Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης*
Όχι πως δεν αγάπα τη νύφη του τη Βίκη ο Στρατογιάννης, κάθε άλλο, την αγάπα με όλη την καθαρή, τη βοσκική, καρδιά του, μα της καταμαρτυρούσε ένα ”κουσούρι”.
Το ότι δεν της άρεσε η κλεψά.
Γιατί για τον Στρατογιάννη, η κλεψά ήτανε περίπου τρόπος ζωής, ένας ακατανόητος, για τους ”καθωσπρέπει” κλέφτες, τρόπος ζωής.
Όσο έβοσκε τα πρόβατα του στου Καβάλου, έκανε επιδρομές σε μποστάνια και περβόλια και έκοβε ό,τι ρεγότανε κι ας εκάτεχε πως δεν ήτανε δικό του.
Εγώ ήμουνα βέβαιος πως το ‘κανε, όχι επειδή ήθελε να βλάψει ξένους αθρώπους, μα το ‘κανε γιατί η άδολη και αμόλευτη ψυχή του ήτανε κατακυριευμένη από μια πρωτόγονη μορφή κοινοχτημοσύνης.
Του το ‘χα πει, μάλιστα μια φορά, που είχε φορτώσει κι εμένα στο τραχτέρ του, δίπλα στα κλεμένα καρπούζια και πεπόνια.
Μόλις άκουσε τη λέξη ”κοινοχτημοσύνη”, ένας χείμαρος κακαριστού γέλιου ξεχύθηκε από το στόμα του.
”Γιάντα γελάς; Για την κοινοχτημοσύνη;” τον είχα ρωτήξει.
”Ανάθεμα με κιανε κατέχω ίντα θα πει ετούτονα το τσούρλαντο, αλλά γελώ γιατί μου το ‘πες με όμορφο τρόπο κι ας είναι και βρισιά” μου’ χε απαντήσει.
Σ’ εκείνη την κοινή διαδρομή μας, πάνω στο τραχτέρ παρέα με τα κλεψιμέικα, βρήκα όλες τις απαντήσεις που εγύρευα, σχετικά με τα κίνητρα του Στρατογιάννη που τον έσπρωχναν να κλέβει ό,τι εφύτρωνε στη γης και ό,τι πορπατούσε απάνω της.
Και όλες οι απαντήσεις που μάζωξα, έναν κοινό παρανομαστή είχανε: Την κοινοχτημοσύνη, σαν πανανθρώπινη ανάγκη και αξία.
Γεμάτη ήτανε η καρότσα του τραχτέρ με λεία από τις επιδρομές του σε ξένες καλλιέργειες.
Μα σαν εφτάξαμε στο κονάκι του στις Γκαγκάλες, στην καρότσα δεν υπήρχε πράμα άλλο, παρεχτός μια μικρή καρπούζα.
Μήτε και το κομμάτι απομεινάρι του αντικρυστού προβάτου, που μας είχε περισσέψει και το ‘χε βάλει στη βούργια του, μήτε κι αυτό υπήρχε.
Όλα τα κλεμένα, μαζί με το αντικρυστό, τα μοίραζε σε όποιον εθώριε μπροστά του, ίσαμε να φτάσουμε στο σπίτι του.
Εκάμαμε και μια στάση μπροστά σ’ ένα φτωχόσπιτο στην πέρα μπάντα του χωριου.
Εφώναξε ο Στρατογιάννης κάμποσες φορές το όνομα μιας γυναίκας, με φωνή που εσκέπαζε ακόμη και τη μηχανή του τραχτέρ, μα απόκριση δεν έπαιρνε.
”Λείπει η κακομοίρα, ανίμενε με” μου ‘πε και επήδηξε κάτω από το τραχτέρ.
Κατέβασε ένα σωρό από τα κλεμένα φρούτα και τα μετέφερε στην αυλόπορτα του σπιθιού.
Ύστερα ξανανέβηκε στο τραχτέρ και ξεκινήσαμε για το σπίτι του, με άδεια την καρότσα.
Κάθε μέρα γινότανε αυτή η δουλειά.
Κάθε μέρα, ο πρωτοξάδερφος μου ο Στρατογιάννης έκανε πράξη την επιτακτική ανάγκη για κοινοχτημοσύνη, μοιράζοντας και αυτά που του περίσσευαν και τα άλλα που εκάτεχε πως επερίσσευαν σε άλλους, σ’ εκείνους που δεν είχαν παρά μόνο ανάγκες και περηφάνεια.
Παραπάνω από τα κοπέλια του είχε τη νύφη του τη Βίκη, τη γυναίκα του Μανόλη.
Μα δε μπορούσε να χωρέσει ο βοσκικός αρχέγονος και αμόλευτος νους του, πως η νύφη του ήτανε αντίθετη με την κλεψά.
Αντίθετη με την ”κοινοχτημοσύνη” για την οποία του ‘χα μιλήσει και μου ‘χε απαντήσει με χείμαρο από κακαριστά γέλια.
Εγώ του μιλούσα για κοινοχτημοσύνη, μα εκείνος μου την έδειχνε.
* Ο κ. Μιχάλης Στρατάκης είναι συνταξιούχος Δημοσιογράφος από τις Γκαγκάλες του Δήμου Γόρτυνας