Χθες το απόγευμα πήγα στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της γειτονιάς μου, όπου προσπαθώ εδώ και δύο μήνες να συντονίσω -εθελοντικά- μια Λέσχη Ανάγνωσης Μαθηματικής Λογοτεχνίας για μαθητές Γυμνασίου. Περιμένοντας τα παιδιά, βρέθηκα να συζητώ με τη νεαρή υπάλληλο της Βιβλιοθήκης. “Τι κάνετε;”, με ρώτησε με ευγένεια στα όρια της λονδρέζικης τυπικότητας. “Καλά, ευχαριστώ”, απάντησα. “Λίγο κουρασμένη είμαι, γιατί μέχρι τις τρεις ήμουν στο σχολείο. Δώσαμε βαθμούς σήμερα.” Τι το ‘θελα; Είναι να ξανοίγεσαι σε ανθρώπους που σε ρωτούν τι κάνεις μόνο και μόνο επειδή το απαιτεί το πρωτόκολλο!;
“Βάλατε καλούς βαθμούς ή τα κάψατε τα καημένα τα παιδιά;”, με ρώτησε και η μέχρι τότε προσποιητή της ευγένεια εξανεμίστηκε με μιας.
Δεν έχω κάτι με τη συγκεκριμένη υπάλληλο, αλλά τις λίγες φορές που την είχα στο παρελθόν συναντήσει διαισθάνθηκα αυτήν την – ας την πω – καχυποψία των πολλών απέναντι στους εκπαιδευτικούς και δη στους μαθηματικούς.
“Τους βαθμούς δεν τους βάζω εγώ. Τους βαθμούς τους παίρνουν τα παιδιά.”, απάντησα πικαρισμένη.
Η αλήθεια είναι πως δεν το ξεπερνώ εύκολα αυτό το συναίσθημα. Κάθε φορά που εισπράττω κατάμουτρα τη δυσπιστία της κοινής γνώμης για την – ας την πω – επαγγελματική μου ηθική, νιώθω την ανάγκη να δώσω εξηγήσεις. Εξήγησα με ποιον τρόπο υπολογίζω το βαθμό. Πόσο με δυσκολεύει η διαδικασία… Πόσο αντίθετη είμαι στο συγκεκριμένο τρόπο αξιολόγησης. Με λοξοκοίταζε με ένα βλέμμα που υπέκρυπτε μια δόση αμφισβήτησης. Τότε αποφάσισα να παίξω το δυνατό μου χαρτί.
“Για σκέψου, σε παρακαλώ, τι προφορικό βαθμό έχω βάλει εγώ σε ένα παιδί που έβγαλε στα τέσσερα τεστ που έγραψε μέσο όρο, ας πούμε, 8 και στον έλεγχο έχει 14;”. Την αιφνιδίασα. Περίμενα λίγο κι όταν βεβαιώθηκα πως δεν μπορεί να το υπολογίσει, είπα: 14 επί 2 μείον 8 κάνει 20! Ε ναι, στα προφορικά έβαλα 20! Πόσο παραπάνω να βάλω;” Φάνηκε να μπερδεύεται, αλλά δεν τα έβαλε κάτω. “Κι εμένα ο γιος μου πάει φέτος στην πρώτη Δημοτικού”, μου είπε. “Κάνουν προσθαφαιρέσεις, τώρα, ξέρετε. Χθες είχε κάτι περίεργα μαγικά κουτάκια, που έπρεπε να βγάζουν δέκα στο έτσι και στο έτσι…”, είπε δείχνοντας οριζοντίως και καθέτως. “Μαγικά τετράγωνα;”, ρώτησα. “Μαγικά κουτάκια τα λέει η δασκάλα μας”, επέμενε. Κι ύστερα, θέλοντας να κάνει τη ρεβάνς μου είπε: “Μέχρι να καταλάβω τι έπρεπε να κάνω… Τα πήρα και είπα στο γιο μου να παίξει μέχρι να τα συμπληρώσω. Ύστερα του είπα να τα αντιγράψει. Δεν μπορούσα να του εξηγήσω τι να κάνει… Να πας αύριο στην κυρία σου και να της πεις ότι είναι πολύ δύσκολα! Ακούς εκεί, τόσο μικρά παιδιά, τι τους έβαλε!”.
“Αχ, πόσο λάθος! Δεν πρέπει…. Κανονικά οι νέοι γονείς θα πρέπει να παρακολουθούν ένα τρίμηνο σεμινάριο, πριν στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο.”.
“Ναι, και οι εκπαιδευτικοί όμως πρέπει να κάνουν συνέχεια σεμινάρια”. Είχε αγριέψει. Το έβλεπα στα μάτια της. “Δεν μπορώ να βλέπω καθηγητές … καθηγητές κοντά στη σύνταξη να κάνουν μάθημα με μεθόδους που έχουν ξεπεραστεί!”. Όσο πήγαινε θύμωνε περισσότερο. “Κάποιοι κάνουν σήμερα μάθημα με τον ίδιο τρόπο που έκαναν όταν ήμουν εγώ μαθήτρια..,”, συνέχισε.
“Πότε τέλειωσες το σχολείο;”, ρώτησα για αντιπερισπασμό. Ήθελα να κερδίσω λίγο χρόνο.
“Το 1998. Είμαι 35 χρονών”. Με έβγαλε από τον κόπο να κάνω τις προσθαφαιρέσεις. Πήρα βαθιές ανάσες, προσπαθώντας να κρατήσω τη συζήτηση στο επίπεδο που επιβάλλει ο κοινωνικός μου ρόλος. “Ξέρεις γιατί είναι κακό να ετοιμάζεις εσύ τα μαθήματα του γιού σου;”, επέμενα, “Επειδή του περνάς υποσυνείδητα τη δική σου άποψη για τη δυσκολία των μαθηματικών. Κάτι που δεν μπορεί να λύσει η μαμά του, είναι πολύ δύσκολο! Άρα θα πιστεύει ότι δεν μπορεί να το λύσει κι αυτός. Από την άλλη πλευρά, ασκώντας κριτική στο έργο της δασκάλας τον καθιστάς καχύποπτο απέναντί της κι αυτό είναι σε βάρος του παιδιού. Χάνεται η εμπιστοσύνη που πρέπει να έχει στο πρόσωπο της δασκάλας του…”
Είχα πάρει φόρα. Με άκουγε εκφράζοντας τις αντιρρήσεις της. Εγώ συνέχιζα. Της είπα πως από την έκφραση των μαθητών μου αντιλαμβάνομαι τις απόψεις των γονιών τους για τους εκπαιδευτικούς και για το σχολείο. Οι γονείς που ασκούν αρνητική κριτική στη δουλειά μας προϊδεάζουν τα παιδιά τους κι έρχονται αυτά στο σχολείο και νιώθουν τον καθηγητή απέναντι κι αυτό δυσκολεύει την κατάσταση, χαλάει το κλίμα εμπιστοσύνης που είναι απαραίτητο, για μια αποτελεσματική διαδικασία μάθησης. Όταν το παιδί αρνείται a priori την καλή πρόθεση του δασκάλου, δεν κερδίζει τα λίγα ή τα πολλά που μπορεί να κερδίσει από τη συμμετοχή του στο μάθημα. Η μάθηση δεν είναι υπόθεση του ενός. Και σίγουρα όχι του δασκάλου. Είναι συλλογική δουλειά, συμμετοχική. Ο μαθητής παίζει το ρόλο του. Οι γονείς το δικό τους.
Κι άλλα πολλά είπα. Έκανα και μια αναφορά στον Vygotsky. Επικαλέστηκα την αυθεντία, να μη φανεί πως δεν επιμορφώνομαι. Στο τέλος παραδέχτηκε πως και η δασκάλα του γιού της της είπε να μην κάνει τα μαθήματα του παιδιού, να το αφήνει να κάνει ό,τι μπορεί μόνο του.
Αυτό το λέω κι εγώ στους γονείς. Σε εκείνους τους γονείς που πιστεύουν ότι το παιδί τους έρχεται στο σχολείο για να δείξει στον δάσκαλο ότι ξέρει. Έρχεται για να δείξεικαι στους συμμαθητές του ότι ξέρει. Κι έτσι σιγά σιγά αυτό το παιδί πιστεύει ότι πρέπει να ξέρει τα πάντα και να δείχνει σε όλους ότι ξέρει τα πάντα και, συνηθίζοντας με τον καιρό το ρόλο αυτόν, δεν ανέχεται να το αμφισβητήσει κανείς, ούτε να το διορθώσει κανείς…
Και μέρα με τη μέρα χάνει την ιδιότητα του μαθητή, παύει να είναι το παιδί που μαθαίνει, που διερευνά, που αμφισβητεί, που αναθεωρεί και προοδεύει.
Γίνεται το παιδί που αγανακτεί. Το παιδί που δεν μπορεί να αποδεχτεί και να διαχειριστεί την άγνοιά του και υποφέρει, καθώς δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει…
Γι’ αυτό, αν θέλετε να βοηθήσετε, αγαπητοί γονείς αφήστε το παιδί σας να είναι μαθητής!