόν, να μια ακόμα επιβεβαίωσις:
Πλάι σε αυτά τα πιθάρια, βλέπουμε αυτά τα κάτι σαν σκαμνάκια. Ε λοιπόν, σε αυτά πατούσαν οι πρόγονοί μου και έφθαναν εις το πιθάρι, και εκεί θα ήτον το γουδί που θα κοπανούσαν τις ελιές…
Άξαφνα ο Αλέξανδρος γύρισε τα μάτια του από τα ερείπια, κοίταξε μαγεμένος τη φύση γύρω του.
-Μα ιδέστε τι ωραίος είναι ο κάμπος της Μεσαράς!

Ο Αλέξανδρος προχώρησε πιο βαθειά στα ερείπια του, πιο βαθειά στον κόσμο του.
Έδειξε:
-Τώρα εδώ βλέπετε το ιερόν λουτρόν εξαγνισμού. Εις αυτήν την βασιλική βεράντα, ήρχετο πρώτον και λιαζόταν η βασίλισσα. Εις αυτό δεν συμφωνούν όλοι οι αρχαιολόγοι. Μπορεί να έκανε και τίποτις άλλο εις την βεράντα η βασίλισσα, εκτός όπου λιαζότανε.

Ιδέστε και αυτήν την μεγάλην λεκάνην, εμπρός εις την βεράντα. Ίσως να ήτο εδώ το μπάνιο, λένε οι μεν. Άλλοι πάλι λένε: «Μπάνιο εμπρός εις μίαν αυλήν; Αδύνατον!» Αυτοί ισχυρίζονται ότι θα ήτο λεκάνη για πλησταριό. Άλλοι λένε:
«Θα ήτο γούρνα με ψαράκια». Εις αυτό το τελευταίο συμφωνώ και εγώ, θα ήτο μάλλον γούρνα με ψαράκια του Λυβικού πελάγους ή χρυσόψαρα.

Ο Αλέξανδρος έκανε λίγα πηδηχτά βήματα, σαν να παρίστανε τα ψαράκια του Λυβικού πελάγους να πηδάνε!
-…Εδώ ήτο οι γυναικονήται, όπου έμεναν αι κυρίαι των τιμών, είπε τώρα ο Αλέξανδρος με επισημότητα.
Εδώ είχον το δακρυοδοχείον, το οποίον όταν οι  αρχαίοι έχαναν παιδί, το έβαζαν εκεί κοντά, – το δοχείον – εις το μάτι τους (ο Αλέξανδρος κάνει την κίνηση των αρχαίων), και έτρεχαν μέσα τα δάκρυα, καθώς οι Ρωμαίοι είχαν το λακριμαντόριουμ.

Δυο κυρίαι είχαν προστεθεί τώρα στη συντροφιά που ξεναγούσε ο Αλέξανδρος. Τις κοίταξε, είπε:

-Τώρα παρακαλώ να περάσουν πρώται αι κυρίαι, διότι εδώ που εφθάσαμεν, ήτο η αίθουσα της βασιλίσσης. Όταν φθάσουμε στην αίθουσα του βασιλέως, θα περάσουν πρώτοι οι άνδρες κατά την τάξιν.
Αυτό εδώ το μέρος που βλέπετε περιφραγμένον  με παλιοσύρματα, ήτο η αίθουσα της τραπεζαρίας. Εδώ εκάθητο αι κυρίαι των τιμών, προς συντροφιά της βασιλίσσης.
Όλοι οι αρχαιολόγοι δεν είναι σύμφωνοι με αυτό. Άλλοι λένε: «Ίσως», άλλοι λένε «φελάιχ». Άλλοι λένε «περχάπς». Ο καθείς αναλόγως του ιδιώματος. Οι Σουηδοί δεν ξέρω πως λένε το  «ίσως», ξεύρω μόνον δυο λέξεις Σουιδικάς, το  «αγε αγε»  και «τάθιζόκετ».
-Και τώρα πηγαίνομεν εις το λουτρό της βασιλίσσης…

Εδώ χαμήλωσε με ντροπαλοσύνη το πρόσωπό του ο Αλέξανδρος .
-Από εδώ όπου πηγαίνω ήρχετο η βασίλισσα. Βεβαίως θα την ακολουθούσαν δυο θεραπενίδες. Εδώ έβγαζε τα ρούχα της. Και εδώ, λένε, ήτο το μπάνιο, καλά!
Αλλά που είναι ο τρόπος αποχετεύσεως; Οι αρχαιολόγοι λένε:
– «Ασχέτως όλων ήτο μπάνο!» Δηλαδή θα υπήρχον εδώ οι θεραπενίδες, και θα της έριχναν νερό της βασιλίσσης, δηλαδή ντους.
Μια φορά ήτο εδώ ο διευθυντής μου, ο έφορος των αρχαιοτήτων , οπότε ήλθον προς επίσκεψιν  της Φαιστού κόραι της Ρόδου.  Λέγω εις τον Διευθυντή μου:
-«Κύριε Διευθυντά, εσείς να μιλήσετε εις τας Ροδίτισσας». Μου λέει εκείνος:
-«Όχι εγώ Αλέξανδρε, εσύ!»
-«Όχι κύριε Διευθντά, εσείς!»

Τέλος είπα εις τας κόρας της Ρόδου:
«Έχομεν οι ειδικοί  απορίας δια το μπάνιο.  Μήπως έκαμνεν η βασίλισσα το μπάνιο της με γάλα γαιδουρίσιο;»

-«Και το γάλα τι εγίνετο έπειτα;» Ρώτισαν  αι κυρίαι της Ρόδου.
-«Το έπιναν οι δούλοι»
είπα!

Τώρα ο Αλέξανδρος χαμογελούσε με μια αδιόρατη πονηριά.
-Με συγχωρείτε… είπε και ξερόβηξε!
Εδώ βλέπετε το διαμέρισμα του αποχωρητηρίου. Εδώ έπειτα ανέβαινε η βασίλισσα και, με συγχωρείτε, εκάθητο αλά τούρκα, και ας είναι βεβαίως κουραστικόν.
Ήλθον τελευταίως και δυο νέοι Γερμανοί από το Αμβούργο, Φορούσαν τσιμερλότε, φορούσαν σκουλαρίκια, καλύτερους νέους δεν είχα δει εις το πρόσωπον, σαν να ήτον μήλον, ούτε εις κορίτσια δεν είχον δει τέτοιο πρόσωπον. Έλεγεν ο κοσμος: «Αυτοί θα είναι γυναίκες». Όχι ήτο άνδρες. Δια αυτό δεν έλεγαν να το κουνήσουν από τα διαμερίσματα αυτά εδώ της βασιλίσσης.

Η μέρα είχε προχωρήσει, ο Αλέξανδρος είχε κουραστεί. Γυρίζει, είδε τον Ψηλορείτη.

-Κοιτάξτε τον Ψηλορείτη!

Απότομα χαμήλωσε το κεφάλι, σώπασε. Στερέωσε στον ώμο του το ταγαράκι του, υποκλίθηκε ταπεινά:
-Τώρα εγώ θα σας αφήσω, Ετελείωσα. Τώρα τα ερείπια θα σας μιλήσουν μοναχικώς…
Αν έχετε να πείτε τίποτα μαζί τους θα σας μιλήσουν. Χαίρετε!
Κοίταξε πάλι προς τον Ψηλορείτη, χαμήλωσε το κεφάλι. Ήξερε για άλλη μια φορά, πως για αυτόν δεν υπήρχε πια Ψηλορείτης, πως η μοίρα του ήταν οι σκιές της Φαιστού.

Ολόκληρη η ζωή του με σκιές και φαντάσματα. Προχώρησε κατά το δενδράκι του, κάθισε κουρασμένος. Δεν άκουγε πια τίποτα. Σαν να παρακαλούσε να τον πάρουν πια κι αυτές οι σκιές…

Μοιραστείτε το άρθρο

Αλέξανδρος Βενέτικος! Ο Βωριανός φύλακας της Φαιστού Μέρος Β΄

19 λεπτά ανάγνωσης

Κείμενο: Γεώργιος Χουστουλάκης

Φωτογραφίες: κα Μεταξία Προβατάρη

Άνθρωπος – ορόσημο για τη Φαιστό και την εποχή του, ήταν ο κυρ Αλέξανδρος, από τους πιο υπέροχους, τους πιο ευγενείς, ειλικρινείς, έντιμους και εργατικούς ανθρώπους της Μεσαράς. Έντονα θρησκευόμενος, με απόλυτη  αφοσίωση στην δουλειά  και στην οικογένειά του, πάντα γλυκομίλητος και καλόκαρδος.

Ήταν για χρόνια ο φύλακας της Φαιστού, ο καλύτερος που πέρασε ποτέ, και δεν ήταν άλλος από τον Αλέξανδρο Βενέτικο!

Αυτός είναι και ο λόγος που αφιερώνουμε σήμερα και δεύτερο άρθρο για τον άνθρωπο αυτόν, για να μάθει ο κόσμος περισσότερα για τον ίδιο, μέσω του τρόπου που ενεργούσε και εκτελούσε τη δουλειά του, για να καταλάβει, πόσο μοναδικός ήταν.
Πάντα ευπροσήγορος ο κυρ Αλέξανδρος, δοτικός και ευχάριστος, ήταν ίσως το μόνο πρόσωπο που δεν είχε στη ζωή του ποτέ κανέναν εχθρό!

Με λίγα λόγια ήταν η «ήρεμη δύναμη» που λένε, αν και μικρόσωμος και πολύ αδύνατος, ήταν όμως σεβαστός από όλους. Ήταν ιδιαίτερα συμπαθής με αίσθηση του χιούμορ, από τους ανθρώπους εκείνους,  που υποκλίνεσαι όταν τους συναντάς.

Το μεγάλο του χάρισμα ήταν ο τύπος του χαρακτήρα του, καθώς ήταν ιδιαίτερα επικοινωνιακός, και κέρδιζε αμέσως τον άλλο!

Ο Αλέξανδρος γεννήθηκε στην Πόμπια το 1903  και πληροφορίες αναφέρουν ότι ίσως καταγόταν από την οικογένεια του καπετάν Μιχαήλ Κόρακα. Όταν ήταν μικρός η μητέρα του χώρισε  τον πατέρας του επειδή έπινε, πήρε το παιδί και πήγε στους Βώρους, στο πατρικό της. Ο πατέρας του πέθανε νέος σε ηλικία 36 ετών, και η μάνα του στο σπίτι αδυνατούσε να τα βγάλει πέρα. Ήταν φορές που έβαζε στο ψωμί ξύδι με λάδι και αλάτι, και το έδινε στα τρία παιδιά της, στον Αλέξανδρο, και στις δύο αδερφές του, την Δέσποινα και τη Στυλιανή.

Κάποια στιγμή οι αδερφοί Στεφανίδηδες (ο Δημοσθένης και ο Χαρίλαος), η μητέρα των οποίων ήταν νονά του Αλέξανδρου, αναλαμβάνουν τα τρία ορφανά. Ο Αλέξανδρος εργάζεται σε εξωτερικές δουλειές και οι αδερφές του στο αρχοντικό της οικογένειας. Ο Δημοσθένης μάλιστα μεσολαβεί για να εργαστεί ο Αλέξανδρος στη Φαιστό.

Όταν έμαθε ο Αλέξανδρος ότι τον προσέλαβαν για φύλακα, καταχάρηκε, και από τη χαρά του έβγαλε το καπέλο που φορούσε και φιλούσε πολλές φορές το σταυρό του καπέλου!

Όσον αφορά το επίθετο «Βενέτικος», κάποιοι ισχυρίζονται  ότι προήλθε από τις εμπορικές συναλλαγές των προγόνων του με τους Βενετούς, που όταν ερχόταν στο χωριό, έλεγαν οι χωριανοί: «Ήρθαν οι Βενέτικοι, ήρθαν οι Βενέτικοι», και έτσι έμεινε το παρατσούκλι και αργότερα επώνυμο «Βενέτικος».

Άλλοι πάλι ισχυρίζονται, ότι δεν προερχόταν από τους Βενετούς, αλλά από τους Βένετους του Βυζαντίου κάποιοι από τους οποίους μετά την Στάση του Νίκα  έφυγαν από το Βυζάντιο για την Κρήτη.

Η λατρεία του στην σύζυγό του Ιωάννα

Τα πρώτα χρόνια  που διορίστηκε (ως φύλακας στην αρχή και σαν ξεναγός μετά), δεν κοιμόταν στο σπίτι του στους Βώρους, αλλά στο περίπτερο της Φαιστού, για να εξυπηρετεί όσο καλύτερα μπορούσε τους τουρίστες. Κάποια στιγμή ζήτησε για τον ξενώνα βοήθεια από την υπηρεσία,  μια κοπέλα δηλαδή να μαγειρεύει για τους τουρίστες αλλά και να τους σερβίρει, να σκουπίζει και να συγυρίζει, γιατί δεν προλάβαινε να τα κάνει όλα μόνος του. Του στείλανε αμέσως  την νεαρή τότε Ιωάννα!

Η νεαρή Ιωάννα όμως έτυχε να είναι εκτός από καλή νοικοκυρά και καλόψυχος άνθρωπος, και μια πανέμορφη κοπέλα, μια κούκλα περιζήτητη σα ζωγραφιά! Ο Αλέξανδρος δεν άργησε να την ερωτευτεί, και φυσικά να την ζητήσει σχεδόν αμέσως σε γάμο. Παντρεύτηκαν και στην αρχή νοίκιασαν σπίτι, μέχρι να φτιάξουν σιγά – σιγά το δικό τους στους Βώρους, και να στεγάσουν εκεί, την αγάπη τους, και εκτός από αυτήν, τα παιδιά τους, τη μάνα του, και τις δύο αδερφές του!

Το αξιοπερίεργο ήταν πως ο Αλέξανδρος σαν παιδί, είχε παρευρεθεί στη βάπτιση της Ιωάννας (είχαν 13 χρόνια διαφορά ηλικίας) και θυμόταν ότι ήταν ένα μωρό κλαψιάρικο και αδύνατο και μάλιστα είχε αναρωτηθεί «ποιανού θα ήταν το τυχερό του να παντρευτεί τουτονά το κοπέλι!!»

Με την Ιωάννα απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Τον Γιάννη, τη Μαρίκα, την Ελβίρα και την Ελένη. Η σύζυγός του Ιωάννα ήταν ένας άνθρωπος πράος, με άπειρες καλοσύνες! Η ομορφιά και η καλοσύνη αυτής της γυναίκας, η πραότητα του πρόσωπου της, ακόμα και στα γεράματα της, αποτυπώνεται χαρακτηριστικά σε μια φωτογραφία της, που είναι αναρτημένη στον τοίχο του Εθνολογικού Μουσείου των Βώρων, τραβηγμένη την στιγμή που γνέθει τη ρόκα της.  Η φωτογραφία αυτή από μόνη της τα λέει όλα!

Η λατρεία του στην οικογένεια

Κι όμως, ήταν τόσο ευλογημένοι όλοι τους από τον Θεό, που ποτέ δεν μαλώσανε για το παραμικρό! Δεν θυμάται σήμερα κανένα παιδί του Αλέξανδρου ή εγγόνι, να έχουν μαλώσει ποτέ οι γονείς τους, ούτε μεταξύ τους, ούτε αντάλλαξαν κουβέντα με τις αδερφές του, την μάνα του,  αλλά ούτε και  με κανέναν στο χωριό!  Κάθε πρωί που ξυπνούσαν, έρχονταν οι αδελφές από το δωμάτιο τους, με ένα χαμόγελο στα χείλη και ένα αλέγρο (γιορτινό) καλημέρα. Έλεγαν στην νύφη τους την Ιωάννα και τη μάνα τους: «Κοπελιές τι θα κάνουμε σήμερα;» και εννοούσαν «τι θα μαγειρέψουμε». Φυσικά όλες μαζί οι γυναίκες βοηθούσαν στην κουζίνα και σε όλες τις δουλειές του σπιτιού. Ο Αλέξανδρος ρωτούσε τα παιδιά του και τις γυναίκες κάθε πρωί  τι ανάγκη είχε ο κάθε ένας, και εκείνος πρώτα πήγαινε και τους τα αγόραζε, και μετά έφευγε για τη δουλειά του. Έφευγε πρωί, και ερχόταν βράδυ, καμιά φορά και προχωρημένη ώρα, ακόμα και μεσάνυχτα! Κανένα παιδί δεν καθόταν να φάει αν δεν ερχόταν πρώτα ο πατέρας τους, και να καθίσει τότε όλη η οικογένεια στο τραπέζι, να κάνουν προσευχή και μετά να αρχίσουν να τρώνε!

Στην αυλή του σπιτιού τους είχαν ένα θαυμάσιο κήπο με πολλά λουλούδια, αυλή με γιασεμιά, αγιόκλημα και κληματαριές, και ο Αλέξανδρος πλήρωνε άνθρωπο με τον μήνα  για να περιποιείται όλα αυτά. Κάποτε ήθελε να πάρει και μια κατσίκα. Η σύζυγός του Ιωάννα αντιδρούσε:

-Μα Αλέξανδρε μου, πληρώνεις τόσα λεφτά εδώ και εκεί, μέχρι και κηπουρό έχεις, δεν συμφέρει να ξοδεύεσαι τώρα και για κατσίκα..

-Μα Ιωάννα παιδί μου…

Συνήθως την αποκαλούσε «Ιωάννα παιδί μου» ή «αγάπη μου Ιωάννα», ή «κοπελιά μου»!

Πάντα με όμορφο τρόπο γινόταν ο διάλογος τους, και την αποκαλούσε με τα ωραιότερα κοσμητικά επίθετα! Ήταν σαν να ζούσαν μια ατέλειωτη Άνοιξη!

Ήταν φορές  στις μεγάλες γιορτές, που μαζεύονταν στο σπίτι του Αλέξανδρου, όλη του η οικογένεια, παιδιά γαμπροί, νύφες και εγγόνια, από παντού, από την Πόμπια, την Αθήνα, τη Γερμανία (όπου ζούσαν κάποια χρόνια ο γιος του Γιάννης και η κόρη του Ελένη με τις οικογένειές τους, η νύφη του μάλιστα η Μαργκίτ είναι Γερμανίδα) και αργότερα από την Πελοπόννησο.
Σε όλους έκανε κι από ένα δώρο, και αν τυχόν έλειπε κάποιος, του το έστελνε στο σπίτι του!  Από βραδύς έβαζε τα παιδιά νωρίς για ύπνο. «Κοιμηθείτε παιδιά μου, γιατί πρέπει όλοι αύριο να ξυπνήσουμε νωρίς – νωρίς, και να πάμε στην εκκλησία!»

Έπρεπε απαραιτήτως όλοι να σηκωθούν πρωί την Πρωτοχρονιά, να πάνε στην εκκλησία, και μετά στο γυρισμό αφού σταθούν στη σειρά, να τους μοιράσει τα φιλοδωρήματά τους, κάνοντας τους την Καλή Χέρα! Βλέπεις ήταν τόσο θρησκευόμενο άτομο, που όταν κάποτε προσευχήθηκε στην Παναγία την Καρδιώτισσα  για να  βρει τη δουλειά που του είχε προβλέψει  η γριά γύφτισσα από την Καισάρεια, το δάκρυ του που έπεσε κάτω ήταν τόσο πολύ, που έκανε λάσπη στο χώμα!

Κάθε βράδυ όλα τα παιδιά, πάλι στη σειρά, τον περίμεναν να του φιλήσουν το χέρι, κι αυτός εκτός της ευχής του να τους δώσει κι από ένα εικοσάρικο και μετά ένα – ένα πάλι για ύπνο!

Οι δύο αδερφές του  η Δεσποινιώ και η Στυλιανή ήταν κι αυτές αξιοθαύμαστες και είχαν ιδιαίτερες φιλίες με την Ελένη Καζαντζάκη, αλλά και με τον ίδιο τον Νίκο Καζαντζάκη, που ερχόταν συχνά στο σπίτι των Στεφανίδηδων. Μάλιστα κάποτε ο Νίκος Καζαντζάκης είχε βάλει στα χαρτιά ένα στοίχημα με την αδερφή του Αλέξανδρου την  Δεσποινιώ, αν χάσει εκείνος  να της πάρει ένα φουστάνι, και όντως έχασε! Το φουστάνι αυτό της το αγόρασε πράγματι ο Καζαντζάκης, και υπάρχει σήμερα στο Μουσείο των Βώρων .

Η πραγματική λατρεία του με την Φαιστό

Ο Αλέξανδρος άφησε εποχή και πολύ αγάπη επίσης, γιατί ότι κι αν έκανε, ήταν εκδηλώσεις αγάπης και αφοσίωσης στη δουλειά του, που την έκανε σκοπό της  ζωής του. Τα καλοκαίρια και στις διακοπές έπαιρνε στη Φαιστό και τα παιδιά του, που όλα έμαθαν  την ιστορία της Φαιστού, και μπορούσαν κάλλιστα και τα ίδια να κάνουν  ξενάγηση με τον δικό τους απλοϊκό τρόπο.

Ο Αλέξανδρος μπορούσε να ξεναγεί τρείς ώρες, και στο τέλος για να αναπαραστήσει πώς ενταφίαζαν τους νεκρούς στην στενή πήλινη λάρνακα, ξάπλωνε κάτω και κουλούριαζε το σώμα του, στη στάση που θάβονταν.

Από την πολύ ομιλία κάποτε είχε πάθει ο λαιμός του, και μίλαγε βραχνά. Πήγε όμως στο Ηράκλειο για εγχείρηση, και ευτυχώς όλα πήγαν καλά, και συνέχισε έτσι κανονικά τη δουλειά του. Πήρε σύνταξη το 1968, αλλά και πάλι τον καλούσε συχνά η υπηρεσία του, να πηγαίνει εκεί και να κάνει ξενάγηση σε διάφορα γκρουπ, είτε μαθήματα σε νέους ξεναγούς. Έλεγε κάποιες φορές στους δικούς του όταν ήταν ακόμα υπηρεσία: «Θέλω όταν πάρω την σύνταξή μου, να πάω στη Φαιστό , να γονατίσω, και  να φιλήσω τις πέτρες και τα χώματα, κι αν είναι δυνατόν  ύστερα να πεθάνω εκεί…»!

Τις μέρες των εορτών, τις Κυριακές  και τα καλοκαίρια, τα παιδιά είχαν για δεύτερο σπίτι τους τη Φαιστό. Κάθε Τρίτη ερχόταν το πλοίο της γραμμής από τον Πειραιά, και έφερνε πολλούς τουρίστες, ιδιαίτερα μορφωμένους και καλλιεργημένους, με ιστορικές γνώσεις. Φυσικά πολλοί από αυτούς έρχονταν  στη Φαιστό για την ξενάγηση. Στο τέλος της ξενάγησης, πήγαιναν στον ξενώνα για φαγητό. Έλεγε τότε στα παιδιά του ο Αλέξανδρος:

-Παιδιά μου,  να κρατάτε μια κανάτα νερό, και να περνά ένας – ένας τουρίστας, να του ρίχνετε νερό, και  να πλένει τα χέρια του πριν φάει.

Τόσο σεβασμό είχε στους ξένους!

Κάποτε σε κάποιο νιπτήρα βρέθηκε ένα χρυσό πανάκριβο δαχτυλίδι, που είχε πέσει από κάποιον ξένο τουρίστα, ενώ έπλενε τα χέρια του. Όμως το γκρουπ είχε ήδη φύγει για το Ηράκλειο. Αμέσως ο Αλέξανδρος κίνησε θεούς και δαίμονες, ώσπου να εντοπίσει τον τουρίστα  που το έχασε, και τον πρόλαβε στο  Ηράκλειο, και αφού επικοινώνησε μαζί του, φυσικά του το έστειλε! Τόσο έντιμος άνθρωπος ήταν.

Όταν συνταξιοδοτήθηκε, εκτός από την εκκλησία όπου ήταν και επίτροπος, τις ελεύθερες ώρες του πήγαινε στο νεοσύστατο τότε Εθνολογικό Μουσείο των Βώρων, δίνοντας πληροφορίες στους επισκέπτες του για τη Φαιστό, όπως μόνο εκείνος ήξερε.  Φυσικά όλα αυτά αμισθί, και η πληρωμή του ήταν όλη κι όλη η αγάπη του κόσμου!

Ήταν λοιπόν πάγιες οι αγάπες του. Εκτός από αυτήν  στην οικογένεια του, και η αγάπη του στους ξένους και φυσικά στη Φαιστό! Ήταν τόσο δεμένος με τη δουλειά του, που δεν μπορούσε χωρίς αυτήν!

Μικρές ιστορίες

Τα Χριστούγεννα ο Αλέξανδρος δεν έδιωχνε ποτέ παιδιά που έλεγαν τα κάλαντα στο σπίτι του καθώς ήταν γνωστή η αγάπη και ο σεβασμός που έτρεφε για αυτά.

Κάθε Πάσχα για σαράντα μέρες ο χαιρετισμός του σε όποιον συναντούσε ήταν μόνο «Χριστός Ανέστη!»

Και κάθε μέρα μετά το φαγητό μάζευε και το παραμικρό ψιχουλάκι και δεν τα πέταγε ποτέ, μόνο τα έδινε στις κότες.

Όταν πλέον ο Αλέξανδρος είχε συνταξιοδοτηθεί και ήταν σπίτι του, έτυχε να επισκεφτούν την Φαιστό ένα γκρουπ από  ξένους τουρίστες, που κάποτε τους είχε ξεναγήσει,  και ήρθαν τώρα με τα παιδιά τους και με φίλους τους για να τους ξεναγήσει και πάλι, και οι νεότεροι να γνωρίσουν τον ξακουστό στο εξωτερικό Αλέξανδρο. Ο νέος όμως φύλακας της Φαιστού για να τους ξεφορτωθεί,  τους είπε πως ο Αλέξανδρος πια έχει πεθάνει… Εκείνοι στεναχωρήθηκαν τόσο πολύ, σαν να έχασαν δικό τους άνθρωπο. Επάνω στη θλίψη τους πήραν λουλούδια, και αποφάσισαν να τα πάνε στον τάφο του στους Βώρους, και να τα καταθέσουν σαν ένδειξη ευγνωμοσύνης. Πρώτα είπαν να περάσουν από τους δικούς του μια και ήξεραν το σπίτι, για να συλλυπηθούν τους τεθλιμμένους…

Επισκέφτηκαν λοιπόν το σπίτι του Αλέξανδρου, και φώναξαν  για να τους ανοίξουν. Με μεγάλη για αυτούς όμως έκπληξη, την πόρτα τους άνοιξε ο ίδιος ο Αλέξανδρος, που εκείνοι τον είχαν για πεθαμένο!

Το τι αγκαλιές, το τι δάκρυα χαράς όλων, δεν περιγράφονται με λόγια, και οι ξένοι ζητωκραύγαζαν και χοροπηδούσαν από την χαρά τους, γιατί τον ένοιωθαν σαν πραγματικά δικό τους άνθρωπο!

Δεν ήταν μόνο αυτοί, κάθε χρόνο καλούσε  ξένους φίλους του, που έρχονταν από το εξωτερικό και τους φιλοξενούσε, κάνοντάς τους σπουδαίο τραπέζι στην αυλή του σπιτιού του, εκεί κάτω από την δροσερή κληματαριά και δίπλα στα πανέμορφα  γιασεμιά…

Μετά πίνανε καφεδάκι και κουβεντιάζανε, καμιά φορά παίζανε και χαρτιά.

Τα παιδιά του Αλέξανδρου θυμούνται ακόμα και σήμερα, πόσες φορές γίνονταν τραπέζια εκεί έξω στην αυλή του σπιτιού τους. Ένα ζευγάρι Γάλλοι, ο Μύρων και η Ρόζεν, που αποκαλούσαν «αδερφό» τους τον Αλέξανδρο, έρχονταν κάθε χρόνο και τους έκανε τραπέζι η οικογένεια του Αλέξανδρου. Ο Εγγλέζος ο Τζωνή Μίστερ Τζων όπως τον θυμούνται τα παιδιά του κι αυτός επίσης ερχόταν κάθε χρόνο στη Φαιστό και στο σπίτι τους, αλλά και πολλοί – πολλοί άλλοι. Η αλληλογραφία δε του Αλέξανδρου ήταν πολύ μεγάλη, γιατί πολλοί τον αγαπούσαν και του έστελναν τακτικά επιστολές.

Επίλογος

Ο Αλέξανδρος υπήρξε μια πολύ σπουδαία προσωπικότητα, μια και ως προς τις ζωντανές ξεναγήσεις του άφησε εποχή.

Σφράγισε με την παρουσία του το  χώρο της Φαιστού για πολλά χρόνια.

Άλλοι καιροί τότε, άλλοι άνθρωποι, τίποτα όμως δεν είναι τυχαίο, οι μανάδες είχαν εμφυσήσει στα παιδιά τους την αγάπη και τον σεβασμό πρώτα απ’ όλα, και μετά όλα τα άλλα. Αυτός ήταν και ο λόγος που κάποιοι άνθρωποι έμειναν αξέχαστοι, και έδωσαν τιμή στους εαυτούς τους, αλλά και αρχές στα παιδιά τους, όπως ο Αλέξανδρος, και για αυτό θα τον γράψει η ιστορία.

Αξιοσημείωτο όμως είναι, που και σήμερα όλη η οικογένεια του Αλέξανδρου είναι το ίδιο καλοσυνάτοι άνθρωποι, τα παιδιά του αλλά και τα παιδιά των παιδιών τους! Όλα έχουν πάρει την ειλικρίνεια τον σεβασμό και την αγάπη του κυρ Αλέξανδρου!

Στα γεράματά του ο Αλέξανδρος είχε ξεκινήσει να γράφει τα απομνημονεύματά του, μάλιστα με ένα είδος γραφής που δεν υπάρχει πια, που λεγόταν καλλιγραφική. Όμως τον βρήκε ο θάνατος και δεν τέλειωσε το έργο του αυτό. Στην ουσία δεν πρόλαβε καν να το αρχίσει…

Υπήρχαν τότε βιβλία στη Φαιστό, που οι ξένοι τουρίστες και περιηγητές έγραφαν εκεί τις εντυπώσεις τους, και εκεί φαίνονται γραμμένα και σήμερα τα εγκώμια που έγραφαν για τον Αλέξανδρο και τα έχουν κρατήσει τα παιδιά του, σαν παρακαταθήκη , αλλά και σαν απόδειξη  του ήθους και της επιβράβευσης του αγαπημένου τους πατέρα από τον κόσμο.

Όταν πέθανε ο Αλέξανδρος, ο παπά Γιώργης από τους Βώρους έβγαλε λόγο, και τον ξεκίνησε ως εξής:

-«Σήμερα όλοι μας αποχαιρετάμε τον Αλέξανδρο της Φαιστού…», ενώ από την διεύθυνση Μουσείων Ηρακλείου, έστειλαν τότε συλλυπητήρια επιστολή στην οικογένεια του:

«Αγαπητοί φίλοι.

Η εφορία αρχαιοτήτων και εγώ προσωπικά, πληροφορηθήκαμε με πολύ θλίψη, τον θάνατο ενός αγαπητού παλιού συνεργάτη, του Αείμνηστου φύλακα αρχαιοτήτων Φαιστού, Αλέξανδρου Βενέτικου.

Το όνομά του είχε συνδεθεί άρρηκτα με τον αρχαιολογικό χώρο της Φαιστού, που τόσο αγαπούσε, και τα ηρωικά χρόνια της κρητικής αρχαιολογίας, και γνώρισε όσο κανείς, τις αρχαιότητες της Φαιστού.

Η γραφική μορφή του, και οι ζωντανές ξεναγήσεις του, θα μείνουν χαραγμένες στην μνήμη όσων τον γνώρισαν.

Με εξαιρετική εκτίμηση

Χ. Κριτζάς»

Από αριστερά Ουρανία και Κωστής Μαριολάκη,γιαγιά Ευσεβία (η μητέρα του Αλέξανδρου), Αλέξανδρος και τα παιδιά του Μαρίκα Καρτεράκη, Ελβίρα Κοτσανίτη, και πίσω η Δεσποινιώ Βενέτικου με αγκαλιά τη μικρή Ελένη

 

Μοιραστείτε το άρθρο

Αλέξανδρος Βενέτικος! Ο Βωριανός φύλακας της Φαιστού

16 λεπτά ανάγνωσης

Κείμενο από μαρτυρίες και βιβλιογραφίες:  Γεώργιος Χουστουλάκης.
Φωτογραφίες:
Metaxia Provatari (εγγονή του Αλέξανδρου)

Από χρόνια είχα πληροφορηθεί για ένα φύλακα της Φαιστού που είχε αφήσει εποχή, και κατάφερε να συναρπάσει χιλιάδες ξένους τουρίστες, και διάσημες προσωπικότητες, μεγιστάνες και βασιλιάδες, αν και ήταν πολύ απλός άνθρωπος. Έτσι έστρεψα την έρευνά μου, σε αυτόν τον ιδιαίτερο Μεσαρίτη, και θα προσπαθήσω να ζωγραφίσω με περιγραφές το προφίλ του.
Ο άνθρωπος αυτός που υπήρξε η σπουδαιότερη φυσιογνωμία στον κλάδο των αρχαιοφυλάκων, ίσως και σε παγκόσμιο επίπεδο, δε ήταν άλλος από τον Αλέξανδρο Βενέτικο, γνωστός σε πολλούς σαν ο διάσημος φύλακας της Φαιστού.
Μπορεί μη ζει εδώ και κάποια χρόνια, αλλά πολλοί είναι εκείνοι που τον θυμούνται και πολλοί μιλάνε ακόμα με τα καλύτερα λόγια για αυτόν. Το επίθετο «Βενέτικος», εικάζεται ότι προέρχεται από τους προγόνους του, που είχαν εμπορικές συναλλαγές με τους Βενετούς.
Αρχαιοφύλακες έχουν περάσει πολλοί από την Φαιστό κατά καιρούς, όμως τι ήταν εκείνο που έκανε τον κόσμο να αγαπήσει τον συγκεκριμένο αρχαιοφύλακα, και οι ξένοι τουρίστες να τον λατρέψουν κυριολεκτικά, σε σημείο που στην πατρίδα τους να μιλάνε περισσότερο για τον Βενετικό, παρά για την ίδια τη Φαιστός; Αυτό θα το δούμε στην πορεία.
Ο Αλέξανδρος Βενέτικος γεννήθηκε το 1903 στους Βώρους χωριό του νομού Ηρακλείου που βρίσκεται 2-3 χλμ. βόρεια του αρχαιολογικού χώρου της Φαιστού. ( Εικάζεται ότι το χωριό πήρε το όνομά του είτε λόγω της θέσης του καθώς οι κάτοικοι ονομάζονταν βόρειοι ή από το γιο του βασιλιά της Φαιστού Ραδάμανθυ, το Βώρο.
Ο Αλέξανδρος κατάφερε να φτιάξει μια πού όμορφη οικογένεια που τον υπεραγαπούσε, και εκείνος έκανε τα πάντα για αυτήν.
Ας δούμε τι λέει για τον παππού της τον Βενετικό, και το δέσιμό του με την οικογένεια, η εγγονή του Μεταξία Προβατάρη:
«Ο παππούς μου έζησε όλη του τη ζωή στους Βώρους, και σε πολύ μικρή ηλικία χάνει τον πατέρα του και μεγαλώνει με τη μητέρα του και τις δύο του αδερφές τη Στυλιανή και τη Δεσποινιώ. Γίνεται έτσι ο προστάτης της οικογένειάς του για όλα τα υπόλοιπα χρόνια. Ακόμα και όταν παντρεύεται την αγαπημένη του Ιωάννα, η μητέρα του και οι αδερφές του συνεχίζουν να είναι υπό την προστασία του μέχρι το τέλος της ζωής τους, καθώς οι αδερφές του δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Με την Ιωάννα απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Το Γιάννη, τη Μαρίκα, την Ελβίρα και την Ελένη (τη μητέρα μου). Παρόλο που η οικογένεια είχε πολλά μέλη (συμπεριλαμβανομένων των δύο γιαγιάδων και των δύο αδερφών του παππού μου), η μητέρα μου πάντα μου λέει με νοσταλγία ότι μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον γεμάτο από αγάπη και σεβασμό του ενός προς τον άλλο. Χαρακτηριστική σκηνή: Όταν ο παππούς επέστρεφε από τη δουλειά μόλις ακουγόταν η εξώπορτα τα αδέρφια όλα κάθονταν με σειρά κατά ηλικία πίσω από την πόρτα και ένα-ένα του φιλούσε το χέρι λέγοντας: “Καλησπέρα μπαμπά”. Η μία μεγάλη αγάπη του παππού μου λοιπόν ήταν η οικογένειά του. Γιατί υπήρχε άλλη μία, εξίσου δυνατή: η δουλειά του. Για περισσότερο από σαράντα χρόνια και μέχρι το 1968, υπήρξε φύλακας της Φαιστού. Τη Φαιστό και τα αρχαία της τα λάτρεψε και τα πρόσεχε όπως τα παιδιά του. Η λατρεία του αυτή τον έκανε να μπορεί να ξεναγεί σε έξι γλώσσες αν και είχε μόνο γνώσεις δημοτικού! Και όταν μια φορά επί Κατοχής κάποιος Γερμανός τόλμησε να πειράξει κάτι από τα αρχαία ο κυρ’ Αλέξανδρος (έτσι τον φώναζαν), πήγε με τα πόδια και ένα γαϊδουράκι μόνος στα Χανιά για να καταγγείλει το γεγονός. Τα χρόνια που εργάστηκε στη Φαιστό γνώρισε πολύ κόσμο και αγαπήθηκε από όλους. Με λίγα λόγια αυτός ήταν ο κυρ Αλέξανδρος. Ταπεινός, γεμάτος αγάπη και σεβασμό για κάθε ζωντανή ύπαρξη (δεν πατούσε ούτε μυρμηγκάκι), και κυρίως για τις δύο του μεγάλες αγάπες. Την οικογένειά του και τη Φαιστό. Εγώ και τα υπόλοιπά του εγγόνια θα τον θυμόμαστε όμως σαν τον λατρευτό μας παππού, που του φιλούσαμε το χέρι κάθε φορά που τον βλέπαμε ενώ αυτός μας έδινε την ευχή του. Θα τον θυμόμαστε να τσουγκρίζει στο τραπέζι πάντα πρώτος λέγοντας “υγιαίνεται”, και σε εμάς τα παιδιά να μας τσουγκρίζει στο κούτελο με το ποτηράκι το κρασί λέγοντας μας “καλή πρόοδο και καλή φώτιση παιδιά μου”. Θα τον θυμόμαστε να απευθύνεται στη γιαγιά λέγοντας πάντα “αγάπη μου Ιωάννα”. Και θα θυμόμαστε πάντα την δική του καρέκλα στην αυλή και αυτόν να κάθεται εκεί να διαβάζει, κάτω από τα γιασεμιά… Έφυγε από τη ζωή ήσυχα, στις 11 Ιανουαρίου 1989. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει…
Αλέξανδρος Βενετικός – Ένας πολύ τυχερός άνθρωπος
Αν και ο πατέρας του ήταν πολύ πλούσιος, εν τούτοις είχε μπλέξει με κακές συναναστροφές που αγαπούσαν το κρασί, και σύντομα έγινε πάμπτωχος. Έτσι η μητέρα του έφυγε και τον εγκατέλειψε, αλλά ωστόσο πήγαινε ταχτικά και φρόντιζε τον μικρό Αλέξανδρο. Ήταν όμως πέντε χρονών ο Αλέξανδρος που μια γύφτισσα στην Πόμπια διάβασε την παλάμη του, και πρόβλεψε πως ο Αλέξανδρος θα γίνει κάτι σπουδαίο στη ζωή του.
Άλλη μια φορά ένας γέρος που ήξερε από χειρομαντεία, πλησίασε το παιδί, κοιτάζει τις παλάμες του και λέει:
– «Πώ πώ π’ω! Τούτο το παιδί θα το χαιρετήσει ο κόσμος όλος! Ακόμα και οι Βασιλείς!»
Άλλη μια φορά πήγαν αθίγγανοι στους Βόρους και μένανε σε κάτι σκηνές πολύ κοντά στον ποταμό. Έσυρε όμως νερά ο ποταμός, και ο πρόεδρος του χωριού, είπε στον Αλέξανδρο που ήταν επιστάτης σε κάποια οικογένεια, να τους πάρει στο σπίτι τους να μην τους παρασύρουν τα ορμητικά νερά. Τους άνοιξαν πράγματι μια αποθήκη για να μείνουν όσο χρειαστεί. Σε κάποια στιγμή πλησιάζει τον Αλέξανδρο μια γριά γύφτισσα, από τα μέρη της Καισάρειας, ενώ οι άλλοι έβαλαν το σιδερένιο τριπόδι στην αυλή, άναψαν φωτιά και μαγείρευαν. Τον πλησιάζει η γριά:
-«Εσύ παιδί μου, χίντι χίντι, θα αναλάβεις μια καλή δουλειά»! Του λέει η γριά από τα μέρη της Καισαρίας. Τότε ο Αλέξανδρος συνειδητοποίησε πως είχε ακουστά για κάτι περί Φαιστού, και σκέφτηκε να του το διευκρινίσει η γριά, μήπως εννοούσε τη Φαιστό.
Την ξαναρωτά.
-«Θα περάσει πολύς καιρός γιαγιά»; Εκείνη του απαντάει:
-«Χίντι χίντι»!
Ο Αλέξανδρος στάθηκε λίγο να πάρει ανάσα. Κοίταξε μια τον χιονισμένο Ψηλορείτη, μια τον ήλιο που βασίλευε στο Λιβυκό. Πήρε λάδι έκοψε και κάτι λουλούδια από τον ανθόκηπο τους και πήγε στην Παναγία την Καρδιτσιώτισσα, να την παρακαλέσει γονατιστός να μεσολαβήσει να βρει μια καλή δουλειά. Δεν πέρασε πολύς καιρός και του λένε:
-«Πήγαινε Αλέξανδρε στο Ηράκλειο να ορκιστείς φύλακας της Φαιστού. Θα κάμνεις εκεί και κανένα τσαγάκι, να σερβίρεις κανένα καφεδάκι καμιά λεμονάδα…».
Έτσι ξεκίνησε ο Αλέξανδρος σαν φύλακας της Φαιστού, και έμεινε είκοσι έξη χρόνια!
Πολλές οι διασημότητες που εντυπωσιάστηκαν από τον Αλέξανδρο
Τα χρόνια που εργάστηκε στη Φαιστό γνώρισε πολύ κόσμο και αγαπήθηκε από όλους.
Γνώρισε μεγάλες προσωπικότητες και διασημότητες της εποχής, από τον καλλιτεχνικό και τον πολιτικό κόσμο. Το 1939 επισκέπτεται τη Φαιστό, κατά την περιήγησή του στην Ελλάδα ο Αμερικανός πεζογράφος Χένρυ Μίλερ. Τις εντυπώσεις του από την επίσκεψή του στη χώρα μας τις αποτυπώνει στο βιβλίο του “Ο Κολοσσός του Μαρουσιού”.
Παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο αυτό, που αφορούν τον Αλέξανδρο:
«…Όταν είχα φτάσει στο επίπεδο του γκρεμού, είδα μπροστά μου ένα μονοπάτι που οδηγούσε στο περίπτερο, το οποίο έχει χτιστεί στο χώρο των ερειπίων για τη φιλοξενία των επισκεπτών. Ξαφνικά διέκρινα έναν άνθρωπο που στεκόταν στην άλλη μεριά του μονοπατιού. Όσο πλησίαζα, εκείνος άρχισε να υποκλίνεται και να με χαιρετάει. “Αυτός πρέπει να είναι ο κύριος Αλέξανδρος”, σκέφτηκα.
-” Ο Θεός σάς έστειλε” είπε, δείχνοντας τον ουρανό και χαμογελώντας μου σα να βρισκόταν σε έκσταση… “Αυτός ο πόλεμος” είπε σταυρώνοντας τα χέρια του και σηκώνοντας τα μάτια του με σεβασμό σε άφωνη ικεσία ” αυτός ο πόλεμος…κανένας δεν έρχεται εδώ πια.”
Ο Αλέξανδρος είναι εντελώς μόνος. Η Φαιστός ξεχάστηκε. Σταμάτησε να κόψει ένα λουλούδι και να μου το προσφέρει. Κοίταξε λυπημένα το λουλούδι σαν να το συμπονούσε για την ατυχία του που είχε απομείνει μόνο του και άνθιζε απαρατήρητο.
Ο Αλέξανδρος μου έκανε νεύματα. Το μεσημεριανό ήταν έτοιμο. Είδα ότι είχε ετοιμάσει το τραπέζι μόνο για μένα. Επέμεινα να βάλει ένα πιάτο και γι’ αυτόν. Δυσκολεύτηκα να τον πείσω να το κάνει. Έπρεπε να περάσω το μπράτσο μου γύρω του, να δείξω τον ουρανό, να σβήσω τον ορίζοντα, να τα συμπεριλάβω όλα με μια κίνηση πριν τον καταφέρω να συναινέσει να μοιραστεί το φαγητό μαζί μου… …Ο Αλέξανδρος με παρακάλεσε να μείνω μερικές ημέρες. Έβγαλε το βιβλίο των επισκεπτών για να μου δείξει πότε είχε έρθει ο τελευταίος επισκέπτης…
Αποχαιρέτησα τον Αλέξανδρο που έκλαιγε τώρα. Έκανα γρήγορα μεταβολή και ξεκίνησα για το μονοπάτι που περιτρέχει την άκρη του γκρεμού. Ύστερα από μερικά βήματα ο Αλέξανδρος βρισκόταν πίσω μου’ είχε μαζέψει στα γρήγορα ένα μικρό μπουκέτο λουλούδια και μου το πρόσφερε. Χαιρετηθήκαμε και πάλι. Ο Αλέξανδρος έμεινε εκεί, κουνώντας μου το χέρι καθώς γύριζα που και που πίσω για να δω. Έφτασα στην απότομη κατηφόρα που έπρεπε να διαβώ περιμετρικά για να βγω στο φαράγγι. Κοίταξα πίσω για τελευταία φορά. Ο Αλέξανδρος στεκόταν ακόμη εκεί, ένα μικρό σημάδι τώρα, και όμως κουνώντας ακόμη το λουλούδια και μου το πρόσφερε…»
Πώς γνωρίστηκαν με τον μυθιστοριογράφο Ηλία Βενέζη
Κάποια εποχή κατέβηκε ο Ηλίας Βενέζης στην Κρήτη και επισκέφτηκε τα ανάκτορα της Φαιστού, δεν αποκλείεται να ήθελε να γνωρίσει ειδικά τον ίδιο τον Αλέξανδρο. Από την πρώτη κιόλας συνάντηση τους, είχε ενδιαφέρον για τον Ηλία Βενέζη, και αυτό φαίνεται στο κείμενό του. Βλέπει ο Βενέζης τον Αλέξανδρο να κάθεται κάτω στον ίσκιο του μοναδικού δένδρου των ερειπίων της Φαιστού, κοιτάζοντας τις σκιές, που απλωνόταν σιγά- σιγά με την νύχτα που ερχόταν στον εξαίσιο κάμπο της Μεσαράς. Πλησιάζει κοντά και τον ρωτάει:
-Εσύ είσαι ο Αλέξανδρος Βενέτικος, φύλακας του παλατιού της Φαιστού; Και συνεχίζει ο Ηλίας Βενέζης στο βιβλίο του:
«…Ο Αλέξανδρος μόλις τον είδε σηκώθηκε βιαστικά.
-Α κύριε, δεν σας αντελείφθην! Βλέπετε εις την Φαιστόν αυτήν την ώρα ο άνθρωπος ημπορεί να απολυσμονηθεί…
-Θα μείνω απόψε εδώ, μπορούμε να περιηγηθούμε αύριον μαζί τα ερείπια;
-Και βέβαια ημπορούμε, από τετάρτου αιώνος, αυτό κάνει εδώ ο Αλέξανδρος ο Βενέτικος! Παρουσιάζει τους προγόνους του τους Μινωίτες εις τον κόσμον! Θέλετε να καθίσετε λίγο κάτω από το δένδρο μου;
Εδώ ο Ηλίας Βενέζης κάνει μια περιγραφή του Αλέξανδρου, και έχει γράψει στο βιβλίο του τα εξής:
“Είναι ένα ανθρωπάκι κοντόσωμο λιγνό, μικρά πόδια, μικρά χέρια, Και μαύρο πίσσα από τον ήλιο το δέρμα του, τον ήλιο των ερειπίων και του Λυβικού πελάγου. Ο Αλέξανδρος είναι ο μόνος Αφέντης της Φαιστού. Ξεκινάει χειμώνα καλοκαίρι από το κοντινό χωριό του με το ψωμί του και το προσφάι του σε ένα ταγαράκι, ακουμπά το ταγαράκι στον κορμό του δένδρου της Φαιστού. Κάθεται και αγναντεύει τον κάμπο της Μεσαράς από το ίδιο μέρος το απόκρημνο, που θα κοίταζαν και οι βασιλιάδες της Φαιστού. Έρχονται οι ξένοι, ανοίγουν τα βιβλία τους, ζητάνε τον Αλέξανδρο.
-Εσύ είσαι ο Αλέξανδρος ο Βενέτικος, ο φύλακας της Φαιστού;
Ο Αλέξανδρος οδηγεί τους ξένους στα ερείπια, και καταφέρνει να συνεννοείται μαζί τους μιλώντας μια γλώσσα παλαϊκή, των συναξαρίων και των αρχαιολόγων, έχει χιούμορ, παίζει με τα πάντα, με μια σβελτάδα σπαθιού, είναι περήφανος και βέβαιος για την καλή του Μοίρα”.
Πιο κάτω στο βιβλίο του ο Βενέζης γράφει για το τι πίστευε ο Αλέξανδρος για τους Γνήσιους αρχαίους Κρήτες.
«Λένε οι αρχαιολόγοι, ότι οι αρχαίοι Κρητικοί μου πρόγονοι ήσαν κοντοί, ποια άλλη επιβεβαίωση του πράγματος θέλετε από εμέ; Κοιτάξτε εμέ, ένεκα αυτού, όλοι οι αρχαιολόγοι του κόσμου, μου γράφουν ως εξής: “
“Αγαπητέ Αλέξανδρε απόγονε της Μεσομινωικής εποχής…”
Ο Αλέξανδρος κατά τον Ηλία Βενέζη, δεν παρέλειπε να τονίζει το πόσο μπροστά ήταν ο πολιτισμός του παλατιού της Φαιστού σε σχέση με όλα τα κράτη της Ευρώπης. Σε κάθε επισκέπτη κάθε λαού, που επισκέπτονταν τη Φαιστό, ήξερε και τι να του πει. Και συνεχίζει στο βιβλίο του ο Βενέζης.
Στους Γάλλους έλεγε:
-“Βλέπετε τι πολιτισμό είχε κάποτε η Φαιστός; Βλέπετε τα υδραυλικά έργα των προγόνων μας; Οι Γάλλοι αποκρίνονται ότι ορθώς ομιλεί ο Αλέξανδρος.
-“Εμείς εις το Παρίσι δεν είχαμε από αυτό το είδος, τις αποχετεύσεις όπως λένε, και ενθυμείσθε, επί Λουδοβίκου 14ου έριπτον έξω τας ακαθαρσίας των , από τας πολλάς θύρας του παλατιού”.
Ύστερα ο Αλέξανδρος θυμήθηκε τους Γερμανούς.
” Ήλθε επί κατοχής εδώ και ο Φον Λίστ ο στρατάρχης. Το είπα και εις αυτόν:
– «Κοιτάξτε τι αποχετεύσεις είχαμεν!» Ο Φόν Λίστ μου είπε:
– «Καλώς αυτά περί αποχετεύσεων, αλλά εσύ ποιους αγαπάς, τους γερμανούς ή τους Άγγλους»;
Ήτο κατοχή, και εγώ του είπα:
-«Φόν Λίστ, ούτε τους Άγγλους, ούτε εσάς, είμαι Έλλην!»
Τότε ο Φόν Λίστ είπε:
– « Αουφίντερζεντ» ! Και έφυγε. Και καταλήγει ο Ηλίας Βενέζης:
«…Κάθε λαό στο τέλος της ξενάγησης, τον αποχαιρετούσε στη γλώσσα του, και καθώς έπεφτε η νύχτα στα ερείπια της Φαιστού ο Αλέξανδρος πήγαινε και καθόταν πάντα κάτω από το δενδράκι του. Τώρα το πρόσωπό του είχε γίνει μόνο δυο ξύπνια μάτια που γυάλιζαν στο μισοσκόταδο…»
Αυτός εν ολίγοις ήταν ο περιβόητος φύλακας της Φαιστού, ένας πολύ σοβαρός άνθρωπος, αλλά με την καλή αίσθηση του χιούμορ, υπεύθυνος σε ότι δουλειά αναλάμβανε, ανοιχτόκαρδος, φιλότιμος, αγαπούσε τη κουβέντα και του άρεσε να λέει ιστορίες για τους αρχαίους.

 

 

Μοιραστείτε το άρθρο