του Πέτρου Μηλιαράκη*
Τα πρόσφατα δεδομένα με αφορμή τις προκλήσεις της Τουρκίας ως προς την ΑΟΖ της Κύπρου, αλλά και η προκλητική ρητορική της Άγκυρας κατά της Ελλάδας σε επίπεδο Προέδρου και αξιωματούχων της γείτονος επιβάλλουν ως «κατάσταση» την ανάδειξη των νομικών δεδομένων τα οποία η Άγκυρα παραβιάζει και με ιταμό τρόπο προκαλεί.
Επειδή δε η κοινή γνώμη αγνοεί τα νομικά δεδομένα που αποδεικνύουν τις παραβιάσεις και προκλήσεις της Τουρκίας , χρήσιμο είναι να υπάρξει αυτή η ενημέρωση με ένα κείμενο συνοπτικό που θα βάζει τα «πράγματα» στη θέση τους και κυρίως θα ενημερώνει.
Ως εκ τούτου ο αναγνώστης με υπομονή μπορεί να εστιάσει την προσοχή του στα παρακάτω, ανταποκρινόμενος στο καθήκον ενημέρωσης το οποίο επιδιώκει το παρόν κείμενο.
- προσλαμβάνουσες παραστάσεις-γενική εισαγωγή
Κρίσιμα ζητήματα εγείρονται αναφορικώς με την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) σε σχέση με τα Εθνικά Ελληνικά Ζητήματα που εστιάζονται στον όρο, στο περιεχόμενο και στο οικονομικό μέλλον της πλουτοπαραγωγικής αυτής πηγής. Με τη Συνθήκη του Montego-Bay της Ιαμαϊκής κωδικοποιήθηκε το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας σε νέο συμβατικό κείμενο υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Αποτελείται δε από 320 άρθρα και 9 παραρτήματα. Δηλαδή αναφέρομαι σε μακροσκελέστατο κείμενο.
Το συμβατικό αυτό κείμενο υιοθετήθηκε με μεγάλη πλειοψηφία, ενώ καταψηφίστηκε από τέσσερα (4) Κράτη: τις Η.Π.Α., το Ισραήλ, την Τουρκία και τη Βενεζουέλα. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι αποχή δήλωσαν: Α) η (τότε) Σοβιετική Ένωση με τους δορυφόρους του (τότε) Ανατολικού Μπλοκ και Β) επτά (7) Δυτικά Κράτη: το Βέλγιο, η Ιταλία, η Ισπανία, το Λουξεμβούργο, οι Κάτω Χώρες, η (τότε) Δυτική Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ταϋλάνδη.
Υπ’ όψιν ότι η πρόνοια ήταν (βλ. άρθρο 308) να τεθεί η Σύμβαση σε ισχύ με την παρέλευση ενός έτους από την επικύρωσή της από 60 Κράτη. (Υπ’ όψιν, προς αποφυγήν λαθών ορολογίας, ότι οι Διεθνείς Συμβάσεις επικυρώνονται στο διεθνές πεδίο και κυρώνονται στην εσωτερική έννομη τάξη. Κατά τούτο δε σφάλει το Ελληνικό Σύνταγμα –όπως υποστηρίζεται ομοφώνως στην επιστήμη του Συνταγματικού Δικαίου).
- τα ιστορικά δεδομένα
Οι βασικές Αρχές του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας έχουν τη ρίζα τους στο εθιμικό Διεθνές Δίκαιο και διαμορφώθηκαν κυρίως από την πρακτική των μεγάλων ναυτικών Κρατών. Οι βασικές αυτές Αρχές αφορούν:
α) Στην Αρχή της Ελευθερίας της Ανοιχτής Θάλασσας, όπου γίνεται παγίως δεκτό ότι η Θάλασσα που βρίσκεται πέρα από την Αιγιαλίτιδα Ζώνη είναι ελεύθερη για όλα τα Κράτη.
Εδώ επισημειώνω ότι κανένα Κράτος δεν μπορεί να ασκεί κυριαρχία στην ανοιχτή θάλασσα. Όμως πράξεις εξουσίας είναι επιτρεπτές μόνο σε πλοία που φέρουν τη σημαία του.
β) Στην Αρχή της Πλήρους Κυριαρχίας στην Αιγιαλίτιδα Ζώνη ή στα Χωρικά Ύδατα.
Η Αρχή αυτή καθιερώθηκε πρωτίστως για λόγους άμυνας και ασφάλειας των παράκτιων Κρατών. Αξιοσημείωτο είναι ότι το εύρος-πλάτος της χωρικής θάλασσας αποτελούσε συνάρτηση του βεληνεκούς των επάκτιων πυροβόλων, τα οποία είχαν βεληνεκές τρία (3) ναυτικά μίλια. Το πλάτος αυτό αργότερα επεκτάθηκε σε έξι (6) και στη συνέχεια σε δώδεκα (12) ναυτικά μίλια. Αξιοσημείωτο δε είναι ότι μερικά Κράτη της Νότιας Αμερικής «υποστήριξαν» και τα διακόσια (200) ακόμη ναυτικά μίλια.
[Ειδικότερα για τη Χώρα μας, θα πρέπει να επισημειωθεί ότι υπάρχουν δύο (2) διαφορετικές ρυθμίσεις. Η μια αφορά στη χωρική θάλασσα που είναι στα έξι (6) ναυτικά μίλια, και η άλλη στον εναέρχιο χώρο που είναι στα δέκα (10) ναυτικά μίλια. Η πρώτη ως ρύθμιση έλαβε χώρα το 1936 και η δεύτερη το 1931.]
γ) Στην Αρχή της Αβλαβούς Διέλευσης μέσα από τη Χωρική Θάλασσα (Innocent passage).
Σύμφωνα με την Αρχή αυτή, διευκολύνεται η Διεθνής Ναυσιπλοΐα. Με βάση την Αρχή αυτή γίνεται δεκτό ότι κάθε ξένο πλοίο, είτε αυτό είναι εμπορικό, είτε αυτό είναι πολεμικό, έχει το δικαίωμα της αβλαβούς διέλευσης από τα Χωρικά Ύδατα άλλων Κρατών, χωρίς να προσβάλλεται η κυριαρχία του παράκτιου Κράτους.
Μερικά Κράτη (σ’ αυτό συμπεριλαμβάνεται και η Τουρκία), αποδέχονται το δικαίωμα της αβλαβούς διέλευσης. Απαιτούν όμως για τη διέλευση αυτή να προηγείται γνωστοποίηση ή άδεια. Ενταύθα στα πλαίσια της Αρχής της Αμοιβαιότητας θα πρέπει και η Ελλάδα να απαιτεί τέτοιες άδειες και γνωστοποιήσεις σ’ όσα Κράτη της Διεθνούς Κοινότητας απαιτούν αντίστοιχη ενημέρωση.
Ωστόσο, η αβλαβής διέλευση δεν είναι αυθαίρετη, καθόσον θα πρέπει να ακολουθείται πάντοτε η συντομότερη οδός, να μην γίνονται διακοπές ως προς τον εκάστοτε πλου, όπως δεν πρέπει να γίνονται και άσκοπες περιπλανήσεις. Δηλαδή: η Αρχή της Αβλαβούς Διέλευσης δεν είναι δεκτική προκλήσεων. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι τα υποβρύχια και τα άλλα βαθυσκάφη έχουν την υποχρέωση της διέλευσης εν αναδύσει και όχι εν καταδύσει.
Τα προαναφερόμενα που αφορούν στο εθιμικό κυρίως Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας είχαν κωδικοποιηθεί με τις Συμβάσεις της Γενεύης του 1958, όπου κωδικοποιούνται για πρώτη φορά:
- 1)Η Σύμβαση για τη Χωρική Θάλασσα και τη Συνορεύουσα Ζώνη
- 2)Η Σύμβαση για την Ανοιχτή Θάλασσα
- 3)Η Σύμβαση για την Υφαλοκρηπίδα και
- 4)Η Σύμβαση για την αλιεία και την προστασία των βιολογικών πόρων στην Ανοιχτή Θάλασσα.
Με βάση τις ρυθμίσεις αυτές, παρατηρούνται τα παρακάτω:
1) Ως προς την Χωρική Θάλασσα (Αιγιαλίτιδα Ζώνη) και τη Συνορεύουσα Ζώνη, ιδρύεται η κυριαρχία του Κράτους. Με την έμμεση όμως καθιέρωση της Αρχής μη επέκτασης πέραν των δώδεκα (12) ναυτικών μιλίων (βλ. άρθρο 24 παρ. 2), των χωρικών υδάτων, με συνέπεια να μην υπάρξει ενιαίος κανόνας ως προς το πλάτος της Αιγιαλίτιδας Ζώνης για όλα τα Κράτη. Ενταύθα πρέπει να επισημειωθεί ότι συμβιβαστική λύση είχε προταθεί από τις ΗΠΑ και τον Καναδά με βάση τον κανόνα έξι (6) συν έξι (6) ναυτικά μίλια. Δηλαδή έξι (6) μίλια Αιγιαλίτιδας Ζώνης και έξι (6) μίλια αλιευτικής ζώνης –πράγματα όμως που τελικώς δεν έγιναν δεκτά. (Η Συνορεύουσα Ζώνη παγίως αφορά άσκηση τελωνειακών, φορολογικών και υγειονομικών ελέγχων.)
2) Ως προς την Ανοιχτή Θάλασσα, η Σύμβαση της Γενεύης καθιέρωσε την ελευθερία της ναυσιπλοΐας, την ελευθερία της αλιείας, την ελευθερία της τοποθέτησης υποβρύχιων καλωδίων και σωληναγωγών καθώς και την ελευθερία των υπερπτήσεων. Μάλιστα οι προαναφερόμενες ελευθερίες είναι ενδεικτικές, καθόσον σ’ αυτές εθιμικώς προστίθενται: α) η ελευθερία της επιστημονικής έρευνας στην ανοιχτή θάλασσα και β) η ελευθερία τέλεσης των ναυτικών γυμνασίων.
3) Ως προς την Υφαλοκρηπίδα. Η Σύμβαση της Γενεύης καθιέρωσε (για πρώτη φορά) και την έννοια-θεσμό της Υφαλοκρηπίδας. Τυποποίησε έτσι για πρώτη φορά το θεσμό αυτό, «σε «συμμόρφωση» της από το 1945 μονομερούς δήλωσης του Προέδρου των ΗΠΑ (Τρούμαν) με την οποία οι ΗΠΑ διακήρυξαν από καθέδρας ότι οι φυσικοί πόροι του βυθού της υφαλοκρηπίδας που βρίσκεται κάτω από την ανοιχτή θάλασσα, αλλά παράκεινται στις ακτές των ΗΠΑ, ανήκουν στις ΗΠΑ και υπάγονται τόσο στη δικαιοδοσία τους όσο και στο έδαφός τους.
Σύμφωνα με την έννοια της υφαλοκρηπίδας κατά την Σύμβαση της Γενεύης, η υφαλοκρηπίδα αποτελείται από τον βυθό και το υπέδαφος που εκτείνεται πέρα από τη χωρική θάλασσα, αλλά μέχρι το βάθος των διακοσίων (200) μέτρων. Ωστόσο, το βάθος αυτό είναι (ήταν) ενδεικτικό, γιατί μπορεί (μπορούσε) να επεκταθεί η «υφαλοκρηπίδα» και πέραν του ορίου αυτού εφόσον είναι (ήταν) δυνατή με τεχνικούς όρους η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων του πυθμένα της θάλασσας.
Σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης περί υφαλοκρηπίδας, τα στοιχεία που προσδιόριζαν τα κριτήρια για τα δικαιώματα επ’ αυτής ήταν το σταθερό σημείο των διακοσίων μέτρων και το κριτήριο της εκμετάλλευσης. Τα διακόσια (200) μέτρα δηλαδή αφορούσαν σταθερό σημείο αναφοράς, ενώ το κριτήριο της εκμετάλλευσης σχετικοποιούσε το εύρος της κυριαρχίας επί της υφαλοκρηπίδας.
Στην υφαλοκρηπίδα το παράκτιο Κράτος, κατά τη Σύμβαση της Γενεύης δεν ασκεί (ασκούσε) πλήρη κυριαρχία όπως στην αιγιαλίτιδα ζώνη, αλλά μόνο κυριαρχικά δικαιώματα για εξερεύνηση και εκμετάλλευση. Δηλαδή η κυριαρχία, κατά τη Σύμβαση αυτή, περιοριζόταν μόνο σε οικονομικούς όρους και σκοπούς.
- η σύμβαση του Montego-Bay της Ιαμαϊκής
Το ισχύον σήμερα Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας ρυθμίζει πρωτίστως α) την Αιγιαλίτιδα Ζώνη, β) τη Συνορεύουσα Ζώνη, γ) την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), δ) την Υφαλοκρηπίδα, ε) την Ανοιχτή Θάλασσα, στ) τη Ζώνη των Διεθνών Βυθών ζ) την έννοια των Αρχιπελαγικών Κρατών, η) τις κλειστές και ημίκλειστες θάλασσες και τέλος θ) την επίλυση των διαφορών.
Στο παρόν κείμενο αναφέρομαι ενημερωτικώς (και δια βραχέων) στα πρώτα ζητήματα, δηλαδή: α) στην Αιγιαλίτιδα Ζώνη, β) στη Συνορεύουσα Ζώνη, γ) στην ΑΟΖ και δ) στην Υφαλοκρηπίδα. (Επιφυλάσσομαι δε να επανέλθω και στα υπόλοιπα).
Το ισχύον σήμερα Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, ρυθμίζει τα εξής:
1)Αιγιαλίτιδα Ζώνη.
Αποτελεί αδιαμφισβήτητη και πάγια Αρχή ότι το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης μπορεί να είναι μέχρι το δώδεκα (12) ναυτικά μίλια.
Η Αρχή των δώδεκα (12) ναυτικών μιλίων έχει πλέον καθολική παραδοχή και δεν υφίσταται επ’ αυτού η παραμικρή αμφιβολία. Ιδιαιτέρως γίνεται επισημείωση ενταύθα ότι για την οριοθέτηση της Αιγιαλίτιδας Ζώνης μεταξύ γειτονικών Κρατών, ισχύει ο κανόνας της Μέσης Γραμμής και επουδενί ο κανόνας της Επιείκειας ή άλλως της Equity.
Με βάση την Αρχή αυτή η ρύθμιση που αφορά στο καθεστώς τόσο των στενών της Διεθνούς Ναυσιπλοΐας όσο και της Ελεύθερης Ναυσιπλοΐας (Transit Passage), καθιερώνεται η ελεύθερη διέλευση ως εάν πρόκειται για ανοιχτή θάλασσα, ενώ τα υποβρύχια θα έχουν το δικαίωμα της εν καταδύσει διέλευσης και τα ξένα αεροσκάφη, είτε πολιτικά είναι αυτά είτε στρατιωτικά, έχουν το δικαίωμα των υπερπτήσεων των στενών, χωρίς σχετική άδεια.
Αξίζει όμως εδώ να αναφερθούμε ποια είναι τα στενά της ελεύθερης ναυσιπλοΐας.
Σύμφωνα με τη Συνθήκη (βλ. άρθρο 37), στενά της ελεύθερης ναυσιπλοΐας είναι εκείνα που χρησιμοποιούνται για τη Διεθνή Ναυσιπλοΐα, εφόσον συνδέουν τμήμα της ανοιχτής θάλασσας ή ΑΟΖ με άλλο τμήμα ανοιχτής θάλασσας ή ΑΟΖ. Δηλαδή: για τον καθορισμό των στενών της ελεύθερης ναυσιπλοΐας λαμβάνεται υπ’ όψιν και το λειτουργικό στοιχείο και το γεωγραφικό στοιχείο. Τη νέα αυτή ρύθμιση για τα στενά την επέβαλαν οι υπερδυνάμεις, δηλαδή οι ΗΠΑ και η (τότε) Σοβιετική Ένωση, και έτσι εξασφαλίστηκε η ανεμπόδιστη κίνηση ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων κυρίως των πιο ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων της Υφηλίου.
Εδώ θα πρέπει να επισημειωθεί ότι λόγω της γεωγραφικής ιδιομορφίας του Αιγαίου, η εν λόγω ρύθμιση δεν είναι καταρχήν ευνοϊκή. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι η Ελληνική Αντιπροσωπεία κατέθεσε επί τούτω δήλωση, αυστηροποιώντας την προαναφερόμενη ελευθερία διελεύσεων. Η δήλωση αυτή διευκρινίζει ότι: «σε περιοχές όπου είναι κατασπαρμένα πολυάριθμα νησιά τα οποία σχηματίζουν πληθώρα εναλλακτικών στενών εξυπηρετούντων ουσιαστικώς μια και την αυτή οδό Διεθνούς Ναυσιπλοΐας, η Ελλάς αντιλαμβάνεται ότι το οικείο παράκτιο Κράτος έχει την ευθύνη όπως προσδιορίζει τον ή τους διαδρόμους εκείνους, μέσω των εναλλακτικών τούτων στενών δια των οποίων τα πλοία και τα αεροσκάφη τρίτων Χωρών θα δύνανται να διακινούνται υπό καθεστώς Transit Passage, κατά τρόπο ώστε αφενός μεν να ικανοποιούνται οι απαιτήσεις της Διεθνούς Ναυσιπλοΐας και Αεροπλοΐας μέσω της υπόψη περιοχής, αφετέρου δε να πληρούνται οι ελάχιστες απαιτήσεις ασφαλείας τόσο των διερχομένων πλοίων ή αεροσκαφών όσο και του παρακτίου κράτους».
2) Η Συνορεύουσα Ζώνη
Η Συνορεύουσα Ζώνη με τη Σύμβαση του Montego-Bay της ΙαμαΪκής έχει υποστεί μια διαφοροποίηση και ως προς το εύρος και ως προς τις αρμοδιότητες που αφορούν στο παράκτιο Κράτος.
Στη Σύμβαση της Γενεύης το άθροισμα έκτασης της χωρικής θάλασσας και της συνορεύουσας ζώνης δεν ήταν δυνατόν να υπερβαίνει τα δώδεκα (12) ναυτικά μίλια, δηλαδή όσο είναι σήμερα η χωρική θάλασσα.
Σύμφωνα όμως με το ισχύον δίκαιο του Montego-Bay η Συνορεύουσα Ζώνη μπορεί να εκτείνεται μέχρι τα είκοσι τέσσερα (24) ναυτικά μίλια. Δηλαδή ένα Κράτος που έχει Αιγιαλίτιδα Ζώνη δώδεκα (12) ναυτικά μίλια έχει Συνορεύουσα Ζώνη άλλα δώδεκα (12) ναυτικά μίλια, ενώ ένα Κράτος που έχει Αιγιαλίτιδα Ζώνη έξι (6) ναυτικά μίλια, μπορεί να έχει Συνορεύουσα Ζώνη δέκα οκτώ (18) ναυτικά μίλια.
Οι αρμοδιότητες που ασκούνται εντός της Συνορεύουσας Ζώνης επεκτάθηκαν πέραν του τελωνειακού, του φορολογικού, του υγειονομικού και του μεταναστευτικού ελέγχου, και σε προστασίες που αφορούν τα έννομα αγαθά των Αρχαιολογικών και Ιστορικών Θησαυρών εφόσον ευρίσκονται στο βυθό της Ζώνης (βλ. άρθρο 303 της Σύμβασης). Η επέκταση του ελέγχου που αφορά στους Ιστορικούς και Αρχαιολογικούς Θησαυρούς οφείλεται σε παρέμβαση της Ελληνικής Αντιπροσωπείας.
3) Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ)
Εδώ πρέπει να επισημειωθεί εξ αρχής ότι πρόκειται για απολύτως νέο Θεσμό –εξού λόγου και απαιτείται η διερεύνηση όλων των δεδομένων που τον αφορούν.
Η θεσμοθέτησή της ΑΟΖ προδήλως βέβαιον είναι ότι επηρεάζει τα δικαιώματα των Κρατών, καθόσον λειτουργεί σε βάρος της ανοιχτής θάλασσας, περιορίζοντας έτσι τις παραδοσιακές ελευθερίες επί της ανοιχτής θάλασσας.
Η έκταση της ΑΟΖ αφορά διακόσια (200) ναυτικά μίλια. Κατ’ ακρίβεια αφορά εκατόν ογδόντα οκτώ (188) ναυτικά μίλια εάν αφαιρέσουμε τα δώδεκα (12) ναυτικά μίλια της καθιερωμένης Αρχής της έκτασης της Αιγιαλίτιδας Ζώνης ή άλλως του εύρους των Χωρικών Υδάτων.
Το εντυπωσιακό δεδομένο της ΑΟΖ είναι ότι κατ’ ουσίαν απορροφά το καθεστώς της υφαλοκρηπίδας. Εξαίρεση μπορεί να υπάρχει ώστε να μην συμπίπτει η ΑΟΖ με την υφαλοκρηπίδα, μόνο εάν η υφαλοκρηπίδα μπορεί να υπερβαίνει τα διακόσια (200) ναυτικά μίλια.
Δηλαδή: εάν η υφαλοκρηπίδα είναι διακόσια πενήντα (250) ναυτικά μίλια, στα διακόσια (200) ναυτικά μίλια ή άλλως στα εκατόν ογδόντα οκτώ (188) ναυτικά μίλια –πέραν των χωρικών υδάτων, ισχύει το καθεστώς της ΑΟΖ με απορρόφηση της υφαλοκρηπίδας. Από τα διακόσια (200) όμως ναυτικά μίλια έως τα διακόσια πενήντα (250) ναυτικά μίλια ισχύει το καθεστώς της υφαλοκρηπίδας.
Η ΑΟΖ συνεπάγεται κυριαρχικά δικαιώματα και ως προς την έρευνα και ως προς την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, που αφορούν ακόμη και τα υπερκείμενα ύδατα. Δηλαδή αφορά ευθέως και στην αλιεία. Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι γίνεται αυτοτελώς εκμετάλλευση και αυτών καθ’ εαυτών των υδάτων. Εάν δηλαδή είναι δυνατόν να προκύψει ενέργεια και από τα ύδατα, τα ρεύματα και τους ανέμους, τότε επιτρέπεται η εκμετάλλευσή τους.
Εντυπωσιακό στοιχείο ως προς την ΑΟΖ είναι και το ό,τι το παράκτιο Κράτος έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα όχι μόνο να τοποθετεί και να χρησιμοποιεί τεχνητές νήσους και άλλες εγκαταστάσεις, αλλά έχει ταυτοχρόνως και το δικαίωμα να διεξάγει και επιστημονικές έρευνες και να λαμβάνει πρόνοιες που αφορούν στην προστασία του περιβάλλοντος από τη ρύπανση.
Βεβαίως η ΑΟΖ δεν παρεμποδίζει την ελεύθερη ναυσιπλοΐα ούτε τις ελεύθερες υπερπτήσεις, ούτε και τις τοποθετήσεις καλωδίων. Ωστόσο, λόγω του ιδιότυπου καθεστώτος που κατά το ένα μέρος δεν είναι Αιγιαλίτιδα Ζώνη και κατά το άλλο μέρος ούτε Ανοιχτή Θάλασσα, η ΑΟΖ (κατά τη γνώμη μου) είναι δεκτική πολλαπλών νομικών ερμηνειών αλλά και καταστάσεων εξ αιτίας της πρακτικής των Κρατών.
Εκείνο όμως που έχει τεράστια νομικοπολιτική σημασία είναι ότι σε αντίθεση με την υφαλοκρηπίδα (όπου τα δικαιώματα του παράκτιου Κράτους ιδρύονται αυτοδικαίως), τα δικαιώματα επί της ΑΟΖ δεν ιδρύονται αυτοδικαίως. Ως εκ τούτου απαιτείται διακήρυξη του κυρίαρχου και παράκτιου Κράτους.
Ενταύθα αξίζει ρητώς να προσεχθεί ότι η μη καθιέρωση της ΑΟΖ δεν θίγει τα δικαιώματα επί της υφαλοκρηπίδας. Σε κάθε περίπτωση όμως και κατά τρόπο αδιστάκτως βέβαιον, το ζήτημα της ΑΟΖ έχει ύψιστη νομικοπολιτιή και οικονομική σημασία και αξία.
4) Υφαλοκρηπίδα
Η Σύμβαση της Γενεύης που καθιέρωσε την έννοια και το καθεστώς της υφαλοκρηπίδας έχει υποστεί ριζική ανατροπή, καθόσον το κριτήριο των διακοσίων (200) μέτρων βάθους που αποτελούσε την προϋπόθεση εκμετάλλευσης έχει καταργηθεί.
Αντί του κριτηρίου των διακοσίων (200) μέτρων ως προς το βάθος, η υφαλοκρηπίδα έχει υποστεί νέες ρυθμίσεις. Από τις νέες δε ρυθμίσεις προκύπτει η καταρχήν ταύτιση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Η υφαλοκρηπίδα όμως μπορεί να επεκταθεί και πέραν των διακοσίων (200) ναυτικών μιλίων που αφορά στην ΑΟΖ, με κριτήριο το υφαλοπλαίσιο (continental margin).
Εδώ τίθεται και ένα ζήτημα που πρέπει να προσεχθεί ιδιαιτέρως: ότι δηλαδή η υφαλοκρηπίδα μπορεί να φτάσει (βλ. άρθρο 76) μέχρι και τα 350 ναυτικά μίλια ή άλλως την απόσταση των 100 ναυτικών μιλίων, πέρα από τα ισοβαθή των 2.500 μέτρων.
Συνεπώς τα κριτήρια που εισάγονται (από τη Συνθήκη του Montego-Bay) όσον αφορά στην υφαλοκρηπίδα είναι αφενός μεν εκείνα που ανάγονται στην απόσταση των 200 ναυτικών μιλίων, και αφετέρου εκείνα που αφορούν στο υφαλοπλαίσιο. (Ειδικώς ως προς το υφαλοπλαίσιο πρέπει να υφίστανται πάντοτε ιδιαίτερες τεχνικές μελέτες και έρευνες. Αναφέρομαι στο απαράδεκτο –κατά τη γνώμη μου– επιχείρημα της Τουρκίας, ότι τα νησιά του Αιγίου είναι εξάρσεις της Ηπειρωτικής Τουρκίας.)
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθούμε δια βραχέων στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.
Η Σύμβαση της Γενεύης προέβλεπε αρχικώς συμφωνία μεταξύ των ενδιαφερομένων Μερών και σε περίπτωση έλλειψης συμφωνίας προέβλεπε την εφαρμογή της μέσης γραμμής, εκτός εάν άλλες περιστάσεις δικαιολογούσαν την απόκλιση αυτή (π.χ. την ύπαρξη μεγάλου νησιωτικού πλέγματος, όπως είναι το Αιγαίο).
Στη νέα ρύθμιση που αφορά τόσο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας όσο και την οριοθέτηση της ΑΟΖ (βλ. άρθρα 84 και 81) και πάλι προνοείται η σύναψη συμφωνίας, πάντοτε όμως σε εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου με αναφορά στο άρθρο 38 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης με σκοπό την ύπαρξη «δίκαιης λύσης».
Η νέα αυτή ρύθμιση χαρακτηρίζεται αρχικώς από το «στοιχείο της ουδετερότητας», καθόσον δεν περιέχει κανόνες οριοθέτησης όπως π.χ. της μέσης γραμμής, αλλά παραπέμπει σε εφαρμογή άλλων γενικότερων Αρχών, όπως εκείνων της Επιείκειας.
Ωστόσο, η Χώρα μας θα πρέπει κυρίως να επισημαίνει την εκ προοιμίου εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου και πρωτίστως ότι η νέα Σύμβαση ρητώς απονέμει στα νησιά πλήρη δικαιώματα υφαλοκρηπίδας. Ως εκ τούτου και η νέα Σύμβαση έχει ταυτότητα νομικού λόγου με τη Σύμβαση της Γενεύης με μόνη διαφορά ότι οι Βραχονησίδες που δεν μπορούν να κατοικηθούν ή δεν έχουν ίδια οικονομική ζωή, στερούνται υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, ενώ ευθέως δικαιούνται να έχουν Αιγιαλίτιδα Ζώνη και Συνορεύουσα Ζώνη.
Με τούτα τα δεδομένα και ενώ εξ αρχής μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι δυνατόν η Αρχή της Επιείκειας να λειτουργεί υπέρ των συμφερόντων της Τουρκίας, τα προαναφερόμενα που εδράζονται ευθέως τόσο στο Διεθνές Δίκαιο όσο και στις ρητές ρυθμίσεις της Σύμβασης του Montego-Bay της Ιαμαϊκής και που αφορούν τόσο στην Υφαλοκρηπίδα όσο και στις δυνάμενες να κατοικηθούν Βραχονησίδες, συνιστούν ικανότατο και ισχυρότατο οπλοστάσιο για την υποστήριξη των εθνικών μας δικαιωμάτων –και συμφερόντων.
Ενταύθα αξίζει να επισημειωθεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 38 του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, το διεθνές αυτό δικαιοδοτικό Όργανο εφαρμόζει: α) Διεθνείς Συνθήκες εφόσον ρητώς αναγνωρίζονται από τα αντίδικα Κράτη, β) Διεθνή Έθιμα, ως αποτελούντα απόδειξη γενικής πρακτικής και παραδοχής ισοδύναμης κανόνα δικαίου και γ) τις γενικές Αρχές του Δικαίου τις οποίες αποδέχονται τα πολιτισμένα έθνη. Σύμφωνα με τον προαναφερόμενο διεθνή κανόνα δικαίου ουδόλως θίγεται η εξουσία του Δικαστηρίου να δικάζει κατά το ορθό και ίσο (δηλαδή ex aequo et bono), εφόσον όμως τα Κράτη συμφωνούν για μια τέτοια λύση.
Συνεπώς: η υπεράσπιση της ΑΟΖ κατά το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο δεν είναι μόνο για όσους αμέσως θίγονται πατριωτικό καθήκον, αλλά αφορά ταυτοχρόνως και αυτοδικαίως υποχρέωση και δέσμευση όλων εκείνων οι οποίοι έχουν το καθήκον να υπαρασπίζονται τις Αρχές και τις Αξίες του ισχύοντος διεθνούς και ευρωπαικού νομικού και πολιτικού πολιτισμού!
——————————-
[1] Βλ. αντί πολλών: Ε.Ρούκουνας, Διεθνές Δίκαιο, ΙΙ, 1982, σελ. 79 και επ. Κ.Οικονομίδης, Θέματα Διεθνούς Δικαίου και Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής, 1993, σελ. 17 και επ., Π.Μηλιαράκης, Σύγχρονα Θέματα Διπλωματίας Διεθνούς Οικονομίας και Διεθνούς Δικαίου, 1982, σελ. 102 και επ., I.Brownlie, Basic Documents in International Law (Thirtd Edition), 1983, σελ. 127 και επ., R.M.M.Wallace-O.Martin-Ortega, International Law, (Sixth Edition), 2009, σελ. 152 και επ. M. Dixon, International Law,1990, σελ. 115 και επ.M. Sorevsen, Public International Law,1968, σελ. 673 και επ. καθώς και B. Soetendorp, Foreign Policy in the European Union, 1999, σελ. 147 και επ.
* Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Ελλάδας και στα Ευρωπαικά Δικαστήρια του Σρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC-EU).