Της Μαρίας Μαυρουδή*
Το ωραίο αυτό δημοτικό τραγούδι της Κρήτης μας, που αναφέρεται στον Άγιο Γεώργιο ανήκει στην κατηγορία των λατρευτικών.
Αποτελείται από εβδομήντα δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους και η αλληλουχία των εικόνων, η παρουσίαση του θαύματος και η όλη πλοκή του είναι αριστοτεχνική.
Ας το χαρούμε κι ας προσπαθήσουμε να το τραγουδήσουμε :
“-Αη μου Γιώργη αφέντη μου ομορφοκαβαλάρη,
που ’σαι ζωσμένος το σπαθί και το χρουσό κοντάρι,
Τη χάρη και τη δόξα σου θέλω ν’ αναθιβάλω
Για το θεριό που σκότωσες, τση χώρας το μεγάλο.
5. Ενα θεριό απού τονε ‘ς τση χώρας το πηγάδι,
Αθρώπους το ταΐζανε πάσα ταχύ και βράδυ.
Και αν δεν ήθελεν του πάν’ αθρώπους να δειπνήση,
Στάλια νερό δεν άφηνε να κατεβή στη βρύση
Κ’ επαίζανε τα μπολεθιά κι ότινος είχεν πέσει
10. Να πχαίνη το παιδάκιν του στου λιονταριού πεσκέσι,
Μα ‘πεσε και το μπολετί εις τση βασιλιοπούλας,
Απού ‘τον ωραιότατη μοναχορηγοπούλα.
Κι ο κύρης τση ως τ’ άκουσε πολλά του βαροφάνη,
Παίρνει δαρμένα γόνατα ‘ς τση λυγερής του φτάνει.
15. Κ’ εκεί σπαθιά σερθήκανε μαχαίρι ακονισμένα.
– Δε μπέμπεις το παιδάκι σου μπέμπομε σκιάς εσένα,
– Πάρετε το παιδάκι μου και κάμετέ το νύφη
Κι’ αμέτε το παιδάκι μου και κάμετέ το νύφη
Κι αμέτε το του λιονταριού πεσκέσι να δειπνήση.
Εμπήκαν κι εστολίζαν την απ’ το ταχύ ως το βράδυ,
20. Ολόχρουσα τση βάνανε, ολο μαργαριτάρι.
Τον ήλιο βάνει πρόσωπο, τη θάλασσα γιορντάμι,
Την άμμο την αμέτρητη βάνει μαργαριτάρι.
Κι όντεν την κατεβάζανε εις τη μεγάλη σκάλα
Εβγήκεν η μανούλαν τση κ’ εφώνιαξε μεγάλα.
25. – Ας τάξω δε σ’ εβύζαξα ‘που τα βυζιά μου γάλα
Και δε σ’ εκοιλιοπόνεσα κι εφώνιαζα μεγάλα.
Κ’ εβγήκε και ο κύρης τση με τη χρουσή κορώνα
Κ’ εκούμπισε την κεφαλή ‘ς τση πόρτας την κολώνα
– Ας τάξ’ ο κακορρίζικος δε σ’ είδα ‘γω ποτέ μου.
30. Κ’ έναν κεράκι αφτούμενο εκράτουν κ’ εσβυσέ μου.
Και το λαός τσ ‘ακλούθηξε κ’ επήγαν εις τη βρύση,
Δεν τ’ ορπιζ’ η μωρόνυφη πως θα ξαναγυρίση.
Κι έτρεμε το κορμάκιν τση και το λιγνόν τση μπόϊ
Πώς θα τη φάη το θεριό, τέθοια πανώρηα κόρη.
35. Και ο άης Γιώργης ‘πέρασεν από την ίδια στράτα
– Είντα γυρεύεις κόρη επά και κάθεσαι στα δάσα;
– Πήγαινε, νιέ μου, πήγαινε, φεύγε από κοντά μου,
Να μη σε φάη το θεριό σαν και την αφεδιά μου.
– Μην το φοβάσαι το θεριό κ εγώ θ’ τ’ αποθάνω,
40. Μ’ άφης με ν’ αποκοιμηθώ στα γόνατά σ’ απάνω.
Στα γόνατάν τσ’ εκούμπισε για να τόνε ψειρίση
Κι’ ετρέχανε τ’ αμμάθιαν τση σα θολαμένη βρύση (δις)
Την ταραχήν τ’ ως άκουσε, που ‘τρεχε να την πνίξη,
Η κόρη απού τον φόβον τση φωνιάζ’ Αγιέ μου Γιώργη,
45. Κι ο άγιος ως την άκουσε τρέχει να την εσώση (δις)
‘πο ‘κείνο τ’ άγριο θεριό για να τηνε λυτρώση
– Κόρη, που ‘μαθες τ’ όνομα; τον άγιο πως κατέχεις;
– Την ώρα που σ’ εψείριζα, ήρθ’ ένα περιστέρι
Κ’ εβάστα ‘να χρουσό σταυρό εις το δεξίν του χέρι
50. Κι επάνω στο χρουσό σταυρό έγραφεν Αης Γιώργης,
Απ’ αγαπά τη χάρη του ποτέ του δεν τελειώνει.
Σηκώνετ’ ανατολικά και κάνει το σταυρόν του,
Μιαν κονταριά του χτύπησε κ’ έκοψε το λαιμόν του
Και ξαναπαίζει τ’ άλλη μια ανάμεσα στο στόμα,
55. Κ’ ετότες έπεσε στη γη κ’ ετάρασσε στο χώμα.
Χρουσή καδένα έβγαλε ‘που το λαιμό το δένει.
Ιδέ χαρά τη γίνηκε ‘ς ούλην την οικουμένη.
– Από τη σήμερο κι ομπρός άφοβος πάντα να ‘σαι
Πό κείνα τ’ άγρια θεριά κιανένα μη φοβάσαι.
60. Απού την χέρα την αρπά, στ’ άλογο την καθίζει,
Στου βασιλέα έφταξε και του ροζοναρίζει
– Να, βασιληά, το τέκνο σου, όρισε το παιδί σου,
Κι απού τα φύλλα τση καρδιά του δόσε την ευκή σου.
– Να ζήσης καβαλάρη μου για πε μου τ’ όνομά σου,
65. Και χάρισμα βασιλικό να κάμω τσ’ αφεδιάς σου.
– Γιώργη Στραθιώτη λένε με απού τη Σκαρπαθία,
Κι’ α θες να κάμης χάρισμα χτίσε μιαν εκκλησία
Κ’ εις την ζερβή κ’ εις τη δεξιά γράψ’ έναν καβαλάρη,
Να προσκυνούν οι Χρισιανοί και εσύ κι όποιος κι αν πάη”.
Ας έχουμε την ευλογία και τη χάρη του Αγίου Γεωργίου…