Του Νίκου Ψιλάκη
Έτσι τον φαντάζονταν οι παλιότεροι τον Άγιο Χαραλάμπη. Γέρο, με κάτασπρα γένια, καλοστεκούμενο. Στο χέρι του κρατούσε μια βέργα γερή, όχι για ν’ ακουμπά μα για να κυνηγά την πανούκλα.
Κάθε βράδυ, τα ίδια. Την ώρα που νύχτωνε φανερωνόταν εκείνο το “ειδεχθές γύναιον” των γραφών, μια καμπουριασμένη γριά, κακάσκημη, με νύχια σουβλερά, με δόντια σουβλερά, με μάτια που σπίθιζαν. Κι αλλοίμονο στο σπιτικό που θα διάλεγε να χτυπήσει την πόρτα του! Σαν τα θερισμένα στάχυα έπεφταν οι άνθρωποι κι αφανίζονταν. Ρήμαζαν πόλεις και χωριά, δεν προλάβαιναν οι παπάδες να θάφτουν.
Άλλοι πάλι λέγανε πως η πανούκλα ήταν τυφλή. Γυρνούσε τους δρόμους, σκουντουφλούσε, σκόνταφτε εδώ κι εκεί, δεν ήξερε μήτε ποιον ακουμπούσε μήτε σε ποια πόρτα σταματούσε.
Είδαν κι απόειδαν οι άνθρωποι, γύρισαν τον κόσμο και γύρεψαν γιατρικά. Τίποτα! Μέχρι που ανακάλυψαν τον ψαρογένη τον Χαραλάμπη. “Διώκτης απηνής” της πανούκλας ο γέρος!
Από τα όψιμα χρόνια της Βενετιάς άρχισαν να χτίζουν εκκλησιές και εικονοστάσια στα χωριά και στις πόλεις. Διάλεγαν πάντα τόπους έβγορους, για να μπορεί να κοιτάζει τριγύρω, σε μονοπάτια και δρόμους, σαν τους καλούς βιγλάτορες που δεν αφήνουν τον οχτρό να πατήσει τους τόπους τους. Άλλοι διάλεγαν τις εμπασιές των χωριών κι έχτιζαν τις εκκλησιές λίγο πριν από τα πρώτα σπίτια. Για να μπροσταρεύει ο γέρο-Χαραλάμπης το κακό και να μην το αφήνει να διαβαίνει.
Κι αν δεν υπήρχαν δρόμοι, κι ήταν οι τόποι τους αποκομμένοι από τη στεριά, έχτιζαν τα εικονοστάσια στις θαλασσινές εμπασιές. Να, όπως έκαμαν οι Σφακιανοί που έφραξαν ένα θαλασσόσπηλιο και τον έκαμαν ναό του Άη Χαραλάμπη. Γιατί εκεί, στα αποκομμένα Σφακιά, η πανούκλα ερχόταν από τη θάλασσα. Με γαλέρες και άλλα πλεούμενα. Όπως έκαμαν κι οι Βενετσιάνοι του Χάνδακα. Που έχτισαν έναν περίλαμπρο ναό κοντά στο λιμάνι και τον αφιέρωσαν στο δικό τους Χαραλάμπη, τον Άη Ρόκκο, εκείνον διάλεξαν οι Καθολικοί για προστάτη τους από τη νόσο τη λοιμική. Λίγο μετά έχτισαν κι οι ορθόδοξοι της ίδιας πόλης ένα καινούργιο κλίτος στον Άη Μαθιό, εγκάρσιο μα πανέμορφο.
Κοίταζαν οι παλιοί την εικόνα του γέρο Χαραλάμπη και γαλήνευαν οι ψυχές τους. Γαλήνιο ήταν το βλέμμα του γέρου, καλοσυνάτο. Ήξεραν, όμως, πως εκείνος ο ήρεμος γέρος δεν καταλάγιαζε. Μόλις έβλεπε τον οχτρό του να κοντοσιμώνει, αντάριαζε κι αγρίευε. Ήταν τότε που κατέβαινε από τις εικόνες, άφηνε πίσω τους τα χρώματα και τις ψιμυθιές των ζγουράφων, έπαιρνε τους δρόμους κι αλλοίμονο στο θανατικό, κι αλλοίμονο στην Πανώγλα την πίβουλη! Όποιος έτυχε να τον δει εκείνες τις ώρες είχε να διηγάται για χρόνια. Ανέμιζαν τα μαλλιά και τα γένια του σαν τη θάλασσα την αφρισμένη, ανέμιζαν τα ράσα του, έτρεχε σαν τον άνεμο στα σοκάκια.
Κάθε χωριό είχε και τον Χαραλάμπη του! Κι αν δεν μπορούσαν να χτίσουν εκκλησιά, έβαζαν τους ζγουράφους κι έφτιαχναν εικόνες. Κάθε τέμπλο και μια εικόνα του Γέροντα. Τον ιστορούσαν όμορφο, καθισμένο σε θρόνο. Και στο ειλητάρι του έγραφαν λόγια σαν και τούτα που διάβασα κάποτε στο μοναστήρι του Πρέβελη, στην εικόνα του Άη Χαραλάμπη, βέβαια:
ΔΟΣ ΚΥΡΙΕ ΕΥΧΗΝ ΚΑΙ ΧΑΡΙΝ ΤΟΙΣ ΕΧΟΥΣΙ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΜΟΥ
ΑΠΑΛΛΑΓΗΝ ΠΑΝΤΟΣ ΚΑΚΟΥ ΚΑΙ ΠΑΝΟΥΚΛΑΣ
Και για να ‘ναι πιο σίγουροι οι ζγουράφοι του παλιού καιρού ιστορούσαν στην εικόνα το μέγα κατόρθωμα του Αγίου: Τον έβαζαν να τσαλαπατά μια δολερή μορφή, ένα “γύναιον πονηρόν”, με νύχια μακριά, μαύρη σαν το κατράμι. Στέναζε η γριά κάτω από τα πόδια του αγαθού γέροντα, χτυπιόταν, μα δεν μπορούσε να φύγει. Όσο έμενε εκεί πατημένη, τόσο ησύχαζαν οι άνθρωποι. Το θανατικό δεν χτυπούσε τις πόρτες τους!
Νίκος Ψιλάκης, 10 του Φλεβάρη του 2016.
Χρόνια πολλά στους φίλους που γιορτάζουν, τους Χαραλάμπηδες!
* Στη φωτογραφία: Ο σπηλαιώδης ναός του Αγίου Χαραλάμπη στα Σφακιά.
Πηγή: karmanor.gr