Γράφει ο Ζαχαρίας Κατσακός*
Τελείται τώρα η εξόδιος ακολουθία για τον Χριστόφορο Λιοντάκη κάτω από έναν λαμπρό και καυτό ήλιο. Λίγη ώρα πριν την έναρξή της έγραψα αυτές τις γραμμές.
Ο Χριστόφορος δεν είναι μόνο ένας εξαιρετικός εκπρόσωπος των γραμμάτων και της τέχνης. Οι μεταφράσεις του και η ποίησή του κοσμούν τη νεοελληνική μας γραμματολογία. Ήταν κυρίως άνθρωπος. Στις πολλές φορές που φάγαμε μαζί, σε ένα ταβερνάκι κάτω από το σπίτι του στα Εξάρχεια, μου ιστορούσε θραύσματα από την περιπετειώδη ζωή του. Μου μιλούσε για την κρητική φύση που λάτρεψε, για τον ήχο των νερών, για τις μυρουδιές του χώματος, για τα άγρια χόρτα, για τα σπουργίτια του, για την απόφασή του να μετοικήσει στην Αθήνα, για την παραμονή του στο Παρίσι, για τη δικτατορία, για τη μεταπολίτευση και φυσικά για το Ηράκλειο των εφηβικών του χρόνων. Αγαπημένη μας κουβέντα οι Γάλλοι συμβολιστές ποιητές και τα κινήματα τέχνης.
Δεν θα ξεχάσω, επίσης, τι μου είπε για τον τραυματισμό του όταν ήταν παιδί. Είχε πέσει από τη φωλιά του ένα μικρό σπουργιτάκι από μιαν οπή ενός ερειπωμένου πετρόκτιστου σπιτιού. Το πήρε στα χέρια του για να το βάλει πάλι στη φωλιά του, σκαρφαλώνοντας με κίνδυνο της ζωής του κοντά στα τέσσερα μέτρα ύψος. Το έβαλε πίσω στη φωλιά του και άρχισε με προσοχή να κατεβαίνει. Έχασε όμως την ισορροπία του και έπεσε σχεδόν από τρία μέτρα ύψος. Ο τραυματισμός που υπέστη στο πόδι και κυρίως στο χέρι τον ακολουθούσε σε όλη του τη ζωή.
Λάτρεψε το μη περιττό, το ευφυές και λεπτό χιούμορ, απέφευγε την κοινωνική έκθεση. Ήταν από τους πιο ευαίσθητους, τους πιο σεμνούς, αλλά και από τους πιο ερωτικούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει.
Πώς να μην γράψω για τον Χριστόφορο;
Ήταν ευθύς άνθρωπος. Ειλικρινής και αυθεντικός. Κυρίως γι’ αυτό τον εκτιμούσα. Ήταν σκληρός για διάφορους σύγχρονους ποιητές και συγγραφείς, τολμούσε να κάνει δημόσια όμως και πολιτικές κρίσεις. Αγαπούσε πολύ τους νέους ποιητές και απλόχερα «έδινε» πολλά πράγματα σε αυτούς. Δεν χαριζόταν όμως και σε κανέναν.
Είχε και τσαγανό. Το περιστατικό συνέβη μπροστά μου. Καθώς τρώγαμε μια μέρα στο ταβερνάκι, κάποιος αστυνομικός προσπάθησε να κατασχέσει την πραμάτεια που πουλούσε ένας μικροπωλητής χωρίς άδεια. Το ψωμί μου προσπαθώ να βγάλω, έλεγε στον αστυνομικό. Σηκώνεται αμέσως ο Χριστόφορος, πηγαίνει στον αστυνομικό και του λέει: Ναι, είναι παράνομος, αλλά να πας να πιάσεις κι όλους αυτούς που κλέβουν πραγματικά και όχι αυτούς που προσπαθούν να βγάλουν ένα κομμάτι ψωμί για να ζήσουν. Έτσι ήταν ο Χριστόφορος.
Αγαπούσε τους μετανάστες, τους φτωχούς, τους άπορους.
Έλα Ζαχάρη μου να πιούμε άλλη μια μπυρίτσα. Εκτός από τη ρακή, του άρεσε πολύ και η μπύρα. Και μάλιστα η μάρκα ‘Κορώνα’. Πολλές φορές ήπιαμε μαζί συζητώντας κάτω από την Ακρόπολη ή στην πλατεία Κλαυθμώνος. Του άρεσαν πολύ, επίσης, οι ανοιχτοί χώροι.
Τον κέρδιζες όταν μπορούσες να μιλήσεις χωρίς να πολυσκεφτείς, ήθελε το σπάργανο, τον ανόθευτο προφορικό λόγο, αυτόν που διεμβολίζει την εκζήτηση.
Πώς να μην γράψω, αποχαιρετώντας αυτόν τον άνθρωπο όταν, στην πιο δύσκολη στιγμή της ζωής μου, τότε που έφυγε από τη ζωή η μητέρα μου, με έπαιρνε δυο και τρεις φορές την ημέρα στο τηλέφωνο για να μου πει έναν καλό λόγο. Φίλος, χωρίς να ζητά ανταλλάγματα. Πώς να μην γράψω για τον Χριστόφορο, όταν μου έλεγε με μάτια που έλαμπαν από χαρά πόσο του άρεσαν τα διηγήματά μου στο περιοδικό «Εντευκτήριο» και κυρίως εκείνο που είχε τίτλο «Ντυμένη με τις σκιές» ή, όταν με πήρε στο τηλέφωνο, με πόση σεμνότητα και ελλειπτικότητα στον λόγο θέλησε να με ευχαριστήσει για το κριτικό δοκίμιο που δημοσίευσα στη «Νέα Εστία», που αφορούσε το τελευταίο ουσιαστικά έργο του, “Στο τέρμα της πλάνης” …
Και πόσο αγαπούσε τους λογοτέχνες και τους ανθρώπους των γραμμάτων του Ηρακλείου που πάντα έναν πολύ καλό λόγο είχε να πει γι’ αυτούς …
Πέραν αυτών όμως ήταν και δύσκολος άνθρωπος όταν συζητούσες μαζί του για θέματα λογοτεχνίας και πολιτισμού. Δυσκολευόσουν πολύ να τον πείσεις για την άποψή σου. Το σκεφτόταν μέρες πολλές. Τέλος με έπαιρνε τηλέφωνο λέγοντάς μου “μη νομίζεις ότι το ξέχασα, επιμένω στην άποψή μου, κύριε”. Με έλεγε «κύριο» πολλές φορές όταν ήθελε να κάνει χιούμορ μαζί μου, κύριο επειδή μια φορά σε πειραματική διδασκαλία στην Αθήνα για την ποίησή του άκουσε τους μαθητές να με φωνάζουν κύριο … και του άρεσε. Δεν το έχω συνηθίσει αυτό το «κύριε», Ζαχαρία μου, έτσι μου έλεγε. Πολλές φορές διαφωνήσαμε για λογοτεχνικά ζητήματα, κυρίως για την περιλάλητη γενιά του ’70 της οποίας είναι σημαντικός εκπρόσωπος, για τις μετριότητες αυτής της γενιάς και για την υπερβολική τους έκθεση στη δημοσιότητα. Αλλά όλα αυτά μπορεί να μην έχουν σημασία.
Χριστόφορε σε ευχαριστώ και για τις εξομολογήσεις σου. Για τον Μικρούτσικο, τον Ελύτη, τις εικόνες στα θερινά τα σινεμά, τους απάνθρωπους στρατώνες, τη φρίκη του εμφυλίου, αλλά και για τον Σηκουάνα, το τρένο, το Διδυμότειχο και άλλα πολλά.
Και όπως μου είπες: «Ζαχαρία μου, αν τα γράψεις κάποτε να το κάνεις με μεγάλη προσοχή και ευαισθησία». Μείνε λοιπόν ήσυχος Χριστόφορε, τα έχω καταγράψει ήδη με την ευαισθησία που χρειάζεται και την οπτική που πρέπει …
Κάπου, κάποτε στην αγαπημένη του Άνδρο, λίγο μετά το δείλι στην παραλία, σηκώθηκε να χορέψει ζεϊμπέκικο μόνος του πάνω στην άμμο, στον απόηχο ενός τραγουδιού που άκουγε μια παρέα λίγο μακριά από μας «Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη ξημερώματα…». Το σώμα του κινιόταν σαν σκιά και τα μάτια του χαμένα, παραδομένα στη νηφάλια μέθη των κυμάτων, στον ρυθμό μιας εναλλασσόμενης νυχτωδίας των άστρων …
Καθώς τον έβλεπα να χάνεται στους δικούς του ρυθμούς, ένιωσα λεπίδες ή μαχαιριές από άγριο φως να χορεύουν δίπλα μου. Με το δικό του φως …
Καλό ταξίδι Χριστόφορε στους ήλιους, στους ήλιους τούς χωρίς βασιλέματα …
Ζαχαρίας Κατσακός
Η φωτογραφία δεν είναι δίκη μου. Δεν γνωρίζω ποιος έχει το copyright. Την επιμελήθηκα όμως, δίνοντάς της, νομίζω, μια πιο εσωτερική διάσταση, αλλάζοντας λίγο το space και τον οργανικό χώρο της προοπτικής. Στα διαγώνια άκρα πρόσθεσα την εικόνα του Χριστόφορου αφαιρώντας γραμμικά τη διαβάθμιση του λευκού.
- Ο Ζαχαρίας Κατσακός είναι Φιλόλογος και Λογοτέχνης.