Κείμενο – φωτογραφίες: Γεώργιος Χουστουλάκης
Το μεγαλύτερο κέντρο αγγειοπλαστικής στην Κρήτη, ήταν στον Θραψανό Ηρακλείου.
Τα Θραψανιώτικα πιθάρια ήταν περιζήτητα.
Άλλα κέντρα ήταν στις Μαργαρίτες Μυλοποτάμου στο Ρέθυμνο, τα Νοχιά στα Χανιά και το Κεντρί στο Λασίθι.
Είχε όμως αναπτυχθεί και στη Μεσαρά η τεχνική της αγγειοπλαστικής την οποία είχαν φέρει τεχνίτες από άλλα μέρη.
Αγγειοπλάστες που είχαν έρθει στη Μεσαρά από τις Μαργαρίτες, κατοίκησαν σε διάφορα χωριά όπως στη Γαλιά και στου Σίβα.
Μάλιστα, είχε και στην περιοχή «Σφακοριάκια» του Κουσέ, Θραψανιώτες αγγειοπλάστες που κατέβαιναν , έφτιαχναν πιθάρια και σταμιά εκεί, τη δεκαετία του 1960.
Έτσι λοιπόν, από όλους αυτούς, διαδόθηκε η παραδοσιακή αυτή τέχνη χωρίς εξειδικευμένα μηχανήματα, αλλά με τον ίδιο σχεδόν τρόπο που τα έφτιαχναν και οι αρχαίοι πριν χιλιάδες χρόνια.
Μονάχα με τα απλά υλικά της φύσης, ξύλο νερό, χώμα πέτρα φωτιά.
Αυτή η τεχνική, κράτησε μέχρι το ’65 με ΄70, όπου και πέρασε στα χέρια της ηλεκτροκίνητης βιοτεχνίας, όπως τη συνεχίζει και σήμερα ο Μαρίνος στις Μοίρες.
Κατάλληλα χώματα και είδη χωμάτων
Τους αγγειοπλάστες ο κόσμος τους έλεγε απλά «σταμνάδες».
Σε διάφορα χωριά υπήρχαν καμίνια, όπως στη Γαλιά, στου Σίβα, στου Κουσέ και αλλού..
Σήμερα τέτοιου τύπου καμίνι δεν καίει πλέον πουθενά.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Για να φτιαχτεί ένα καμίνι για κεραμικά σε ένα χωριό, έπρεπε πρώτον, να υπάρχει και η κατάλληλη υποδομή.
Δηλαδή το κατάλληλο χώμα στη περιοχή, που ήταν το αργιλόχωμα.
Δεύτερον, το χωράφι αυτό να είναι ιδιόκτητο, η να μπορεί να νοικιαστεί, για να μπορεί να γίνει εξόρυξη.
Έπρεπε να υπάρχει τουλάχιστον τριών λογιών χώμα, το άσπρο, το μαύρο η κόκκινο, και το γκρι – μπλε η πράσινο.
Στα καλά χώματα ανήκει και η «κουμουλιά», που είχε ένα κιτρινωπό χρώμα.
Το χώμα το έσκαβαν με τις αξίνες, το κοπάνιζαν αρχικά επιτόπου με ένα σκληρό ξύλο, κυρίως χαρουπιάς, και το φόρτωναν στα γαϊδούρια, με «χωματοκόφινα» η σε λινά τσουβάλια, και το κουβαλούσαν στο σπίτι.
Το κάθε χρώμα, πράσινο, κόκκινο, η κουμουλιά, ήταν για διαφορετική χρήση.
Το πράσινο η γκρι – μπλε, έκανε κυρίως τη μόνωση.
Από το ίδιο χώμα σκέπαζαν και τις στέγες των σπιτιών πάνω από τα μεσοδόκια και τις καλαμωτές.
Το έλεγαν και «λεπιδόχωμα» η «λεπίδα».
Ήταν και στεγανό στο νερό, αλλά και μονωτικό στη θερμοκρασία.
Τα σταμνιά που προοριζόταν για «κρυγιοστάμνια», τα έκαναν με πράσινο, η γκρι – μπλε χρώμα, αλλά με πιο παχιά τοιχώματα, για να κρατάει δροσερό το νερό.
Δεν το έψηναν πολύ, να κρατάει υγρασία, αλλά ωστόσο έσπαγαν όμως και ευκολότερα.
Το κρυγιοστάμνι στο σπίτι, το είχαν συνήθως σκεπασμένο με ένα κομμάτι πανί βρεγμένο και διατηρούσε δροσερό το νερό, όλη μέρα.
Τα υπόλοιπα σταμνιά για μεταφορά νερού κλπ, όπως και όλα τα άλλα, ήταν από κόκκινο η μαύρο χώμα, ήταν λεπτότερα σε πάχος, και πιο σκληρά, γιατί είχαν περισσότερη διάρκεια στο ψήσιμο τους.
Η διαδικασία στο εργαστήριο
Πρώτα άδειαζαν το χώμα στην αυλή και το κοπάνιζαν με το κόπανο.
Στη συνέχεια το κοσκίνιζαν με το κόσκινο, και το έριχναν στις «λύμπες».
Από εκεί έπαιρναν τη λάσπη και την δούλευαν στον «τροχό» η στο «τροχί».
Τέλος στην ήλιο μια δυο μέρες να σκληρύνει κάπως, και τότε που ο πηλός ήταν μαλακός, έφτιαχναν τα σχέδια, και κατόπιν τα έβαζαν στο καμίνι για να ψηθούν και να σκληρύνουν.
Μετά το καμίνι αν χρειαζόταν χρωματισμός γινόταν αλλά ξανάμπαινε στο καμίνι για να ψηθεί και το χρώμα
Οι λύμπες
Ζυμωτήρας δεν υπήρχε τότε, απλά κοσκίνιζαν στο κόσκινο το κοπανισμένο χώμα, και το έριχναν στη πρώτη δεξαμενή με νερό.
Η δεξαμενή αυτή λεγόταν «λύμπα».
Υπήρχαν δύο λύμπες, οι οποίες ήταν οι χώροι πού έμπαινε το χώμα ανακατεμένο με το νερό.
Σε άλλα μέρη τις λύμπες τις έλεγαν και «καρούτες».
Οι λύμπες ήταν σαν τεράστια πιθάρια κομμένα στη μέση, αλλά πολύ ανοιχτά από επάνω, και στένευαν στο κάτω μέρος.
Είχαν αυτό το σχήμα για να δουλεύεται εύκολα η λάσπη.
Στην πρώτη λύμπα έπεφτε το χώμα, περασμένο από κόσκινο μέσα στο νερό.
Στο νερό, διαλεγόταν καλά τα πετραδάκια με τη βοήθεια ενός κουβά και με ενός κόσκινου.
Στη δεύτερη λύμπα πέρναγε η «γλυνιά», δηλ το νερό αναμεμειγμένο με το χώμα από τη πρώτη λύμπα, στη συνέχεια πέρναγε στη δεύτερη, αφού πρώτα πέρναγε από τη λεγόμενη «κνισάρα» (σίτα), πριν πέσει μέσα.
Εκεί έμενε μέρες η μήνες, να κατασταλάξει η λάσπη στον πάτο, αφαιρούσαν έπειτα το νερό από πάνω, και στο τέλος αφού εξατμιζόταν με τον αέρα και τον ήλιο και το υπόλοιπο νερό που έμενε, έμενε η τελικά η «ζύμη», αν δεν κολλούσε στα χέρια, ήταν κατάλληλη να δουλευτεί.
Όλες οι διαδικασίες γινόταν «με το μάτι», από τη παρασκευή της λάσπης μέχρι και το ψήσιμο.
Ο τροχός και το τροχί
Από τα κύρια εργαλεία, ήταν ο αυτοσχέδιος «τροχός», που περιστρέφεται με τα πόδια!
Ήταν ο τροχός για τα διάφορα σκεύη, και το «τροχί» που ήταν για τα πιθάρια
Για να γίνει ο τροχός, έκοβαν ένα κορμό από πλάτανο, τον πήγαιναν στον μαραγκό, και έφτιαχνε τάβλες.
Με αυτές τις τάβλες έφτιαχναν δύο βάσεις κυκλικές, όπως οι πάτοι του ξύλινου βαρελιού, περασμένες σε ένα άξονα όρθιο,
Η πάνω βάση ήταν 60 εκατοστά διάμετρο και λεγόταν «κεφαλαριά».
Η κάτω ήταν μεγαλύτερη 1,20 μέτρα διάμετρο, λεγόταν «σκαμνί», και ήταν σε οριζόντια θέση, και οι δύο.
Στο κέντρο είχαν ένα κοινό άξονα με 1 μέτρο διαφορά οι δύο ξύλινες αυτές βάσεις.
Κάτω από την μεγάλη κυκλική πλάκα, συνέχιζε ο άξονας για να καταλήξει στο «πληθί», μια πέτρα στρογγυλή και πλακωτή με εσοχή στο κέντρο.
Αντί το πληθί, πολλές φορές χρησιμοποιούσαν απλά ένα πέταλο αλόγου.
Και αυτά, για να μη βρίσκει αντίσταση ο άξονας στο έδαφος.
Το όλο σύστημα αλφαδιαζόταν σε οριζόντια θέση, και στερεωνόταν με ξύλα σε τοίχο η χάμω, που λεγόταν «διαζύλι».
Η μηχανή γύριζε, αν κάποιος καθισμένος πάνω σε ένα σανίδι που λεγόταν «κολοσάνιδο», γύρναγε με τα πόδια του τον μεγάλο κάτω δίσκο..
Ενίοτε καθόταν και σε σκαμνί η καρέκλα.!
Στο Θραψανό που είχαν εξελιχθεί τα πράγματα, τον γύριζαν με το χέρι.
Τη λάσπη για να επεξεργαστεί, την έβαζαν στο πάνω επίπεδο, δηλαδή στη κεφαλαριά.
Ανάλογη κατασκευή ήταν και το τροχί, που ήταν για μεγάλα πιθάρια..
Η ράμπα
Άλλος βοηθητικός χώρος, ήταν η «ράμπα».
Η ράμπα είχε μήκος 6 μέτρων και είχε 6 τροχούς σε 6 διαφορετικές βαθμίδες ύψους.
Στη ράμπα γινόταν τα πιθάρια.
Την ώρα που ο αγγειοπλάστης θα κάνει το πιθάρι στη πρώτη βαθμίδα,, ένα άλλο άτομο γύρναγε τον τροχό με το πόδι του.
Ο αγγειοπλάστης η σταμνάς, έφτιαχνε πρώτα τον πάτο και ένα μέρος του πιθαριού.
Στη συνέχεια θα κόψει με μεταξωτή κλωστή η λεπτό τέλι το πάνω μέρος για να είναι ίσιο, και εκεί θα ενωθεί με το άλλο τμήμα του πιθαριού που θα γίνει στην επόμενη βαθμίδα.
Τα πιθάρια ήταν 1,5 μέτρο ύψος, και στη ράμπα θα χρησιμοποιηθούν και οι 6 βαθμίδες.
Στο κάθε στάδιο δηλ. πρόσθεταν και το προηγούμενο, αφού πρώτα είχαν κόψει το πάνω και κάτω μέρος με τη κλωστή.
Μια λωρίδα πηλού θα μπει ανάμεσα στα τμήματα να τα ενώσει, και με μια άλλη λωρίδα πανιού θα τα συγκρατεί γύρω – γύρω προσωρινά, να τα τμήματα μηχανικά, να μη πέσει μέχρι να σκληρύνει στην ένωση.
Έτσι γινόταν το πιθάρι, αφού ένωναν τα τμήμα – τμήμα όλα τα κομμάτια, από το ένα τροχί στο άλλο.
Μπορούσαν να φτιάχνουν παράλληλα πολλά κομμάτια από το κάθε τμήματα, για να μην χάνουν χρόνο.
Το καμίνι
Όταν τέλειωνε τα κεραμικά της ημέρας, τα άφηναν 24 ώρες στον ήλιο έως 2 μέρες, να στεγνώσουν, ανάλογα τον καιρό, με προσοχή να μην σκάσουν.
Παράλληλα σε αυτό το στάδιο έκαναν και τα σχέδια με ένα αιχμηρό αντικείμενο .
Κυρίως ευθείες γραμμές, κυματιστές, η μαιάνδρους.
Στη συνέχεια τα έβαζαν στο καμίνι να ψηθούν, κυρίως 24 ώρες η και παραπάνω, ανάλογα το είδος του κεραμικού.
Το καμίνι είχε 4 μέτρα βάθος και 2,5 πλάτος.
Τα τοιχώματά του ήταν από πέτρες και «βίσσαλα» (κεραμικά πυρότουβλα), που κι αυτά ήταν προϊόντα του αγγειοπλάστη.
Πολλοί τρούλοι εκκλησιών, φτιάχτηκαν από παρόμοια πυρότουβλα.
Το καμίνι έκαιγε ξύλα, και όταν τα πυρότουβλα έπαιρναν ένα λευκό χρώμα, έλεγαν πως το καμίνι είναι ”πυρό”, δηλαδή έτοιμο να μπουν τα κεραμικά και να ψηθούν.
Στη φάση που το καμίνι ήταν πυρό, είχε ήδη αναπτύξει θερμοκρασία τουλάχιστον 1000 βαθμούς Κελσίου!
Θερμόμετρα δεν υπήρχαν, και ο έμπειρος καταλάβαινε «με το μάτι» σε τι θερμοκρασία βρίσκεται ο φούρνος από το χρώμα στα εσωτερικά τοιχώματα.
Αν μέσα ήταν πορτοκαλί, η θερμοκρασία ήταν από 720 με 730 βαθμούς.
Αν άρχιζε να κοκκινίζει τότε έπιανε τους 800.
Αν άρχιζε να λάμπει εσωτερικά, τότε είχε 950 βαθμούς.
Αν δε έπιανε τους 1000 βαθμούς, τότε εσωτερικά ήταν κατάλευκος!
Επειδή τότε και τα ξύλα ήταν δυσκολόβρωτα, οι σταμνάδες πλήρωναν για να του τα φέρνουν
‘Όταν δεν προλάβαιναν να φέρουν και χώμα, πάλι πλήρωναν ανθρώπους, τους «χωματάδες», να τους τα κουβαλήσουν με τα γαϊδούρια η μουλάρια.
Άλλα εργαλεία
Στο σπίτι είχαν ένα χονδρό σκληρό ξύλο το «κόπανο» για το κοπάνισμα του χώματος στο σπίτι.
Είχαν το γνωστό μας «κόσκινο» για το κοσκίνισμα του χώματος, τη «κνισάρα», και το «χτένι», για διάφορα σχέδια.
Απαραίτητα τα ξύλα να θερμανθεί το καμίνι.
Χρειαζόταν ένα σφουγγάρι θάλασσας για λείανση της επιφάνειας του κεραμικού.
Ένα φτερό κότας, όταν το κεραμικό απαιτούσε σχέδια, αντί για πινέλο.
Ένα αιχμηρό αντικείμενο το λεγόμενο «πελεκούδι», για σκαλίσματα η σκαλιστά σχέδια, τα οποία ενίοτε γινόταν με το ίδιο το φτερό από τη πίσω πλευρά του.
Φυσικά χρησιμοποιούσαν και χρώματα.
Η κεραμική και οι διαβαθμίσεις της
Όποιος ξεκίναγε την κεραμική τέχνη, σαν βοηθός, μάθαινε πρώτα τα εύκολα, και πήγαινε σταδιακά στα πιο δύσκολα!
Κυρίως οι δυσκολίες ήταν σε τρία επίπεδα, εύκολα, μέτρια και δύσκολα.
Τα εύκολα ήταν τα λεγόμενα ”μαργιόλικα”!
Ήταν δηλαδή κάποιες πονηρές πήλινες κατασκευές, για ξεγέλασμα κυρίως τις αποκριές!.
Παράδειγμα, δήθεν μικρό πήλινο λαήνι με τρύπα από κάτω, που έβαζε κάποιος νερό, και το πρόσφερε στον άλλο γεμάτο νερό!
Για να μην χύνεται το νερό, είχε το δάχτυλο από κάτω στην τρύπα, οπότε δεν έπεφτε.
Όταν όμως ο άλλος έπαιρνε το λαήνι στα χέρια του για να πιεί νερό, ο άλλος άφηνε το δάχτυλό του από την τρύπα, οπότε γινόταν μούσκεμα!
Στα εύκολα επίσης, ήταν ποτήρια, μικρά πιατάκια, κουμπαράδες, φλιτζάνια, πυρότουβλα, αλατσέρες, μοσόρες η λεκανίδες (λεκάνες), γλάστρες, δοχεία λαδιού τσικάλια και γενικά διάφορα σκεύη μαγειρικής και του σπιτιού.
Αμέσως και σε επόμενη βαθμίδα δυσκολίας, ήταν τα σταμνιά και τα μεγαλύτερα δοχεία φύλαξης λαδιού σιταριού, τα λεγόμενα βρασκιά, οι κουρούπες, τα μικρότερα πιθάρια κλπ
Η δυσκολότερη βαθμίδα, ήταν τα πιθάρια 1,5 μέτρου, που ήταν και η τελική βαθμίδα και αποκλειστική δουλειά έμπειρου μάστορα.
Γενικά στη Κρήτη, φτιαχνόταν πολλά είδη δοχείων ανάλογα τη χρήση τους, όπως κουνενοί, κουτούτα, μαστραπάδες, λεκανίδες, το μίστατο, πιθάρια διάφορα, όπως λαδοπίθαρα, σιτηρών, κρασιού, μελιού, ψωμιού κλπ.
Το ίδιο και οι κουρούπες, άλλες για γλύνα, για σίγλυνα, για ξινομυζήθρα, για σταφιδολιές κλπ.
Οι σταμνάδες της Μεσαράς
Εκτός από τους Θραψανιώτες που είχαν κατέβει στου Κουσέ και άνοιξαν καμίνια και στη Γαλιά έφερε τη τέχνη ο Νικολής Νιοτάκης από τις Μαργαρίτες Μυλοποτάμου.
Εκεί έμαθε τη τέχνη μαζί με το Πέτρο Σταρά.
Κι αυτό γιατί οι Μαργαρίτες είχαν μεγάλη παράδοση στη κεραμική τέχνη.
Πείστηκε να κατέβουν και οι διό τους στη Μεσαρά, και εκεί να παντρευτούν και να ανοίξουν καμίνια, αφού υπήρχε κατάλληλο χώμα άφθονο στην περιοχή.
Τελικά κατέβηκαν και οι δυο, ο Πέτρος Σταράς στου Σίβα, και ο Νικολής Νιοτάκης αρχικά στο σπίτι του πεθερού του Κυριακοσταυρούλη, στο Μετόχι (Ντερογδιανά).
Το Μετόχι, ήταν μικρό χωριό που ανήκε στη Γαλιά.
Μετά μετακόμισε στη Γαλιά.
Ο γνωστός τότε σε όλους Νικολής Νιοτάκης, έφτιαξε αρχικά δύο καμίνια στο σπίτι του πεθερού του στο Μετόχι.
Στο ένα δούλευε ο Νικολής μόνος του και στο άλλο ο Κυριακοσταυρούλης ο πεθερός του με το γιό του Κωστή Κυριακάκη.
Ο Κυριακοσταυρούλης είχε τα κατάλληλα χωράφια, και ο Νικολής παντρεύτηκε την κόρη του και ο δρόμος πλέον ήταν ανοιχτός!
Έστελνε χωριανούς και παιδιά να του κουβαλούν ξύλα από το βουνό, επί πληρωμή.
Όταν του έφερναν τα ξύλα σε δεμαθιές (μεγάλα δεμάτια), η πληρωμή γινόταν ανάλογα το βάρος!
Έπιανε τη δεμαθιά ο Νικολής με το χέρι, και αναλόγως το βάρος, ήταν και η πληρωμή που κυμαινόταν κυρίως από 2 έως 5 δραχμές η μία!
Έτσι πολλά παιδιά έβγαζαν καλό χαρτζιλίκι, αλλά και μεγάλοι.
Ο Νικολής αργότερα άφησε τα καμίνια στο Μετόχι, και έφτιαξε άλλο καμίνι στη Γαλιά, δίπλα στο σπίτι του.
Δούλεψε σταμνάς όλα τα χρόνια, μέχρι που πέθανε το ’67.
Δεν τον διαδέχτηκε κανένας ούτε αυτόν στη τέχνη του, παρά μόνο ο μεγάλος του γιός, που προσπάθησε, αλλά είχε φτάσει μονάχα μέχρι το δεύτερο στάδιο τα σταμνιά, όπου και τα παράτησε.
Tο σταμνί της νύφης
Πολλοί σταμνάδες, για δώρο στο γάμο, είχαν το ειδικό σταμνί που πήγαιναν από βραδύς δώρο στο σπίτι της νύφης!
Το σταμνί αυτό το ονόμαζαν «σταμνί τση νύφης»!
Ήταν ένα όμορφο σκαλιστό σταμνί με παραστάσεις, με λουλούδια, και μετά τον χρωματισμό, ξανάμπαινε πάλι στο καμίνι, για να ψηθούν και τα χρώματα.
Πολλές φορές, οι σταμνάδες, επειδή δεν προλάβαιναν την τελευταία στιγμή να φτιάξουν το σταμνί της νύφης, είχαν εκ των προτέρων φτιάξει δυο σταμνιά για την περίσταση που θα χρειαστεί.
(Ευχαριστούμε τον Μανώλη Νιοτάκη, γιό του Νικολή Νιοτάκη για τις πολύτιμες πληροφορίες)