Περπατούσα στο Καβούρι με μια κοπέλα και της φυσούσε ο αέρας τα μαλλιά,
κι εκείνη κοίταζε να κατεβάσει τη φούστα της, να μαζέψει τα μαλλιά της, να κατεβάσει τη φούστα, τα μαλλιά, τη φούστα, είχε μπερδευτεί…
Όταν πήγα στο σπίτι μου, κάθισα κι έγραψα:
Άστα τα μαλλάκια σου ανακατωμένα
άστα ν’ ανεμίζουνε στην τρελή νοτιά,
τώρα που τα νιάτα σου είν’ ολανθισμένα
άστα τα μαλλάκια σου ανακατωμένα.
Τη γαλάζια θάλασσα, κοίτα την πλατιά
κι άστα ν’ ανεμίζουνε στην τρελή νοτιά.
Θα ‘ρθει αλίμονο καιρός, άκου με κι εμένα
που δε θα ‘χεις κόκκινα χείλη σαν φωτιά.
Θα ‘χεις τότε τα μαλλιά καλοχτενισμένα,
θα ‘ρθει αλίμονο καιρός, άκου με κι εμένα
που θα σβήσει η λάμψη αυτή που ‘χεις στην ματιά
και δεν θα ‘χεις κόκκινα χείλη σαν φωτιά.
Άστα τα μαλλάκια σου ανακατωμένα,
άστα ν’ ανεμίζουνε στην τρελή νοτιά.
Ήρθε τώρα η Άνοιξη, θα ‘ρθει Καλοκαίρι
κι ύστερα Φθινόπωρο θα ‘ρθει σκυθρωπό.
Στον τρελό τον δρόμο σου πάρε με απ’ το χέρι,
ήρθε τώρα η Άνοιξη, θα ‘ρθει Καλοκαίρι.
Θα σου πουν χίλιες φορές, χίλια σ’ αγαπώ
κι ύστερα Φθινόπωρο θα ‘ρθει σκυθρωπό.
Άστα τα μαλλάκια σου ανακατωμένα,
άστα ν’ ανεμίζουνε στην τρελή νοτιά.
Αλέκος Σακελλάριος
Πηγή: Πρόσωπα