Του Πολυχρόνη Στιβακτάκη
Λιάζει στο γκάμπο ο Αύγουστος, το χώμα καμινιάζει,
μαραίνει η κάψα τα κλαδιά κι η κατοχή τσ’ ανθρώπους…
Όμως στη ρίζα ανέφαλο, μαύρο τηνε πλακώνει,
κι εσκοτεινιάσανε οι κορφές μαυρίζουν τα χαράκια!
Αστροπελέκια πέφτουνε, αρπούν φωθιά τα χόρτα,
κόλαση μοιάζει η νοτική του γέρο Ψηλορείτη…
Βοσκαδουράκι άγγουρο, που γλάκα να γκαμπίσει,
ρωτούνε το ανήβρεχε γή χιόνιζε στη ρίζα,
γή κουκοσάλιο ήριχνε στ’ Αυγούστου την ημέρα,
και ‘πο μαυρίσανε οι κορφές κι ασκιάνεψε τ’ αόρη!
– Δεν είναι τουτ’ αδέρφια μου, ανέφαλο που βρέχει,
μηδέ αντάρα του χιονιού ετούτη η κατσηφάρα…
Μα ‘ναι καπνός του μπαρουθιού τ’ αστροπελέκια μπάλες,
κι είναι βροντές που βγάνουνε των ανταρτών ντουφέκια…
που πολεμούν τσi Γερμανούς μια χούφτα παλικάρια!
Μπαίνει με μπέτη στα σκουριά στου Τραχιλειού το πόρο,
κι αυτό το μαύρο ανέφαλο που σκιάνεψε τ’ αόρη,
είν’ απ’ τη λόγη τση φωθιάς που καίει τα Βορίζα,
και ξεσπιτώνει άρχοντες κι ορφάνεψε κοπέλια,
και μαυροφορεθήκανε μάνες και θυγατέρες…