Γράφει ο Δημήτρης Χρ. Σάββας
“Τριώδι” για το λαό μας, είναι η έναρξη της αποκρεωσαρακοστιανής περιόδου με την πρώτη Κυριακή “του Τελώνου και Φαρισαίου”, ύστερα από την αντίστοιχη παραβολή του Ευαγγελίου. Μια ιδιαίτερα χαρακτηριστική περίοδος που με έχει σημαδέψει από τα παιδικά και μαθητικά μου χρόνια, τότε στο χωριό μου στο Λαύκο του Νοτίου Πηλίου. Δειλά – δειλά άρχιζε να υποχωρεί η βαριά χειμωνιάτικη κατάθλιψη, αφού οι χειμώνες ήταν έντονοι για όλη την περιοχή του βουνού των Κενταύρων.
Παράλληλα άρχιζε να κάνει την εμφάνισή της η Άνοιξη με την αναγέννηση της φύσης που παράλληλα συμπαρέσυρε και την ανανέωση των ρυθμών της ζωής. Θυμάμαι τους συμπατριώτες μου, τους Πηλειορίτες να γλεντούν με την καρδιά τους αυτές τις μέρες. Ρόλο βέβαια έπαιζε και η σαρακοστή που ακολουθούσε μετά την αποκριά και αυτός ήταν ένας πρόσθετος λόγος για τη δημιουργία αυτού του γλεντζέδικου διονυσιακού ξεσπάσματος.
Ήταν πράγματι οι δύο τελευταίες εβδομάδες της αποκριάς, το χρονικό επίκεντρο του γιορταστικού ξεφαντώματος. Από μέρες οι νοικοκυρές φρόντιζαν ώστε το αποκριάτικο τραπέζι να είναι αντάξιο των προσδοκιών των συνευωχούντων σ’ αυτό.
Με ιδιαίτερη επιμέλεια και φροντίδα συγκέντρωνε αυγά, γάλα, τυρί και φυσικά το ζώο που έπρεπε να θυσιαστεί στον αποκριάτικο βωμό και ήταν ή ένα γουρουνάκι, ένα αρνάκι, μια κότα και είχε ο Θεός. Συνήθως τα γλέντια γίνονταν σε συγγενικά ή φιλικά σπίτια, όπου κατά φαμελιά μαζεύονταν οι συμποσιαστές, κρατώντας βέβαια και τα φαγητά τους.
Σιγά σιγά το κέφι άγγιζε την κορύφωσή του και ένας λόγος ήταν το ποιοτικό μαύρο πηλειορίτικο κρασί που συντελούσε στο να διαμορφωθεί αυτή η ευχάριστη ατμόσφαιρα. Το τραγούδι ήταν πάντα το πιο ηχηρό στοιχείο και ειδικότερα το σατιρικό τραγούδι αυτών των ημερών στις εκδηλώσεις του λαϊκού γλεντιού. Πάντα με το τραγούδι και στην προκείμενη περίπτωση το πηλειορίτικο τραγούδι ήταν ένα ξέσπασμα της ψυχής και μια έκφραση τω ανθρώπινων πόθων.
Μ’ αυτό προσπαθούσαν οι άνθρωποι να κατηριάσουν τα “κακώς κείμενα”, να σατιρίσουν και να διακωμωδήσουν. Στο πρόγραμμα ήταν η αθυροστομία, η ατεχνία και ο αυτοσχεδιασμός. Πολλά τραγούδια ήταν συνήθως “καθιστικά”. Μπόλικο λοιπόν αλ΄λα και καλό το φαγοπότι, στο οποίο κυριαρχούσαν τα κρεατικά κατά τη διάρκεια της “κρεατοβδομάδας” όπως την αποκαλούν οι συγχωριανοί μου. Η άλλη εβδομάδα η Τυρινοβδομάδα με τα τυριά και της λογής -λογής πίτες και γενικά τα γαλακτερά προσέδιδε ένα ξεχωριστό κέφι.
Την τελευταία Κυριακή γινόταν η κορυφαία μάζωξη του ξεφαντώματος με μασκαρεμένους αλλά και μεθυσμένους να έχουν τον πρώτο και καλύτερο λόγο. Όλα τα ωραία όμως έχουν και ένα τέλος! Έτσι και αυτή η τελευταία συνάθροιση της Κυριακής τέλειωνε μετά τα μεσάνυχτα με την ευχή “Καλή Πασχαλιά” αφού οι συμμετέχοντες φρόντιζαν να καταναλώσουν κάθε τι το αρτήσιμο, όπως έλεγαν, που δεν έπρεπε για κανένα λόγο να το βρει η καθαροδευτέρα που ήταν και η πρώτη μέρα της Σαρακοστής.
Όμως για τους παλιούς ανθρώπους του Πηλίου, αποκριά δεν σήμαινε μόνο το φαγοπότι, το γλέντι, τα χωρατά, το τραγούδι και ο χορός. Χαρακτηριστικό ήταν το μασκαραλίκι με γουστόζικες αμφιέσεις. Οι μεταμφιεσμένοι σε συγκροτημένα μπουλούκια όπως τα έλεγαν, τριγύριζαν από γειτονιά σε γειτονιά, από σπίτι σε σπίτι, μεταφέροντας το κέφι, τη χαρά και γενικά τονίζοντας και τονώνοντας το πνεύμα αυτών των ημερών.
Η κάθε νοικοκυριά άρχιζε το τρατάρισμα, το κέρασμα δηλαδή, φέρνοντας τον μεγάλο επίσημο δίσκο γεμάτο ποτηράκια με τσίπουρο ή κρασί αλλά και τους κατάλληλους μεζέδες που τα συνόδευαν για τους μεταμφιεσμένους. Με το πέρασμα των χρόνων τα μπουλούκια αυτά ή κομπανίες όπως τις έλεγαν συμπεριελάμβαναν και μέλη του ωραίου φύλλου, αφού παλιά το δικαίωμα αυτό το είχαν μόνο οι άνδρες.
Έτσι μ’ αυτό τον τρόπο, χρησιμοποιώντας το… μασκαριλίκι, ήταν ένα από τα πρώτα βήματα για τη χειραφέτηση της γυναίκας στο Πήλιο. Βέβαια αυτές οι παλιότερες συνήθειες έκαναν τους ανθρώπους να ξεχνούν την καθημερινή κούραση μα νιώθουν αγάπη μεταξύ τους και να ξεπερνούν τυχόν παρεξηγήσεις και έχθρες που πολλές φορές είχαν ανάμεσά τους.
Ο ερχομός της σαρακοστής με το ξημέρωμα της καθαροδευτέρας εύρισκε τους περισσότερους στο γιαλό του Παγασητικού κυρίως λόγω της ηρεμίας της θάλασσας, αφού τα νερά της άλλης πλευράς του Λαύκου, του Αιγαίου πελάγους ήταν τις πιο πολλές φορές ταραγμένα.
Στη θάλασσά ή στο γιαλό όπως λέμε το γλέντι συνεχιζόταν με την κατάλυση θαλασσινών νηστίσιμων εδεσμάτων, αφού το καλούσε η «καθαροβδομάδα» και φυσικά η περίοδος της σαρακοστής. Πολύ πρωί βέβαια, ξημερώματα της καθαροδευτέρας, πριν ξεκινήσουν για οπουδήποτε, οι νοικοκυρές φρόντιζαν να πλύνουν με ζεστό νερό και καταστάλαμα όπως έλεγαν το διάλυμα της στάχτης με το νερό, φυσικά και με σαπούνι, όλα τα σκεύη που είχαν χρησιμοποιηθεί για τα φαγητά της αποκριάς.
Έπρεπε η Σαρακοστή να τα βρει πεντακάθαρα. Πολλή βέβαια ήταν εκείνοι κυρίως οι μεγάλοι στην ηλικία που νήστευαν όλη την περίοδο, αποφεύγοντας στη διάρκειά της και αυτό το λάδι ακόμα, χωρίς να έχουν καν στο νου τους την σκωπτική λαϊκή ρήση “νηστεύει ο δούλος του Θεού, γιατί δεν έχει να φάει”.
Έθιμα, ήθη, συνήθειες και παραδόσεις ενός τόπου, από τους μοναδικούς της πατρίδας μας που σιγοσβήνουν σήμερα. Όσο για εκείνα τα χρόνια της δικής μας νιότης σίγουρα έχουν περάσει ανεπίστρεπτα, φέροντας στο μυαλό μας τα ρυθμικά ακοπανιαμέντα μιας κιθάρας “Αν παρήλθαν οι χρόνοι εκείνοι, των ερώτων φαιδρά εποχή..!”