Μαμά, πότε θα κάτσουμε για μεσημέρι; Όταν θα φύγει ο ίσκιος από την κόκκινη σπέλα. Τότε θα κάτσουμε. Άντε τώρα.
Σκύψε την μέση σου και σκάλισε, μόνο ο ίσκιος δεν θα φύγει αν τον κοιτάς όλη την ώρα. Και πότε θα φύγει ο ίσκιος;
Θα φύγει. Για, ώσπου να φτάκεις στον πάτο της αράδας, θα’χει φύγει. Κι άφηνε σιάδι το τσαπί η Βαγγελή, κι έβγαινε στον πάτο της αράδας, μα ο ίσκιος ήταν ακόμα εκεί.
Γύρνα πίσω και πιασ’ το τσαπί νισιάνι μου. Όχι έτσι. Σκαλίζοντας ως τον πάτο θα χαθεί και θα γεμίσει ήλιο η σπέλα.
Κι έπιανε πάλι το τσαπί, και σκάλιζε την αράδα με το βαμβάκι. Μες την καρδιά του καλοκαιριού, με το χώμα να καίει, χωρίς παπούτσια. Ρολόι δεν είχαν. Το πρωί με τον δεύτερο κόκορα που λάλαγε, κι αυτός ήταν ο δικός τους, η μάνα ξύπναγε κι ετοίμαζε τον τουρβά για τον κάμπο.
Με το λάληλα του δεύτερου κόκορα, που ήταν ο δικός τους, έπρεπε να σηκωθούν. Το πρώτο λάλημα ήταν απ’ τον κόκορα της Νικόλαινας.
Κι είχε ένα καμάρι εκείνη που λάλαγε πρώτος ο δικός της. Ένα καμάρι, λες και θα’ παιρνε κάνα βραβείο. Κι είχε ένα λαρύγγι ο κερατάς…Το σήκωνε ψηλά, άνοιγε το ράμφος του, και κικιρίιιιικουουου. Και κείνο το λαρύγγι το άτιμο χόρευε με το ουου. Κι η Νικόλαινα καμάρωνε που ξεσήκωνε όλο τον μαχαλά.
Μα η μάνα τον άκουγε ,κι άλλαζε πλευρό.
Όταν όμως τέντωνε τον λάρυγγα ο δικός μας, που ήταν δεύτερος, πετάγονταν επάνω, και με την τσίμπλα στο μάτι, ετοίμαζε τον τουρβά, κι έλεγε. Άμα στο πιάκω και στο στρίψω το λαρύγγι, θα σ’ πω εγώ κικιρίκου και κικιρίκου.
Αλλά δεν φταις εσύ. Ο άλλος φταίει που κάνει την αρχή. Από πάνω ξεκινάει το κακό, και κατεβαίνει σιακάτ. Πρώτα της Νικόλαινας, μετά εσύ κι ύστερα του Μητροφώτη.
Μα να μην βγάλετε τον σκασμό μια μέρα. να κοιμηθούμε λίγο παραπάν; Εεεε και πότε θα μπείτε στο κακάβι…
Αυτά έλεγε κάθε πρωί και φώναζε και κείνη σαν τα κοκόρια.
Σκωθείτε. Άι σκωθείτε. Λάλσε κι ο δικός μας. Άντε νισιάνια μου σκωθείτε. Κι όσο μας έλεγε νισιάνια μου, εμείς κουλουριαζόμασταν με το μαξιλάρι αγκαλιά.
Έτσι κι άλλαζε τροπάρι, κι άρχιζε τις φοβέρες, αφήναμε και την κουλούρα, και το μαξιλάρι μαζί.
Ποιανού κρένω εγώ και δεν ακούει; Ποιανού κρένω; Άι σκωθείτε που πάει μεσημέρι. Σκωθείτε να φάτε μια χαψιά να φύωμε.
Κάθε πρωί, αυτή η κουβέντα. Λάλησε ο πρώτος, να κι ο δικός μας, άι σκωθείτε. Ο ήλιος έπρεπε να μας βρει στο χωράφι. Τότε είμασταν νοικοκυραίοι.
Όταν ξεμύταγε από το βουνό, εμείς έπρεπε να είμασταν στο χωράφι, με τα τσαπιά στο χέρι κι ο καθένας στην αράδα του. Όσο για την μάνα, δυο δυο τις σκάλιζε τις αράδες. Δυο δυο. Δυο τσαπιές δεξιά και δυο αριστερά και δωσ’ του ξανά το ίδιο, και πρώτη έβγαινε στον πάτο.
Γύρναγε, κοίταγε,κι έπαιρνε πάλι δυο αράδες να βοηθήσει. Πότε την Βαγγελή, και πότε την Κική. Αν πεις για τον πατέρα; Με το’ να μάτι σκάλιζε και κείνος. Με το’ να μάτι. Πρόβλημα είχε κι ο ήλιος του καλοκαιριού τον πείραζε.
Μ’ ένα χειρομάντηλο δεμένο το’ χε το’ να του μάτι, αλλά η δουλειά δουλειά. Κι άμα λέγαμε πότε θα κάτσουμε για μεσημέρι, κι η μάνα νευρίαζε, λίγο ακόμα μας έλεγε ο καημένος. Λίγο ακόμα.
Αυτή η κόκκινη σπέλα, ρολόι για όλο τον κάμπο. Όταν ανέβαινε ο ήλιος κι έφευγε η σκιά της, η ώρα ήταν μία το μεσημέρι.
Όλος ο κάμπος πετούσε τα τσαπιά, ήταν η εποχή που σκαλίζαμε τα βαμβάκια, τα παρατούσε κι έπιανε τ’ απόσκια. Μια ανάσα παίρναν, κι ανοίγαν τους τουρβάδες. Στρώνανε ένα τραπεζομάντηλο στο χώμα, κι απλώνανε τα φαγιά τους. Τρώγαν και ξαπλώνανε, με την χαψιά στο στόμα.
Χρόνο πολύ δεν είχαν. Ό ήλιος διάβαινε και χάναν τα σημάδια του. Όλα με τον ήλιο τα κάνανε. Με τα σημάδια του.
Σαν τα ζωντανά στο στάλο. Έτσι. Όλοι μαζί κάτω από την σκιά κάποιου δέντρου, στην άκρη από το χωράφι.
Ήταν και χωράφια που δεν είχαν ίσκιο, κι έρχονταν στο δέντρο μας να ξεκουραστούνε. Άλλος μπρούμυτα, άλλος ανάσκελα, κι άλλος έγερνε στο πλευρό με το χέρι του για μαξιλάρι.
Αν ήταν και κάποιος που ροχάλιζε ο καψερός, είχε η μάνα μια βίτσα μακριά και τον σκούνταγε να σταματήσει.
Και τα μικρά παιδιά, όση ώρα ξαπλώνανε οι μεγάλοι, παίρνανε τα παγούρια και πηγαίνανε σ’ ένα ποτάμι να φέρουνε νερό κρύο να πιούνε και να’ χουν ως το βράδυ που θα φύγουν.
Δυο ώρες κράταγε η ξεκούραση. Για το κάθε τι, είχαμε τον ήλιο σημάδι. Το πρωί να μας βρει στο χωράφι, το μεσημέρι να φύγει η σκιά από την κόκκινη σπέλα.
Ένας βράχος ήταν η σπέλα. Ένα μεγάλος βράχος, κι όταν ο ήλιος ανέβαινε ψηλά, έδιωχνε την σκιά από την μπροστινή πλευρά του, κι ήταν η ώρα μία.
Και σαν περνούσε η ώρα, κι ήταν γύρω στις τρεις, ο ήλιος είχε διώξει και τις σκιές στο απέναντι βουνό. Στο βουνό της δύσης.
Τότε ήταν ώρα να πιάσουμε ξανά τα τσαπιά.
Λίγο νερό στα μούτρα, λίγο να πιούνε κι ο καθένας στο χωράφι του, και στην αράδα του για τσάπισμα.
Όλη η δουλειά έβγαινε το πρωί, πριν πιάσει η κάψα, και τ’ απόγευμα, μετά τις πέντε. Τότε ήταν που μας έπιανε μια όρεξη, γιατί ξέραμε πως έφτανε η ώρα να σχολάσουμε, και δυνάμωνε ο χτύπος στο τσαπί. Δυνάμωνε και γρηγόρευε. Κι η μάνα να μας λέει, μπράβο νισιάνια. Μπράβο και γω θα σταματήσω στο περίπτερο σαν νυχτώσει και φύγουμε, να πάρω ένα παστέλι να μοιραστείτε.
Ένα παστέλι, ίσα με την μισή παλάμη, κι αυτό να το μοιραστούμε στα τρία. Τόσο καλά. Κι αυτό το βλοημένο, δεν μπορούσε να’ ταν λίγο μεγαλύτερο; Μισή παλάμη στα τρία, στην μέση στο λαιμό σταμάταγε. Παρακάτω δεν πήγαινε.
Όταν η μάνα πια αποφάσιζε να φύγουμε, είχε ακουμπήσει ο ήλιος στο σημείο της δύσης. Άντε, άντε, μας έλεγε. Δυο αράδες ακόμα και σώθκε η μέρα. Σώθκε η μέρα, αλλά σωθήκαμαν και μεις μαμά.
Άι τσώπα. Τσώπα και μη κοιτάς που κρύφκε ο ήλιος.
Έχουμε ώρα ακόμα. Βγάλτε από δυο αράδες και κρύψτε τα τσαπιά στ’ ανάχωμα. Ρίξτε και σιούφαρα από πάνω να μην τα δουν και μας τα πάρουν.
Ετούτη η στιγμή που κρύβαμε τα τσαπιά και ρίχναμε τα σιούφαρα από πάνω, ήταν η καλύτερη. Ήταν η άλλη μισή παλάμη από το παστέλι και παίρναμε τον δρόμο της επιστροφής.
Μια ώρα ποδαρόδρομο.
Καβάλα στ’ άλογο μόνο ο μπαμπάς κι η μάνα. Μοιράζανε την απόσταση. Εμείς δεν θέλαμε. Όλο τον δρόμο παίζαμε. Ανταμώναμε κι άλλα παιδιά και ξεχνούσαμε τα τσαπιά και τα βαμβάκια. Φτάναμε στο σπίτι, ξεπλέναμε λίγο τα πόδια,κι άρχιζε άλλος αγώνας. Η μάνα μοίραζε δουλειές.
Εσύ, κανε αυτό…εσύ το άλλο…και γω θα μαγειρέψω για να φάμε και να πάρουμε κι αύριο στον κάμπο. Ο μπαμπάς ασχολιότανε με τ’ άλογο και με δυο τρία ζωντανά που είχαμε.
Σαν αποσώναμε τις δουλειές μας, και τρώγαμε, πέφταμε για ύπνο σαν ψοφίμια. Και πάνω που κλείνανε τα βλέφαρά μας, αύριο που θα πάτε για νερό στο ποτάμι, να λούσετε το κεφάλι σας.
Ακούτε; Θα κρατάω μια πλάκα σαπούνι, να την πάρετε να λουστείτε, γίνκαν τα μαλλιά πίτα απ’ την σκόνη που σκώνει το τσαπί. Ακούτε;
Κι ύστερα, ύστερα, άι σκωθείτε νισιάνια μου. Λάλησε κι ο δικός μας.
Σκωθείτε να φάτε μια χαψιά. Άντε, γαϊδούρια σκωθείτε. Θα σας βρει το μεσημέρι στα σκεπάσματα. Ποια σκεπάσματα;
Καλοκαίρι καιρός, στρωματσάδα,κι όλη νύχτα γκυλιόμασταν στα σανίδια και σκαλίζαμε βαμβάκια.
Άι σκωθείτε. Ποιανού κρένω τόση ώρα και δεν μ’ ακούτε. Σκωθείτε νισιάνια μου. Κι όση ώρα φώναζε μια τα νισιάνια της, μια τα γαϊδούρια, με την τσίμπλα στο μάτι ετοίμαζε τον τουρβά για τον κάμπο. Ακόμα να σκωθείτε; Ακόμα;
Άντε. Λάλσε κι ο δικός μας. Αμ θα στο στρίψω γω το λαρύγγι καμιά μέρα, που το τεντώνεις έτσι. Στρίψιμο θέλει.
Άι σκωθείτε να φάτε μια χαψιά να κινήσουμε. Έχομε δρόμο μπροστά. Άι…
Της Ελευθερία Λάππα
Πηγή: Ομφαλός της γης