Γράφει ο Ανδρέας Στρατάκης*
Τα προβλήματα του αγροτικού κόσμου του Ηρακλείου είναι πολύ σοβαρά και άλυτα εδώ και πολλά χρόνια. Είναι δε ζητήματα που δεν έχουν μεγάλες διαφορές από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν όλοι οι αγρότες της χώρας.
Υπάρχουν φυσικά κάποιες ιδιαιτερότητες που αφορούν τη νησιωτική χώρα και σίγουρα και την Κρήτη. Τα μεγάλα μας προβλήματα όμως έχουν να κάνουν με ζητήματα, όπως οι εισαγωγές και οι ελληνοποιήσεις αγροτικών προϊόντων.
Στην αγορά δυστυχώς δεν υπάρχουν έλεγχοι, οι υπηρεσίες του κράτους δεν λειτουργούν όπως θα έπρεπε και τα δικά μας προϊόντα καλούνται να αντιμετωπίσουν αθέμιτο ανταγωνισμό, με δεδομένο και το αυξημένο καλλιεργητικό κόστος.
Δεν υπήρξε ποτέ πολιτική στοχευμένη, ώστε να γνωρίζουμε που θέλουμε να πάμε, με αποτέλεσμα να είμαστε αφημένοι στην τύχη μας. Η αγροτική παραγωγή ασφυκτιά, όπως και οι συνεταιριστικές Οργανώσεις. Μπορεί να την αφορά οτιδήποτε άλλο εκτός από τις Οργανώσεις και τους παραγωγούς. Δεν μπορούμε να μιλάμε πλέον για αγροτική Πολιτική, όταν έχουμε ένα Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης που συναίνεσε στην καταστροφή μας, μιλώντας για μια δέσμη φορολογικών μέτρων, που είναι ουσιαστικά ένας νόμος φοροεισπρακτικός.
Η ελληνική αγροτιά για πολλούς λόγους, χρειαζόταν, χρειάζεται και θα χρειάζεται ουσιαστική στήριξη από την κυβέρνηση. Αν δεν υπάρξει αγροτική Πολιτική για τη στήριξη της παραγωγής, λυπάμαι που το λέω, σε σύντομο χρονικό διάστημα κανείς δε θα παράγει αγροτικά προϊόντα στη χώρα μας, αλλά θα είμαστε μόνο καταναλωτές των προϊόντων των συναδέλφων μας στην Ε.Ε.
Σε ότι αφορά δε τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις και την νέα ΚΑΠ, τονίζω ότι αυτές πρέπει να έρχονται στη χώρα μας, στην κατεύθυνση της ανάπτυξης της χώρας, των γεωργικών και κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων, αλλά εμείς αυτό που ζητάμε είναι αυτό που παράγουμε, καταρχήν να μπορούμε να το παράγουμε, να βγάζουμε ένα ποιοτικό προϊόν και αυτό το προϊόν να υπάρχει στις αγορές -και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό- με την αξία την οποία θα πρέπει να έχει. Η επιδότηση δηλαδή να λειτουργεί ως μοχλός ανάπτυξης, αλλά όχι σα βασικό εισόδημα.
Καταντήσαμε όμως μια χώρα όπου οι καταναλωτικές ανάγκες να εξαρτώνται από τις εισαγωγές από τις χώρες της Ε.Ε. κι εμείς να μένουμε, στο απόλυτο μηδέν.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το ελαιόλαδο και το κρασί, τα οποία κατά γενική ομολογία αξίζουν καλύτερης τύχης. Δεν μπορεί να συνεχιστεί η κατάσταση για μια χώρα όπως η Ελλάδα, με παραγωγή 300.000 τόνων λαδιού, να μην τυποποιεί πάνω από 35.000 τόνους.
Στο Νομό Ηρακλείου συγκεκριμένα, θα έπρεπε να παράγουμε πάνω από 100.000 τόνους λαδιού, καθώς καλλιεργούμε 17.3 εκ. ελαιόδεντρα.
Οι παραγωγοί μας δεν μπορούν να καλλιεργήσουν λόγω του κόστους και λόγω του ότι ο παραγωγός έχει το μυαλό του στην επιβίωση και όχι στη βελτίωση της καλλιέργειας, αφού προσπαθεί να τα βγάλει πέρα μέσα στην οικονομική κατάσταση που έχει παγιωθεί τα τελευταία χρόνια.
Γιατί τα προβλήματα του αγρότη και του κτηνοτρόφου δεν μπορούν να λυθούν αν δεν χαραχτεί μια μακρόπνοη Πολιτική, με σκοπό την ανάδειξη και την προώθηση των αγροτοκτηνοτροφικών προϊόντων, την ουσιαστική στήριξη των ανθρώπων του Πρωτογενούς Τομέα και τη διασύνδεση του με την τουριστική Οικονομία του νησιού.
Ζητούμενο για όλους μας είναι λοιπόν η αλλαγή Πολιτικής, η χάραξη νέου σχεδιασμού για τον Πρωτογενή τομέα.
Για να κρατήσουμε τους νέους στα χωριά μας. Για την αγροτική Οικονομία και την ενίσχυση του εισοδήματος των παραγωγών.
Για τη βελτίωση της Παραγωγής και ουσιαστικές Υποδομές. Για τη διασύνδεση Πρωτογενούς και τουριστικού Τομέα. Για μια ισόρροπη Ανάπτυξη στην ενδοχώρα
Πιστεύω ακράδαντα ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης κρατάει στα χέρια του την τελευταία ευκαιρία των αγροτών για μπορέσουμε να ζήσουμε στο μέλλον, εμείς και τα παιδιά μας.
* Ο Ανδρέας Στρατάκης, είναι υποψήφιος Βουλευτής ΝΔ Νομού Ηρακλείου