(βιογραφικὰ τοῦ π. Αὐγουστίνου ἐν συντομίᾳ)
1907: Ὁ π. Αὐγουστῖνος γεννήθηκε στὸ νεότευκτο ἀρχοντικὸ ἑνὸς νησιοῦ τῶν Κυκλάδων, στὶς Λεῦκες τῆς Πάρου, στὶς 20 Ἀπριλίου τοῦ 1907. Εἶνε τὸ δεύτερο παιδὶ –καὶ τὸ μόνο ἀγόρι– μιᾶς οἰκογενείας ποὺ εἶχε ἀκόμη τρία κορίτσια, τὴ μεγαλύτερή του Ἐρατὼ καὶ τὶς μικρότερές του Βασιλικὴ καὶ Εὐαγγελία. Γονεῖς του ἦταν ὁ μικρέμ πορος Νικόλαος Ἀνδρ. Καντιώτης, αὐστηρὸς πατέρας, καὶ ἡ διδασκάλισσα Σοφία τὸ γένος Θρεψιάδου, ἄγγελος συμπαραστάτης του σὲ μετέπειτα μετακινήσεις του.
Στὸ ἅγιο βάπτισμα ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἀνδρέας. Ἀνάδοχός του παρέστη ὁ –καὶ δάσκαλός του κατόπιν– σπουδαῖος παιδαγωγὸς Ἰωάννης Λεον. Γαϊτάνος. Ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ σὲ νηπιακὴ ἡλικία τὸν προστατεύει, ἰδίως ὅταν μιὰ μέρα παίζοντας στὴν αὐλὴ τοῦ πατρικοῦ του ἔφτασε στὸ χεῖλος τοῦ πηγαδιοῦ, μὲ κίνδυνο νὰ πέσῃ μέσα καὶ νὰ πνιγῇ.
1913-1919: Τὰ ἔτη 1913 – 1919 σὰν μαθητὴς στὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο Λευκῶν συναναστρέφεται τοὺς συνομηλίκους τους μὲ ἀγάπη.
Σὲ ἡλικία 8-10 ἐτῶν ὁ πατέρας του τὸν ὁδηγεῖ στὴν ἱ. μονὴ Λογγοβάρδας Πάρου, ὅπου γνωρίζεται μὲ τὸν ὅσιο ἡγούμενο ἀρχιμ. Φιλόθεο Ζερβάκο, τὸν ὁποῖο θὰ ἔχῃ στὸ ἑξῆς πνευματικὸ πατέρα μέχρι τῆς ἐκδημίας ἐκείνου τὸ 1980.
1920-1921: Τὰ ἔτη 1920 – 1921 εἶνε μαθητὴς στὸ Σχολαρχεῖο τῆς Παροικιᾶς – Πάρου· ἔμενε ἐκεῖ ὅλη τὴν ἑβδομάδα καὶ γύριζε στὶς Λεῦκες τὸ Σαββατοκύριακο.
1922-1925: Τὰ ἔτη 1922 – 1925 φοιτᾷ στὸ Γυμνάσιο Σύρου, μὲ γυμνασιάρχες τὸν γνωστὸ συγγραφέα Ἰωάννη῾Ρώση καὶ τὸν Ἀμοργῖνο φιλόλογο Κωνσταν τῖνο Γαβρᾶ. Καθὼς βρίσκε-
ται στὴν πρωτεύουσα τῶν Κυκλάδων γιὰ σπουδές, διεκπεραιώνει παραλλήλως ἐμπορικὲς ὑποθέσεις τοῦ πατέρα του (παραγγελίες, προμήθειες, πληρωμές). Εἶνε ἐπιμελής,
πρωτεύει σὲ ὅλες τὶς τάξεις, παίρνει τὸ «Κοσκορόζειο» βραβεῖο, καὶ ἀποφοιτᾷ μὲ τὸ βαθμὸ «Ἄριστα».
1926-1929: Τὰ ἔτη 1926 – 1929 εἶνε πλέον φοιτητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Σὲ ὅλο τὸ διάστημα τῶν σπουδῶν του στὴν Ἀθήνα μένει στὸ φοιτητικὸ οἰκοτροφεῖο τῆς ἀδελφότητος «Ζωή», σπουδάζει ἐργαζόμενος, καὶ ἐπὶ δύο χρόνια χρηματίζει ὑπογραφεὺς τοῦ καθηγητοῦ του Παν. Τρεμπέλα.
Στὸ πανεπιστήμιο ἔχει ἀκόμη καθηγητὰς τοὺς Χρ. Ἀνδροῦτσο, Παν. Μπρατσιώτη, ἀρχιμ. Βασ. Στεφανίδη, Ἁμ. Ἀλιβιζᾶτο, Νικ. Λούβαρι, Γεώργ. Σωτηρίου, Κων. Δυοβου-
νιώτη, καὶ Γρηγ. Παπαμιχαήλ.
Ὅσο εἶναι στὴν Ἀθήνα, ἐξομολογεῖται στὸν ἱδρυτὴ καὶ προϊστάμενο τῆς ἀδελφότητος ἀρχιμ. Εὐσέβιο Ματθόπουλο, τὸν ὁποῖο ἀρέσκεται νὰ παρακολουθῇ τὶς Κυρια κὲς σὲ διαφόρους ναοὺς καὶ ἰδίως στὴν Κοίμησι Θεοτόκου στὸ Μοναστηράκι.
Ὡς κατηχητὴς δίδαξε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Δημητρίου Ἀμπελοκήπων.
1929: Τὸ Δεκέμβριο τοῦ 1929 παίρνει τὸ πτυχίο του μὲ βαθμὸ «Ἄριστα». Ἡ ἐξέτασι γινόταν μέσα σὲ μία ἡμέρα ἐφ᾽ ὅλων τῶν μαθημάτων. Μεταξὺ τῶν ἄλλων μαθημάτων ἐξετάστηκε καὶ στὴν ἀπολογητικὴ ἀπὸ τὸν καθηγητὴ Γρηγ. Παπαμιχαήλ, ὁ ὁποῖος τὸν ρώτησε· –Τί θὰ εἴχατε ν᾽ ἀπαντήσετε, κ. φοιτητά, ἂν κάποιος σᾶς ἔλεγε, ὅτι ἡ ζωὴ ἦλθε στὴ Γῆ ἀπὸ ἄλλους πλανῆτες; Καὶ ἡ ἀπάντησί του, ποὺ ἱκανοποίησε τὸν καθηγητή· –Δὲν εἶνε δυνατὸν αὐτό, κ. καθηγητά, διότι κατὰ τὴν εἴσοδο στὴν γηίνη ἀτμόσφαιρα ἡ τριβὴ δημιουργεῖ μεγάλη ερμότητα, ποὺ θὰ κατέστρεφε κάθε ζωντανὸ ὀργανισμό.
Τὸ ἴδιο ἔτος πεθαίνουν ὁ πατέρας του Νικόλαος σὲ ἡλικία 59 ἐτῶν καὶ ὁ πνευματικός του στὴν Ἀθήνα ἀρχιμ. Εὐσέβιος Ματθόπουλος.
1930-1934: Μετὰ τὴ λῆψι τοῦ πτυχίου ἐπὶ μία πενταετία, τὰ ἔτη 1930 – 1934, μένει μαζὶ μὲ τὴ μητέρα του στὴν Ἴο, ἄλλο νησὶ τῶν Κυκλάδων, ὅπου ἐκείνη ὑπηρετεῖ ὡς διδασκάλισσα, γιὰ μελέτη προσευχὴ καὶ περισυλλογή· ταυτοχρόνως διδάσκει στὸ δημοτικό σχολεῖο τοῦ νησιοῦ καὶ φροντίζει γιὰ τὴν ἀποκατάστασι τῶν τριῶν ἀδελφῶν του κατὰ τὴν ἐπιθυμία τοῦ ἀειμνήστου πατέρα του.
1934: Τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1934 ὁ μητροπολίτης Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας Ἱερόθεος (ποὺ τὸν γνωρίζει γιατὶ νωρίτερα εἶχε ποιμάνει τὴ μητρόπολι Παροναξίας) τὸν καλεῖ νὰ πάῃ στὸ Με-
σολόγγι καὶ ν᾽ ἀναλάβῃ τὴ θέσι τοῦ γραμματέως τῆς μητροπόλεως. Βλέπει τὸ πρᾶγμα ὡς κλῆσι Θεοῦ καὶ ὑπακούει ἀμέσως.
1935: Τὴν πρωτοχρονιὰ τοῦ 1935 ταξιδεύει μὲ τὸ πλοῖο πρὸς Πειραιᾶ, καὶ τὴν ἑπομένη φτάνει στὸ Μεσολόγγι.
Σὲ λίγο κείρεται μοναχὸς στὴν ἱ. μονὴ Ἀγγελοκάστρου καὶ παίρνει τὸ ὄνομα Αὐγουστῖνος. Χειροτονεῖται διάκονος στὴν Παραβόλα ἀπὸ τὸν μητροπολίτη Ἀκαρνανίας Ἱερόθεο καὶ ὑπηρετεῖ κοντά του στὴν ἱ. μητρόπολι ὡς πρωτοσύγκελλος.
1935-1941: Τὰ ἔτη 1935 – 1941 κηρύττει στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς Μεσολογγίου καὶ στὰ χωριά, κατηχεῖ παιδιὰ καὶ νέους, δημιουργεῖ ἁγιογραφικοὺς κύκλους, ἐργάζεται γιὰ
τὴν διοργάνωσι ἐνοριῶν καὶ τὴν ἀνασυγκρότησι ἱ. μονῶν, καταρτίζει ἐπιτελεῖο συνεργατῶν, ἱδρύει φιλόπτωχα ταμεῖα, συνεργάζεται μὲ τοὺς κληρικοὺς τῆς μεγάλης αὐτῆς ἐπισκοπῆς, ἐκδίδει ἔντυπα, ἐπιμελεῖται τὴν ἔκδοσι περιοδικοῦ, ἀρθρογραφεῖ ὁ ἴδιος, διευθύνει προπαρασκευαστικὴ σχολὴ γιὰ κληρικοὺς ὅπου διδάσκει ποιμαντική, ἱδρύει συλλόγους, καταπολεμεῖ τὴ βλασφημία.
1941: Τὸ 1941 ὅμως διαφωνεῖ σὲ κάποιο ζήτημα κανονικοῦ δικαίου μὲ τὸν μητροπολίτη Ἱερόθεο. Ἔτσι τὸ πρῶτο ἐκεῖνο ἔτος τῆς γερμανοϊταλικῆς Κατοχῆς λέει καὶ αὐτὸς ἕνα δικό
του «ὄχι», καὶ ἔτσι ἀρχίζει ὁ χορὸς τῶν μετακινήσεών του. Μετατίθεται στὴ μητρόπολι Ἰωαννίνων, ὅπου ὑπηρετεῖ ἕνα χρόνο ὡς ἱεροκῆρυξ ὑπὸ τὸν μητροπολίτη Σπυρίδω-
να Βλάχο (τὸν μετέπειτα ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν).
Τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1941, μπροστὰ στοὺς Ἰταλοὺς κατακτητὰς καὶ χοροστατοῦντος τοῦ Σπυρίδωνος, κηρύττει πατριωτικά. Οἱ Ἰταλοὶ ἐνωχλημένοι θέλουν νὰ τὸν συλλάβουν, ἀλλ᾽ αὐτὸς διαφεύγει ἀπὸ μικρὴ ἔξοδο τοῦ ἁγίου βήματος. Ἐκδίδουν ἔνταλμα συλλήψεώς του. Ὁ δεσπότης, γιὰ νὰ τὸν προστατεύσῃ, δὲν τοῦ ἐπιτρέπει νὰ κηρύττῃ. Καὶ τότε ὁ ἱεροκήρυκας, βλέπον τας ὅτι ἡ παραμονή του στὰ Ἰωάννινα περιττεύει, ἀφήνει ἐκεῖ τὴ γερόντισσα μητέρα του καὶ ἐν καιρῷ χειμῶνος φεύγει. Οἱ Ἰταλοί, σὲ ἔφοδο ποὺ κάνουν στὸ σπίτι του, δὲν τὸν βρίσκουν καὶ συλλαμβάνουν ἐκείνην.
1942: Ἀπὸ τὴν Ἤπειρο τώρα ἔρχεται στὴ Μακεδονία. Ἀρχὲς τοῦ 1942 φθάνει στὴν Ἔδεσσα, ἡ ὁποία τελεῖ ὑπὸ γερμανικὴ κατοχή, καὶ στὸ φρουραρχεῖο μαθαίνει ἀπὸ Ἕλληνα ἀστυ-
νομικὸ γιὰ τὸ ἔνταλμα συλλήψεώς του ἀπὸ τοὺς Ἰταλούς. Μόλις διέφυγε τὴν σύλληψι καὶ σῴζεται.
Κηρύττει κατὰ τῆς μασονίας, καὶ γι᾽ αὐτὸ μετατίθεται στὰ Γιαννιτσά, ὅπου ἀρχίζει πνευματικὴ ἐργασία.
Στὰ Γιαννιτσά, μὲ ἐντολὴ τῆς Ἱ. Συνόδου, ὁ μητροπολίτης Ἐδέσσης Παντελεήμων Παπαγεωργίου τὸν χειροτονεῖ πρεσβύτερο σὲ μιὰ καθημερινὴ (ἡμέρα Πέμπτη) καὶ σὲ πολὺ στενὸ κύκλο.
Πρὸς τὸ τέλος τοῦ 1942, λόγῳ ἑνὸς ἀντιμασονικοῦ του πάλι κηρύγματος, μετατίθεται στὴ Θεσσαλονίκη, ἀλλὰ δὲν μένει ἐκεῖ σχεδὸν καθόλου· παίρνει διαδοχικὲς ἀποσπάσεις στὸ Κιλκίς, στὴ Βέροια, στὴ Νάουσα, στὴ Φλώρινα, καὶ πάλι στὴν Ἔδεσσα.
Στὴ Φλώρινα ἐλέγχει ἀπὸ τὸν ἄμβωνα τὸ μητροπολίτη Βασίλειο Παπαδόπουλο, διότι ἔμενε στὴν Ἀθήνα καὶ πήγαινε ἐκεῖ μόνο τὰ Χριστούγεννα καὶ τὸ Πάσχα. Ὁ μητροπολίτης ἐνημερώνεται τηλεφωνικῶς καὶ τοῦ στέλνει τὴν ἀπόλυσί του τηλεγραφικῶς.
Μὲ τὴν ἀπομάκρυνσι ὅμως αὐτὴ ὁ Θεὸς σῴζει τὴ ζωή του· οἱ Γερμανοὶ συλλαμβάνουν 10 πατριῶτες καὶ τοὺς ἀπαγχονίζουν ἔξω ἀπὸ τὸ χωριὸ Πρώτη – Φλωρίνης· θὰ ἦταν με-
ταξὺ αὐτῶν.
1943-1945: Τὰ ἔτη 1943 – 1945 μετατίθεται στὴν Κοζάνη. Ὁ ἐπίσκοπος Κοζάνης Ἰωακεὶμ Ἀποστολίδης ἔχει βγῆ στὸ βουνό. Τὰ χωριὰ καίγονται ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς καὶ ὁ λαὸς κα-
ταφεύγει στὴν πόλι. Ἡ πεῖνα καὶ ὁ θάνατος παραμονεύουν. Ὁ ἱεροκήρυκας Αὐγουστῖνος, τὴ δύσκολη ἐκείνη ὥρα, σῴζει τὴν πόλι· κάνει συσσίτια, ποὺ φτάνουν μέχρι καὶ
8.000 πιάτα τὴν ἡμέρα. Εἶνε ἕνα θαῦμα, ποὺ ὁ ἴδιος τὸ ἀποδίδει στὸν ἅγιο Νικόλαο, πολιοῦχο τῆς Κοζάνης. Οἱ Γερμανοὶ πολλὲς φορὲς τὸν δικάζουν γιὰ νὰ τὸν ἐκτελέσουν,
ὁ Θεὸς ὅμως τὸν προστατεύει.
Ὡς δημοσιογραφικὸ ὄργανο τῆς Ἑστίας Συσσιτίων ἐκδίδει τὸ περιοδικὸ «Χριστιανικὴ Σπίθα», ποὺ τότε ξεκίνησε μὲ τὶς ὀνομασίες «Ἀγάπη», «Ἀδελφοσύνη», «Σπίτι τοῦ
Φτωχοῦ».
1945-1947: Μὲ αἴτησι τοῦ μητροπολίτου Θεοκλήτου Σφήνα τὸν Ἰούνιο τοῦ 1945 μετατίθεται στὴ μητρόπολι Γρεβενῶν, ὅπου ὑπηρετεῖ δύο χρόνια. Ἕνας ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῆς ἐκεῖ ἐργασίας του εἶνε καὶ ὁ παριστά μενος σήμερα καὶ τιμῶν τὴν ἐκδήλωσι διάδοχός του σεβ. μητροπολίτης Φλωρίνης κ. Θεόκλητος.
1947-1950: Μὲ αἴτησί του τὸν Ἰούλιο τοῦ 1947 ἐπιστρατεύεται ὡς στρατιωτικὸς ἱερεὺς καὶ ἱεροκῆρυξ. Μὲ τὸ βαθμὸ τοῦ λοχαγοῦ ὑπηρετεῖ στὴ 15η καὶ στὴν 9η Μεραρχία καὶ στὸ
Β΄ Σῶμα Στρατοῦ ποὺ ἑδρεύει στὴν Κοζάνη, ὡς διευθυντὴς τοῦ Γραφείου Β΄10 (Θρησκευτικὴ Ὑπηρεσία). Ὁμιλεῖ κάθε ἑβδομάδα ἀπὸ τὸ ῥαδιοφωνικὸ σταθμὸ Λαρίσσης καὶ ἐκδίδει τὸ περιοδικὸ «Χριστιανὸς Στρατιώτης».
1949: Τὸ ἔτος 1949 κάνει ἕνα τόλμημα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ζωῆς του. Ἀπὸ τὸν ἄμβωνα τοῦ στρατιωτικοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου Κοζάνης, παρουσίᾳ τῶν ἀρχῶν, ἀπαγο-
ρεύει στοὺς ψάλτες νὰ ποῦν τὸ Πολυχρόνιον τοῦ βασιλέως Παύλου, σὲ χρόνια ποὺ ἡ βασιλεία ἦταν κραταιά. Στὸ κήρυγμά του ὀνομάζει τὸν Παῦλο ὄχι «εὐσεβέστατον», ὅπως ἔλεγε τὸ Πολυχρόνιον, ἀλλὰ ἀσεβέστατον, καὶ τὸν ἐλέγχει, διότι ὑπέγραψε διάταγμα, μὲ τὸ ὁποῖο ἡ μασονία ἐμφανιζόταν ὡς φιλανθρωπικὸ ἵδρυμα ποὺ ἔπρεπε νὰ ἐνισχύεται ἀκόμα κι ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς ναοὺς καὶ τὶς ἱερὲς μονές. Ἡ θαρραλέα αὐτὴ φωνή, ἀπὸ τὴ θέσι μάλιστα τοῦ στρατιωτικοῦ ἱερέως, σήμαινε τὴν ἀρχὴ νέων διωγμῶν καὶ περιπετειῶν του. Τελικά, ἀφοῦ ὁ ἀρχιεπίσκοπος Σπυρίδων ἀνέβηκε στὰ ἀνάκτορα, ὁ βασιλεὺς ἀναγνωρίζει τὸ λάθος, ἀνακαλεῖ τὴν ὑπογραφή του ἀπὸ τὸ φιλομασονικὸ διάταγμα καὶ παύει ὁ διωγμὸς τοῦ ἱεροκήρυκος.
1950-1951: Τὸ 1950 μετατίθεται στὴ μητρόπολι Καρυστίας μὲ ἕδρα τὴν Κύμη – Εὐβοίας, ὅπου ὑπηρετεῖ ἕνα χρόνο περιοδεύοντας στὰ χωριὰ καὶ πεζοπορώντας σὲ ἀπόκρημνες ἀκτὲς
τοῦ Κάβο – Ντόρο.
Τὸ 1950 τυπώνει τὰ πρῶτα του βιβλία «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός» καὶ «Ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου Φωτός».
1951-1967: Στὰ τέλη τοῦ 1951 ὁ ἀρχιεπίσκοπος Σπυρίδων Βλάχος τὸν διορίζει ἱεροκήρυκα τῆς ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, ὅπου θὰ μείνῃ μέχρι τὸ θέρος τοῦ 1967. Τὰ 17 αὐτὰ χρόνια, ποὺ θὰ ὑπηρετήσῃ ὑπὸ πέντε ἀρχιεπισκόπους, εἶνε μία περίοδος μεγάλης πνευματικῆς δράσεως καὶ ἀγώνων, ἀλλὰ καὶ διωγμῶν καὶ περιπετειῶν. Κατὰ κανόνα περνᾷ τὴν ἑβδομάδα ἡσυχάζοντας, μὲ προσευχὴ μελέτη καὶ γράψιμο, καὶ τὴν Κυριακὴ κηρύττει τὸ πρωὶ σὲ ναοὺς καὶ τὸ βράδυ σὲ αἴθουσες. Ἐργάζεται ἱεραποστολικὰ καὶ φιλανθρωπικά, ἱδρύει συλλόγους, κτίζει αἴθουσες, ἐκδίδει βιβλία, συντηρεῖ οἰκοτροφεῖα, ἀγωνίζεται μὲ βάσι τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ Πηδάλιο ἔχοντας ὡς πρότυπα τοὺς ἁγίους πατέρας καὶ ὁμολογητάς. Ἡ ἀνιδιοτέλεια καὶ ἡ συνέπεια τῆς ζωῆς του ἑλκύουν πολλοὺς καὶ ἰδίως
νέους στὰ κηρύγματα καὶ μαθήματά του. Δημιουργεῖται ἔτσι ἕνα ἀξιόλογο ἀγωνιστικὸ μέτωπο. Καταπολεμεῖ τὰ καλλιστεῖα, τὸν καρνάβαλο, τὴν ἠθικὴ καθίζησι, τὴ χαλάρωσι τοῦ θεσμοῦ τῆς οἰκογενείας, τὴ διείσδυσι τῆς μασονίας στὶς θεολογικὲς σχολὲς καὶ τὴν ἄνοδό της σὲ ἐκκλησιαστικοὺς θρόνους, τὴν ἀθεΐζουσα παιδεία, τὶς ποικίλες αἱρέσεις καὶ μάλιστα τὸν οἰκουμενισμὸ ποὺ ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα κάνει νέα βήματα.
1964: Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1964 εἰσάγεται στὸ νοσοκομεῖο «Εὐαγγελισμὸς» τῶν Ἀθηνῶν γιὰ μία ἐγχείρησι, ἀλλὰ παθαίνει μόλυνσι καὶ φτάνει στὰ πρόθυρα τοῦ θανάτου. Κλῆρος, μοναστήρια καὶ λαὸς προσεύχονται. Οἱ γιατροὶ σηκώνουν τὰ χέρια, προβλέπουν μάλιστα καὶ τὴν ὥρα τοῦ τέλους. Γίνεται ὅμως θαῦμα, πέφτει ἀπότομα ὁ ὑψηλὸς πυρετὸς καὶ ἀρχίζει βελτίωσις. Μετὰ ἀπὸ 65 μέρες νοσηλείας βγαίνει ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο. Ὁ ἴδιος μὲ δέος ἀπορεῖ· Γιατί, Θεέ μου, παρατείνεις τὴ ζωή μου; τί μοῦ ἐπιφυλάσσεις;
1965: Μόλις ἐπανέρχεται στὰ καθήκοντά του, τὸ ὑπουργεῖο Παιδείας ἀρχίζει ἐκπαιδευτικὴ μεταρρύθμισι μὲ περικοπὴ ὡρῶν διδασκαλίας τῶν θρησκευτικῶν. Ὁ ἱεροκῆρυξ πρωτοστατεῖ σὲ συλλαλητήρια διαμαρτυρίας· στὴν ἀρχὴ κατὰ τῆς ὑλιστικῆς παιδείας, καὶ στὴ συνέχεια μὲ τὸ αἴτημα τῆς καθάρσεως στὴν ἐκκλησία, μιλώντας μὲ παρρησία. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ ἀπαγορεύει τὸ κήρυγμα, γιατὶ ἐλέγχει τὰ σκάνδαλα καὶ βάλλει κατὰ τοῦ μεταθετοῦ τῶν ἐπισκόπων ποὺ ἀπογορεύουν οἱ ἱ. κανόνες. Ὁ λαὸς ξεσηκώνεται καὶ σύσσωμος ὁ τύπος, συμπολιτεύσεως καὶ ἀντιπολιτεύσεως, τάσσεται στὸ πλευρό του. Ἡ Σύνοδος, βλέποντας τὶς ἀντιδράσεις, ἀναγκάζεται ν᾽ ἀνακαλέσῃ τὴν ἀπαγόρευσι. Πάντως ἡ κοινὴ γνώμη συνειδητοποιεῖ, ὅτι σοβεῖ νόσος καὶ ἐπιβάλλεται θεραπευτικὴ
ἐπέμβασις.
1967: Τὸ Μάιο τοῦ 1967 γίνεται τὸ ἀπροσδόκητο, ὁ ἥλιος ―ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος― ἀνατέλλει ἀπὸ τὴ δύσι! Ὁ δυσάρεστος ἱεροκῆρυξ, ποὺ ἦταν συνεχῶς ὑπὸ διωγμὸν λόγῳ τοῦ ἐλέγχου ποὺ ἀσκοῦσε, προάγεται σὲ ἐπίσκοπο καὶ ἐκλέγεται μητροπολίτης Φλωρίνης. Ἡ χειροτονία καὶ ἡ ἐνθρόνισί του εἶνε γεγονότα ἀνεπανάληπτα, γιὰ τὰ ὁποῖα ὁ λαὸς δόξασε τὸν Κύριο καὶ ἡ Ἐκκλησία γνώρισε αἴγλη.
1967-2000: Ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 1967 μέχρι τὴν ἀρχὴ τοῦ 2000, ἐπὶ 33 σχεδὸν χρόνια, ὑπηρετεῖ τὴν ἀκριτικὴ μητρόπολι Φλωρίνης μὲ κάθε θυσία. Πέρα ἀπὸ τὴ διοίκησι καὶ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὶς διάφορες ὑπηρεσίες, δέχεται καθημερινῶς τὸν καθένα, ἀπαντᾷ σὲ αἰτήματα, λύνει προβλήματα, εἰρηνεύει διισταμένους· περιοδεύει τὴν ἐπισκοπή, λειτουργεῖ, κηρύττει, κατηχεῖ· γράφει, ἐκδίδει ἐγκυκλίους, διαφωτιστικὰ ἔντυπα, περιοδικὰ καὶ βιβλία, ἀνταποκρίνεται σὲ ὀγκώδη ἀλληλογραφία· ἱδρύει κατηχητικὰ σχολεῖα καὶ κύκλους μελέτης τῆς ἁγίας Γραφῆς· ἱδρύει φιλόπτωχα ταμεῖα, διενεργεῖ ἐράνους, ἀσκεῖ ὠργανωμένη φιλανθρωπία, χτίζει συνοικισμὸ γιὰ νεοφωτίστους τσιγγάνους τοὺς ὁποίους κατήχησε καὶ βάπτισε· ἱδρύει ἐκκλησιαστικὴ σχολή, ἐκπαιδεύει ὑποψηφίους, χει-
ροτονεῖ κληρικούς, ἐπιμορφώνει· χτίζει ναούς, ἀνεγείρει βοηθητικὰ ἐκκλησιαστικὰ κτήρια (νεανικὰ κέντρα, ἐνοριακὲς βιβλιοθῆκες, ἐφημεριακοὺς οἴκους), καθὼς καὶ νεανικὲς κατασκηνώσεις, στήνει σταυρούς· διευθύνει ἀνδρικὴ ἱεραποστολικὴ ἀδελφότητα, ἱδρύει συλλόγους, γυναικεῖο μοναστήρι, ῥαδιοφωνικὸ σταθμό.
Μετέχει ἀκόμη στὶς ἐργασίες τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, καὶ καλεῖται πέντε συνολικὰ φορὲς ὡς μέλος τῆς Διαρκοῦς Ἱ. Συνόδου καὶ τοῦ Συνοδικοῦ Δικαστηρίου. Κάνει εἰσηγήσεις καὶ συντάσσει ὑπομνήματα. Μετέχει σὲ ἐπιτροπὲς καὶ ἀναλαμβάνει ἀποστολές, ὅπως π.χ. παραστάσεις σὲ ἁρμοδίους ὑπουργοὺς γιὰ ζητήματα εὐνοίας τῶν χιλιαστῶν ἢ ἀλλαγὲς στὸ οἰκογενειακὸ δίκαιο κατὰ τὴ μεταπολίτευσι (1975), ὁμιλίες σὲ λαοσυνάξεις Ἀθηνῶν, Θεσσαλονίκης καὶ Πατρῶν μὲ θέμα «Ἐλευθέρα καὶ ζῶσα Ἐκκλησία», ἐπίσκεψι στὸ Φανάρι λόγῳ πολιτειακῶν ἐπεμβάσεων (1987), ἐπαφὲς μὲ κύκλους
τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου καὶ μεσολάβησι μὲ σκοπὸ τὴν ἕνωσι (1985), μελέτη τοῦ προβλήματος τῶν ἐκπτώτων μητροπολιτῶν καὶ προτάσεις λύσεώς του κ.ἄ..
Παρὰ τὸν κίνδυνο νὰ βρεθῇ ἐκτὸς θρόνου τολμᾷ καὶ ἀντιτίθεται ἄλλοτε μὲ τὴ δικτατορία, ἄλλοτε μὲ προέδρους τῆς δημοκρατίας, ἄλλοτε μὲ τὴν προϊσταμένη του ἀρχή, καὶ ἄλλοτε μὲ τὸν πατριάρχη Ἀθηναγόρα τοῦ ὁποίου διακόπτει τὸ μνημόσυνο μαζὶ μὲ ἄλλους δύο ἐν ἐνεργείᾳ μητροπολῖτες τῶν Νέων Χωρῶν καὶ μὲ τὴν σύμφωνο γνώμη τοῦ κανονολόγου ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου.
Πρωτοστατεῖ ἢ συναγωνίζεται μαζὶ μὲ ἄλλους σὲ ἀγῶνες γιὰ τὸ ἔθνος (γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσι ἀλυτρώτων πατρίδων), ἐναντίον τῆς δημογραφικῆς συρρικνώσεως, κατὰ τῆς καταστροφῆς τῆς γλώσσης, ἐναντίον τῆς νοθεύσεως τῆς ἱστορίας, κατὰ τῆς ἐν γένει ὑποβαθμίσεως τῆς παιδείας, καὶ μὲ ὅλη του τὴ δύναμι κατὰ τῆς ἐντάξεως στὴν Εὐρώπη.
Δὲν ἐπεκτείνομαι, διότι ἀκολουθεῖ εἰδικὴ εἰσήγησι ἀπὸ τὸν π. Ἰουστῖνο.
1999: Τέλος στὶς 9 Δεκεμβρίου 1999, σὲ ἡλικία 92 ἐτῶν, λόγῳ κάμψεως τῶν δυνάμεών του ὑποβάλλει παραίτησι, ἡ ὁποία γίνεται δεκτὴ ἀπὸ τὴν Ἱ. Σύνοδο.
2000: Στὶς 15 Ἰανουαρίου τοῦ 2000 ἀποχωρεῖ τῆς ἐνεργοῦ διακονίας καὶ στὸ ἑξῆς ἡσυχάζει δεχόμενος ἐκδηλώσεις σεβασμοῦ καὶ τιμῆς, ὅπως εἶνε λ.χ. ἡ ἀναγνώρισις ἀπὸ τὴν Ἱ. Σύνοδο τῶν ἀγώνων του γιὰ τὴν «ἀντίστασι τῆς ἀγάπης» τὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς, ἡ ἔκδοσις ἀπὸ τὴν ἱ. μητρόπολι Φλωρίνης σὲ συνεργασία μὲ τὸ Α.Π.Θ. χαριστηρίου Τόμου, ἡ ἔκδοσις ἀπὸ τὰ ΕΛ.ΤΑ. λευκώματος καὶ γραμματοσήμων, καὶ πρὸ παντὸς οἱ καθημερινὲς αὐθόρμητες ἐπισκέψεις καὶ ἐκδηλώσεις τοῦ ἁπλοῦ κλήρου καὶ λαοῦ.
2007: Ζώντας ἔτσι, στὶς 20 Ἀπριλίου τοῦ 2007 συμπληρώνει τὰ ἑκατὸ ἔτη ζωῆς, μὲ ἀνάλογες καὶ τότε ἐκδηλώσεις.
2010: Καὶ μετὰ ἀπὸ 12 περίπου χρόνια ἀπὸ τὴν παραίτησί του, στὶς 3 Αὐγούστου τοῦ 2010, ἀσθενεῖ σοβαρὰ καὶ στὶς 28 τοῦ μηνός, ἡμέρα ὄχι τυχαία, ἐκδημεῖ γιὰ τοὺς οὐρανούς, σὲ ἡλικία 104 ἐτῶν. Τὸ σκήνωμά του μετὰ ἀπὸ τριήμερο προσκύνημα θάπτεται στὴν ἱ. μονὴ Ἁγ. Αὐγουστίνου Φλωρίνης, ποὺ εἶνε καὶ τὸ τελευταῖο ἔργο τῆς ἀρχιερατείας του.
Αὐτό, μὲ κάθε συντομία, ἦταν τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὴ ἑνὸς πιστοῦ δούλου τοῦ Κυρίου, ποὺ ἔζησε στὰ χρόνια μας, ὑπηρέτησε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἄφησε σὲ ὅλους μας ἕνα ἀφυπνιστικὸ καὶ διδακτικὸ ὑπόδειγμα.
Ἡ ζωή του ἦταν τρικυμιώδης, γιατὶ θέλησε νὰ ζήσῃ μὲ πίστι στὸ Θεὸ καὶ συνέπεια.
Από ομιλία του αρχ. Λαυρεντίου Γρατσιά
Κύπρος, 27 Μαΐου 2012
Πηγή: xristianikispitha.gr