Ο Χατζηδοβαγγέλης στο κέντρο με τη λύρα του με Μελαμπιανούς στο γάμο του Νίκου Μαρκάκη το 1937
Του Μανόλη Παντινάκη
Τον είπαν βυζαντινό χωρίς «να γατέχει βυζαντινή μουσική», τον είπαν «Παπαδιαμάντη των Μελάμπων» που «πριν ποθάνει από την πείνα, πόθανε από τη γρίπη», τον είπαν όμως και «γεννημένο να βαστά τη λύρα». Μετά το 1965 έκλεισαν τα στόματα που όσο ζούσε έβγαζαν «αστροπελέκια και φωτιές». Τότε σίγησε και ήταν στα 56 χρόνια της ζωής του ο λαϊκός δημιουργός και αοιδός Βαγγέλης Χατζηδάκης, ο Χατζηδοβαγγέλης όπως επικράτησε…
Αλλά «ουδείς προφήτης στον τόπο του», που λέει και ο άνθρωπος που μετάλαβε τους ύμνους του και τον ύμνησε, ο Μιχάλης Μαργαρίτης, καθώς τα ακούσματά του αγκαλιάζουν τη «Βουβάλα», διαχέονται στη μεσοχωριά , σταματούν στην «Καμαρική», ύστερα στο φτωχόσπιτό του- μια σταλιά, στο στενό της Παναγιάς, και φτάνουν ως το δρόμο στο κάτω χωριό.
Από τα σοκάκια με τους αναστεναγμούς της ανέχειας και του πόνου της καρδιάς, ακούγονται ακόμη τα μαρτύριά του:
Εσύ ‘σαι απού μ’ έκαμες
έρωτα να γνωρίσω,
και τώρα με παραίτησες
στα βάσανα να ζήσω.
Κι ύστερα…
Ακόμη δεν επόθανα
κι ανάψαν τα κεριά μου,
και το μαντάτο πήγανε
στην αγαπητικιά μου.
Κι όμως! Η συντηρητική κοινωνία εκείνων των μίζερων και ταραγμένων δεκαετιών στο κεφαλοχώρι με τις μεγάλες φαμίλιες, ίσως και των δυο χιλιάδων ανθρώπων, προσπερνούσε ως… «άνευ σημασίας» το βάθος του μουσικού δημιουργού και τον έβαζε στον πάτο. Κι όταν πια παράδωσε εκεί, «στο κατάλυμα της Καμαρικής», εγκαταλειμμένος, απαξιωμένος, πεταμένος στο περιθώριο, βρέθηκαν δυο-τρείς δεκάδες χωριανοί και πήγαν στην εκκλησιά, στο ξεπροβόδισμα του…
Ο Χατζηδοβαγγέλης από εκεί και μετά, πήρε θέση στους μουσικούς παράδεισους των αγγέλων και το «ποτισμένο» με γλεντοκόπια και πίκρες κορμί του, σκεπάστηκε από την πολυτραγουδισμένη μελαμπιανή γη που έθρεψε τόσους. Όμως, το σπουδαίο είναι ότι στέριωσε ως αιώνια παρακαταθήκη το παραδοσιακό λάλημα της λύρας του. Μετέπειτα, ο βυζαντινός που καθόρισε μουσικά μια εποχή σε μια ευρύτερη κοινωνία με άλλα προβεβλημένα «ιερά σύμβολα», στις συνειδήσεις των γενεών σηκώνεται από το μνήμα και γίνεται λάβαρο!
ΘΕΜΕΛΙΩΤΗΣ ΤΗΣ ΚΑΝΤΑΔΑΣ
Κι αν στην Κρήτη σήμερα η μελαμπιανή καντάδα θεωρείται μια αυθεντική γιορτή της νύχτας που στροβιλίζεται μέσα στην καλλιφωνία, την πειθαρχία και τον αυτοσεβασμό, ο Μιχάλης Μαργαρίτης με βεβαιότητα χαρακτηρίζει θεμελιωτή της το μέντορά του: «Ο Χατζηδάκης είχε δημιουργήσει τις μεγάλες καντάδες στο χωριό με άριστους τραγουδιστές και πειθαρχημένους».
Και πράγματι, όσο ζούσε και βρίσκονταν στο απόγειο της δόξας του, περιδιάβαινε τα στενά με τους γλεντζέδες χωριανούς και φτάνοντας στην κάθε πόρτα καλούσε το νοικοκύρη:
Ακόμα δεν τον ήβρηκες
το μάνταλο ν’ ανοίξεις,
να μας-ε- βάλεις μια ρακή
κι ύστερα να σφαλίξεις;
Βετεράνος και με αξιοσύνη λαουτιέρης ο Ζαχαρίας Αυγουστάκης στα 82 του χρόνια σήμερα, έδινε «το πάσο» στη λύρα του Χατζηδοβαγγέλη με το μαντολίνο σ’ αυτές τις αθάνατες καντάδες που κρατούσαν ως το πρωί, στις παρέες και στα γλέντια «στο καφενείο του Γιώργη του Καράλη» και στα άλλα κοινωνικά δρώμενα χαράς. Όταν γυρίζει πίσω νοσταλγεί: «Τον άκουγες στσι μαντινάδες κι έλεγενε «άχι το μπαρμπουνάκι μου!» Εγώ ήμουνε 20 χρονώ’ κι ήτανε αυτός 40 κι όντε κάναμε τσι καντάδες και μπαίναμε στα σπίτια, εκάθουντονε τόσηνά ώρα που να μην τον-ε- βαρεθούνε…
»Ο τελευταίος γάμος που έπαιξενε, ήτανε του Μιχάλη του Βεργαδή και παίξαμε μαζί στου Βεργαδή το σπίτι. Ύστερα δεν εξανάπαιξενε! Τον-ε-θυμούμαι όντε φεύγανε οι χωριανοί για την Αλβανία κι ήτανε μια μεγάλη παρεούκλα και τσι πήγενε ως το δρόμο με συρτό και μαντινάδες…
»Ήτανε λυρατζής που ‘χενε μεγάλη αγάπη στη λύρα. Ένα βράδυ στο καφενείο του Καράλη κι έπαιζενε, του έπεφτενε το σαρίκι κι όμως δε σταμάτησενε να παίζει! Ήτανε μεγάλος καλλιτέχνης κι έκαμενε τη δική του σχολή…»
Ο Κωστής Χατζηδάκης, ανιψιός του δημιουργού 81 χρονών σήμερα, εκφράζει τη βεβαιότητα πως «δεν πρόκειται να παρουσιαστεί άλλος» και από τις πολλές εικόνες που έχει μένει σε μια, «στο γλέντι όταν αρραβωνιάστηκε ο Μύρoς ο αδερφός του».
«ΕΜΕΙΣ ΕΙΧΑΜΕ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ…»
Κι ενώ το μεγαλοχώρι των Μελάμπων σειόταν από τις δοξαριές στα «άγια των αγίων» της μουσικής, οι κάτοικοι στη μεγάλη τους πλειονότητα «είχαν μεσάνυχτα» από τη δημιουργία του πρωτομάστορα. Στιγμιότυπα από τις παρέες στο σπίτι του «Άπονου» Αριστείδη Κυριακάκη, έχει σήμερα ο γιος του Κωστής που διανύει τα 82 του χρόνια: «Τον θυμούμαι προκατοχικά , κοπέλι ήμουνε και δεν επαίρνανε βδομάδα να μην έρθει στο σπίτι μας να κάνουνε παρέα με τον πατέρα μου…
»Γλεντούσανε φτωχικά μ’ ότι υπήρχενε στο τραπέζι! Ήτανε μαζί του ο Κωστής ο Μαργαρίτης που του κράτιενε πάσο με το μαντολίνο, κι άλλες φορές ο Νίκος ο Τσουρδαλάκης και ο Μανώλης ο Τυροκομάκης. Ακλουθούσανε κι ο Γιώργης με το Γιάννη Κουτσαυτάκη κι ο Ανδροκλής Δουκάκης. Μερακλήδες, όι μπούρδες!»
Τις προοπτικές που ανοίγονταν για τον Χατζηδοβαγγέλη, ελάχιστοι στο χωριό μπορούσαν να δουν. Κι από αυτούς τους ελάχιστους, ο Χρήστος Αυγουστάκης και ο Γιώργης Μελιδονιώτης, που του ασκούσαν πίεση να «γράψει» τους σκοπούς του «στην Αθήνα σε δισκογραφική εταιρία». Όμως, αυτός «αγύριστο κεφάλι», αρνούνταν κάθε φορά γιατί «το θεωρούσε προσβολή». Πιθανόν γιατί οι λυράρηδες για τα ήθη των καιρών ήταν στις έσχατες κοινωνικές θέσεις. «Εποχές για όνομα του Θεού!» συμπληρώνει ο κ. Κυριακάκης. «Κανείς δεν- ε-περίμενε την εξέλιξη τση κρητικής μουσικής…»
Όμως, το τέλος του δημιουργού ήταν φρικτό. Ζωή μέσα στη γυρισμένη πλάτη της κοινωνίας, έρημος στο ερείπιο της «Καμαρικής», «βουτηγμένος» στην απελπισία και στο περιθώριο. Ίσως τότε με την πληγωμένη του ψυχή να ζητούσε μια σταλιά ανακούφιση με το τετράστιχο που σιγοτραγουδούσε:
Ανοίξετε την Παναγιά
να μπω να πέσω στ’ άγια,
δεν είναι τούτη μυστηρέ
μόνο τσ’ αγάπης μάγια.
Θυμάται «χειμώνα καιρό του ‘65» που έφυγε αθόρυβα: «Πόθανενε έρημος στο ερείπιο και στην εγκατάλειψη. Τον «έκοψενε» η πείνα και το κρύο». Οι πολλοί συγχωριανοί δίστασαν και δεν πήγαν στο κατευόδιο του! «Δυστυχώς η κοινωνία δεν είχενε καταλάβει την αξία και τα προσόντα του…»
ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΦΟΡΜΑ ΡΟΔΙΝΟΥ
Γερόλυκος στα παραδοσιακά ακούσματα και στις τεχνικές του Χατζηδοβαγγέλη, ο Μιχάλης Μαργαρίτης κοντά στα 85 του χρόνια. Είναι ο μοναδικός που αποδίδει με πιστότητα τους σκοπούς του και μπολιάστηκε από παιδάκι στις μουσικές αξίες και στις ιδιαιτερότητες της. Από τότε που άνοιξε τα μάτια του και είδε τον κόσμο, «είδα και τον Χατζηδοβαγγέλη», γιατί τα σπίτια τους ήταν απέναντι, μια αναπνοή!
Εκεί στο καφενείο του πατέρα του βρίσκονταν συχνά στις παρέες «με τους άλλους μερακλήδες», και παιδάκι του έκανε «δώρο μια σπασμένη χορδή τσης λύρας του, που την είχενε βάλει μέσα στο βιβλίο του Ερωτόκριτου».
Ο γέρο Μαργαρίτης είχε γαλουχήσει και τους τρεις γιους του, τον Κωστή, το Μιχάλη και το Μανώλη στην κρητική μουσική και στην αυθεντικότητά της. Και μάλιστα, σπρώχνοντας τους σ’ αυτή την κατεύθυνση, τους έφερε τρία όργανα «από την Αμερική» και στον καθένα «είχε γράψει και το όνομα του».
Μικρός ο Μαργαρίτης με μυαλό σφουγγάρι, απορρόφησε τους ήχους και τις τεχνικές του λαϊκού δεξιοτέχνη «που ήτανε γεννημένος να βαστά τη λύρα». Το περιβάλλον και οι εμπνεύσεις του περασμένου αιώνα, έστειλαν πολλούς στη μουσική, στις Μέλαμπες: Το Γιώργη και το Νίκο Τυροκομάκη, τον Πολυζώη Τρουλλινό, το Γιώργη Βεργαδή, το Γιώργη Ζεάκη ή Μπασταρδογιώργη, και το Μιχάλη Σημαντηράκη ή Ζερβό, επειδή «έπαιζε ζερβά τη λύρα».
Ύστερα, έρχεται και κυριαρχεί ο Χατζηδοβαγγέλης και ενδιάμεσα «βγήκε» ο Ηλίας Τυροκομάκης που σκοτώθηκε στη μάχη του Ψηλορείτη. Ακολουθούν ο Αδάμ και ο Ευθύμης Γιαννακάκης, ο Μιχάλης Φωτάκης, ο Αντώνης Λυραντζάκης, ο Νίκος Κυριακάκης, ο Μιχάλης και ο Μανώλης Μαργαρίτης, ο Βαγγέλης και ο Γιώργης Σπυριδάκης, ο Νίκος Φωτάκης και ο Χρήστος Σημαντηράκης…
«Ο Χατζηδάκης πάτησε στη μεγάλη πλατφόρμα του Ροδινού», ξεκαθαρίζει ο κ.Μαργαρίτης. «Έπαιζενε τα συρτά του με παραλλαγές αλλά χωρίς να πειράξει τη βάση. Με αγάπανε υπερβολικά γιατί έμπαινα στο νόημα τση μουσικής και τραγουδούσα. Ήτανε γεννημένος το 1909 και πόθανενε το 1965 και είναι ο μόνος κληρονόμος του Ροδινού. Μετά έρχεται ο Σκορδαλός και συνέχεια ο Μουντάκης. Καθένας πήρενε και το δικό του δρόμο…»
ΜΙΣΟΣ ΑΙΩΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΤΕ…
Σε δυο χρόνια συμπληρώνεται ο μισός αιώνας από το φευγιό του κι όμως εκεί κοντά, στην Αγία Γαλήνη, τον τελευταίο χρόνο «ένα κίνημα» τις βραδιές που γίνεται μουσικός χείμαρρος, οι σκοποί και οι μαντινάδες του κατέχουν μια ξεχωριστή θέση. Εκείνα τα βράδια αποδίδεται η πρέπουσα τιμή στη μνήμη του αφανούς μάστορα της λύρας που ξαναβγαίνει και πάλι στον αφρό…
Ο Μιχάλης Μαργαρίτης και οι άλλοι παλαιοί στις Μέλαμπες, θα φέρουν στη θύμησή τους το λεβεντόκορμο δεξιοτέχνη και δημιουργό, να βγαίνει στα σοκάκια με τη γκιλότα, τα υποδήματα, το γιλέκο και το κρητικό κεφαλομάντηλο. Τον αναστορούνται στις ιδιορρυθμίες του όσο έζησε, μέσα στην πάλη των γενεών που δεν έσκυψε στην υποταγή που επέβαλλαν οι κοινωνικοί καθωσπρεπισμοί. Παραμένει μια ανάμνηση που δίνει φως και ανοίγει δρόμους από το περιθώριο και την απαξίωση που τον έβαλαν τα συντηρητικά ήθη…
Λίγα λόγια για το Χατζηδοβαγγέλη
(Του Γιάννη Ιωσήφ Χαχαριδάκη, από την εκδήλωση-παρουσίαση του δίσκου “Μελαμπιανοί δρόμοι Νο1 ” )
Ο Βαγγέλης Χατζηδάκης γεννήθηκε το 1909 στην ορεινή και γραφική κωμόποληΜέλαμπες. Ήταν ψηλός κι αδύνατος με ωραίο παράστημα. Φορούσε υποδήματα, κυλότα και ανοικτό γιλέκο. Ευτυχής συγκυρία της ζωής να βρεθεί ανάμεσα στη μερακλίδικη μελαμπιανή ατμόσφαιρα της εποχής εκείνης.
Όλοι οι χωριανοί επιζητούσαν την παρέα του και τον απολάμβαναν σ’ όλες τις ευχάριστες οικογενειακές συγκεντρώσεις: αρραβώνες , γάμους, βαφτίσια και σε άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις. Τη στενή του παρέα αποτελούσαν κυρίως οι : Ανδροκλής Δουκάκης, ο Γιάννης Κουτσαυτάκης , ο Κωνσταντίνος Μπαγιαρτάκης , ο Ηλίας Τρουλλινός ,ο Γιώργης Κουτσαυτάκης , ο Βαγγέλης Δουκάκης,ο Νίκος Μαμαλάκης κ.α.
Απαιτούσε η παρέα να είναι σοβαρή, συγκροτημένη και πειθαρχημένη. Ήθελε αυτός που έλεγε τη μαντινάδα να μην αποπαίρνει και οι υπόλοιποι να επαναλαμβάνουν μόνο δύο φορές. Όταν η παρέα βρισκόταν στο δρόμο να τραγουδούν μόνον αυτοί που είχαν σωστό χρόνο, οι δε άλλοι στα σπίτια. Ο ίδιος τραγουδούσε παντού και ειδικά στις περίφημες μελαμπιανές καντάδες, που, όταν και οι καιρικές συνθήκες το επέτρεπαν, εξελίσσονταν σε πραγματική μελωδική μυσταγωγία. Να γιατί παραμένουν αξέχαστες σ’ όλους ντόπιους και ξένους .Όταν τραγουδούσε δεν έκοβε τη λύρα, πράγμα που παρατηρείται σε πολλούς λυράρηδες.
Την περίοδο της ακμής του, δεκαετία του τριάντα, εθεωρείτο από πλευράς τεχνικής ο πρώτος μετά το Ροδινό λυράρης της Κρήτης. Στα πρώτα καλλιτεχνικά βήματα του επηρεάστηκε από τους χωριανούς οργανοπαίκτες και κυρίως από τον Πολυζώη Τρουλλινό και αργότερα από τους σημαντικούς λυράρηδες της εποχής : Χαρίλαο Πιπεράκη ,Αλέκο Καραβίτη ,Αντώνη Καρεκλά, Μανώλη Λαγουδάκη και περισσότερο από τον Ανδρέα Ροδινό,τον οποίο εμιμείτο με τόση ακρίβεια και απέδιδε με τόση πιστότητα,όση δεν μπόρεσε ουδείς άλλος μέχρι σήμερα .
Οι μουσικές συνθέσεις του Χατζηδάκη είτε είναι δικές του εμπνεύσεις ,είτε είναι διασκευές στις οποίες ωστόσο έχει υπεισέλθει η προσωπική συνεισφορά του δημιουργού .Πάνω στις κοντυλιές που πάτησαν σύγχρονοι του και μεταγενέστεροι ομότεχνοι του.
Και σήμερα δεν μπορεί να γίνει Μελαμπιανό γλέντι είτε στο χωριό είτε αλλού χωρίς τις μελωδίες του.
Ο Βαγγέλης Χατζηδάκης δεν υπήρξε μόνο εξαίρετος λυράρης ,αλλά και δεξιοτέχνης τραγουδιστής .Στις μαντινάδες που συνήθιζε να λέει συνυπάρχει αρμονικά η ρομαντική νότα με το δραματικό στοιχείο .΄Άλλοτε στιχουργεί ο ίδιος, άλλοτε διαφοροποιεί γνωστούς στίχους και άλλοτε αντλεί από το ανεξάντλητο στιχουργικό απόθεμα του λαού μας ,προκειμένου να τους τραγουδήσει στην κατάλληλη μουσική σύνθεση .Πετυχαίνει έτσι να συσχετίζει τα κατάλληλα λόγια με το ανάλογο μουσικό κομμάτι για να δημιουργηθεί ένα αρμονικό σύνολο .
Αλλά το κυριότερο χαρακτηριστικό της καλλιτεχνικής δημιουργίας είναι η αμετακίνητη προσήλωση του στην κρητική μουσική παράδοση .Δεν απομακρύνεται ποτέ από τις καταβολές και τις βιωματικές επιδράσεις , που δέχτηκε . ΄Άλλο χαρακτηριστικό είναι η λυρική διάθεση και το ασίγαστο πάθος .
Οι αντιξοότητες της ζωής δεν στάθηκαν ικανές να τον ωθήσουν να παραιτήσει τη λύρα ,μαρτυρώντας κατά τον πιο εύγλωττο τρόπο την αμετακίνητη αγάπη του γι’αυτήν .
Είναι γνωστό πως η μουσική παράδοση θέλει στη δούλεψη της πιστούς και αφοσιωμένους εργάτες . Κι ο Χατζηδάκης την υπηρέτησε με συνέπεια ,με σεβασμό και ευλάβεια .Αυτή ακριβώς η στάση του τον τοποθέτησε στην κορυφή των δημιουργών του μουσικού καλλιτεχνικού στερεώματος των Μελάμπων και της ευρύτερης περιοχής .
Ο βίος του Βαγγέλη Χατζηδάκη υπήρξε βραχύς. Πέθανε στο Ρέθυμνο το 1965 σε ηλικία 56 ετών και τάφηκε στις Μέλαμπες ,στον τόπο που ύμνησε με το δικό του το μοναδικό τρόπο αλλά και που έγινε από όλους αποδεκτός και αγαπήθηκε όσο ελάχιστοι .Απόδειξη και η παρούσα προσπάθεια . Η λύρα του βρίσκει απήχηση και σήμερα σε όλους ,ακόμη και στους νέους . Μοιάζει με το καλό κρασί , που όσο παλιώνει γίνεται πιο αρωματικό , πιο γευστικό .
Το κάθισμα του ,το κράτημα της λύρας ,η παλινδρόμηση του δοξαριού, οι εισαγωγές ,τα ταξίμια ,το πάθος του δεν είναι εύκολο να να τα βρεις όλα αυτά σ’ ένα καλλιτέχνη . Υπήρξε ένας παίκτης σπάνιος ,ένα μεγάλο μυστικό ταλέντο, που χάθηκε χωρίς να έχει καταγραφεί το έργο του . Ακολούθησε δικό του δρόμο που χαρακτηρίζεται από αρμονική ευλυγισία και ευρηματική μελωδικότητα…
Διαβάστε όλο το άρθρο εδώ