Γράφει ο Γιώργος Μαμάκης
Κοιτάς γύρω σου∙ τέτοια εποχή δεν είναι σχεδόν κανείς!
Πάλι ψέματα όμως σου λέει το βλέμμα!
Που να ‘ξερες πόσες σπηλιές είχαν ζωή, πόσοι πέρασαν στα αλήθεια από δω, πριν από σένα!
Και να ψάξεις, όλους δεν θα τους βρεις.
Άγιοι, ασκητές, παιδιά των λουλουδιών, απερχόμενες καλοκαιρινές παρουσίες και Mινωίτες.
Όλοι είχαν τους λόγους τους.
Όλους κάτι τους έσυρε ως εδώ.
Άνθρωποι χωρίς όνομα που χάνονται στο συνεχές του χρόνου.
Που αντρώνουν θρύλους και παραμύθια, και καλοκαιρινές αναμνήσεις που μαζί με τα σύννεφα του ουρανού ξεσηκώνονται μέσα απ’ τα βάθη του μυαλού, σχηματίζουν αλλόκοτες μορφές.
Ειδικά τον χειμώνα, τότε που το βούισμα της παραλίας είναι απειροελάχιστο, όταν τα Αστερούσια και η υψηλότερη κορυφή τους, ο Κόφινας, στέκουν επιβλητικά, μόνα, μυστήρια, μυστηριακά.
Αυτά και τα φαντάσματα.
Ξεκινάς απ’ τα εύκολα, μα το σκαρφάλωμα δεν το γλιτώνεις.
Όπως και οι χίπηδες πριν από σένα, γαντζώνεις τα χέρια στα βράχια, μαγκώνεις το πόδι σε αυλάκια σταθερά, ανεβαίνεις ψηλά, στρογγυλοκάθεσαι.
Μετράς παράθυρα, σμιλεμένα περβάζια, σπίτια κανονικά!
Στα τοιχώματα, σκαλισμένοι αστερίες μαζί με ονόματα και στίχους
Με τα ακροδάχτυλα αγγίζεις απολιθώματα. Χιλιάδες κοχύλια, γαντζωμένα, ακλόνητα, θαλασσοδέρνονται, παραδίδονται στην αδηφάγο αρμύρα.
Αχινοί εκατομμυρίων ετών, αλάτια που στεγνώνουν στον ήλιο, που κρυσταλλώνονται, σπάνε ανάμεσα στα δάχτυλα.
Μπλέξιμο είναι η Ιστορία όπως και η Γεωλογία!