Σύνταξη κειμένου: Φανούριος Ζαχαριουδάκης
Προς τα τέλη του Νοέμβρη ο γεωργός, τελείωνε τη σπορά όλων των ειδών των καρπών που έσπερνε, για να φυτρώσουν, να μεγαλώσουν και όταν πλέον θα έφθανε ο Μάης ή ο Ιούνης, να θερίσει και να πάρει σε πολλαπλάσιο τους πολύτιμους καρπούς των.
Αλλά για να πάρει σε πολλαπλάσιο όμως τους καρπούς αυτούς, θα έπρεπε να σπείρει υγιείς καρπούς , από καλές ποικιλίες, απαλλαγμένες από τυχών παράσιτα, ενώ τα χωράφια να είναι ”γεννήτρικα” και εάν είναι δυνατόν να μην είχαν σπαρθεί με τον ίδιο είδος καρπού την προηγούμενη χρονιά.
Το μαρτυρούσαν ξεκάθαρα οι λαϊκές παροιμίες: ”Ότι σπείρεις θα θερίσεις” και ”όπου κουκίσεις να μη δυκουκίσεις κι ανε δυκουκίσεις να μη ξανακουκίσεις.
Δεν έφθαναν όμως μόνο αυτά. Ο γεωργός κατά την εποχή που τα σπαρτά άρχιζαν να μεγαλώνουν, τα επισκεπτόταν σε ταχτικά χρονικά διαστήματα και όσα σπαρτά δεν είχαν ικανοποιητική ανάπτυξη τους έβαζε από λίγο λίπασμα, ως επί το πλείστον, νίτρο.
Όσα δε σπαρτά είχαν κάποια παράσιτα, που θα τους προκαλούσαν ζημιά, τα ξερίζωνε.
Τα κυριότερα από αυτά τα παράσιτα ήταν, οι λαψανίδες, οι βρούβες και οι φουσκές.
Και τα τρία αυτά παράσιτα, με τον υπερβολικό όγκο που διέθεταν αποδυνάμοναν και εκτόπιζαν πολλά φύτρα καρπού γύρω τους, με αποτέλεσμα την ελάτωση της προβλεπόμενης παραγωγής.
Ειδικά όσα σπαρτά είχαν φουσκές, όταν τις ξερίζωναν, έλεγαν ότι σήμερα ”ξεφουσκίζαμε το σπαρμένο” με συνέπεια να προέλθει η φράση: ”ταχιά θα ν-έρθω να σου ξεφουσκίζω μια ν-ημέρα”.
Στα σπαρτά μέσα φύτρωναν και άλλα παράσιτα, όπως η ήρα, την οποία την ξεχώριζαν από το σιτάρι κυρίως, μετά τον αλωνισμό.
Φύτρωνε όμως και ένα παράσιτο, με μαύρη ”καρκινομένη” κεφαλή, που την περιέβαλε ένα είδος μαύρης μουζουδιάς, που με αυτή τα μικρά παιδιά τα παλιά τα χρόνια έβαφαν το πρόσωπο τους την ημέρα της αποκριάς και της Καθαρής Δευτέρας.
Αυτή η μουζουδιά ήταν ακίνδυνη στα πρόσωπα των παιδιών και έβγαινε με λίγο καθαρό νερό μόνο.
Και ενώ ο γεωργός έκανε όλες αυτές τις εργασίες, πέρναγε ο καιρός και έφθανε η εποχή, να θερίσει και να σοδιάσει τους καρπούς.
Τους πρώτους καρπούς που σόδιαζε ήταν τα κουκιά κατά το μήνα Μάιο.
Τα κουκιά τα έκανε δεμάτια, τα φόρτωνε στο γάιδαρο, τα πήγαινε στο σπίτι, και τα ανέβαζε στη στη συνέχεια πάνω στο δώμα του σπιτιού του, χρησιμοποιόντας την ανεμόσκαλα.
Εκεί μαδούσε τα λουβιά από τις κουκιές, και στη συνέχεια τα άπλωνε και τα άφηνε αρκετό καιρό για να ξεραθούν καλά.
Μετά που ξεραίνονταν, τα κοπάνιζε με τη κοπανίδα, τα περνούσε από το βολίστρα να καθαριστούν τα κουκιά και στη συνέχεια τα έβαζε στο πιθάρι για να τα τρώνε το χειμώνα. Τις δε κουκιές τις φύλαγε στον αχεργιώνα, να τις τρώνε οι αίγες.
Στη συνέχεια, μετά τα κουκιά, σειρά είχαν να μαζευτούν, η φακή, η φάβα, το μπίζ, οι καμπιλιές, τα μπιζέλια και ο ήμερος αρακάς.
Έπερναν σειρά στη συνέχεια ο άγριος αρακάς, το λαθούρι και το ρόβι, που είχαν προορισμό να γίνουν τροφή των ζώων.
Όλα αυτά τα θέριζε με τα χέρια, χρησιμοποιόντας το δρεπάνι. Στη συνέχεια τα έκανε δεμάτια και τα πήγαινε στ’ αλώνι, τα έκανε θεμονιές και τα αλώνευε την εποχή του αλωνισμού.
Έφθανε ως τόσο και ο Ιούνιος (μήνας θεριστής).
Με τρεις λέξεις θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το νόημα της δουλειάς που επακολουθούσε: ”θέρος – τρύγος – πόλεμος”, και θέλει να τονίσει μ’ αυτό πως, όπως στο πόλεμο χρειάζεται ετοιμότητα και γρηγοράδα, γιατί ο εχθρός δεν περιμένει, έτσι και για το θέρισμα και για το τρύγο χρειάζονταν πολλά χέρια και ασβελτάδα.
Χρειάζονταν πολλά χέρια και ασβελτάδα, για να μαζευτούν τη κατάλληλη ώρα, ούτε νωρίτερα, ούτε αργότερα.
Ποτέ όμως δεν ξεκίναγαν το θερισμό ημέρα Τρίτη, αντίθετα με το Σάββατο που άρχιζαν μεν αλλά δεν τέλειωναν το θέρος τέτοια μέρα.
Συνήθως ξεκίναγαν το θερισμό ημέρα Δευτέρα.
Πρίχου ακόμα ξημερώσει, και ενώ είχαν υγρασία τα σπαρτά από τη δροσιά της νύχτας, κάποιος έφευγε πρώτος από το σπίτι και βρισκόταν στο χωράφι που ήταν τα σπαρτά, και ξερίζωνε τα πιο μακριά και πιο δροσερά από αυτά και στη συνέχεια έφθιαχνε τους λιγοδέτες.
Στη συνέχεια τους σκέπαζε με μια πατανία, αφού πιο μπροστά τους είχε ρίξει λίγο νερό. Τους λιγοδέτες αυτούς τους χρησιμοποιούσαν κατά τη διάρκεια της ημέρας για να δένουν το σπαρμένο σε δεμάτια.
Μόλις ξημέρωνε, όλοι μικροί μεγάλοι ήταν στο πόδι για να πάνε στο θερισμό, σε αυτή τη μεγάλη γιορτή της χρονιάς που κανείς δεν έμενε στο σπίτι. Ακόμα και το μωροκόπελο πέρνανε, που του έμελλε στη συνέχεια να γίνει το σαμάρι του γαϊδάρου, η κούνια του.
Όλοι ξεκινούσαν με όρεξη, με το καλοακονισμένο δικό του δρεπάνι ο καθένας, που στο ξύλινο χερούλι του είχε γράψει τα αρχικά γράμματα του ονόματος του, για να να μην μπερδεύεται με των άλλων το δρεπάνι.
Ο καθένας δηλαδή είχε το αποκλειστικό δικό του δρεπάνι.
Το σταμνί γεμάτο κρύο νερό, ντυμένο με ένα βρεγμένο πανί, τη βούργια με το ψωμί, το τυρί, τις ελιές, και το φαγητό που θα μαγείρευαν το μεσημέρι, όλα κρεμασμένα στο γάιδαρο, καθώς και ένα σκαπέτι που προορισμό είχε να ανοίξουν στο χωράφι ένα βαθύ λάκκο να ανάψουν το μεσημέρι φωτιά για να μαγειρέψουν.
Στα σκαρβέλια του γαϊδάρου ήταν δεμένες με τα σχοινιά οι αίγες, που το γάλα τους θα αποτελούσε το κολατσιό της ημέρας.
Όλη η παρέα έφθανε με την ανατολή του ηλίου στο χωράφι, που τα χρυσοκίτρινα σκυμμένα στάχυα σχημάτιζαν μια κυματιστή θάλασσα.
Ένας έδενε το γάιδαρο και τις αίγες πιο πέρα στους ξερονόμους, ενώ ένας άλλος άνοιγε ένα βαθύ στενόμακρο λάκκο, που προορισμό είχε να στηθεί η παρασθιά, ενώ όλοι μαζί άρχιζαν το μεγάλο έργο, με τα δρεπάνια στα χέρια, το θερισμό.
Θέριζαν πάντοτε τα σπαρτά με τη σειρά που ωρίμαζαν. Πρώτα ωρίμαζε το κριθάρι, μετά το σιτάρι και πολύ αργότερα η ταγή.
Ο συναγωνισμός ήταν πολύ μεγάλος, γιατί όποιος θέριζε το περισσότερο σπαρμένο, τον αποκαλούσαν πρωτοθεριστή.
Οι θεριστάδες έπιαναν με το αριστερό χέρι μάτσο μάτσο τα φύτρα, τα έκοβαν κοντά στη ρίζα με το δρεπάνι που κρατούσαν με το δεξί τους χέρι και έκαναν μικρές αγκαλιές. Οι αγκαλιές λίγο αργότερα ήταν πάρα πολλές. Συνήθως ένας άνδρας τις συγκέντρωνε, τις τοποθετούσε την μία πάνω στην άλλη, μια τα στάχια απ’ εδώ και μια απ’ εκεί και έφθιαχνε μεγάλα δεμάτια που τα έδενε με τους λιγοδέτες.
Τα δεμάτια συγκεντρωνόταν το ένα δίπλα στο άλλο, συνήθως σε εξάδες.
Τις εξάδες τις ονόμαζαν γομάρια, γιατί ήταν το φορτίο που φόρτωναν τη κάθε φορά στο γάιδαρο για να τα μεταφέρει στ’ αλώνι για αλωνισμό.
Λίγο πριν το μεσημέρι άναβαν τη φωτιά στο μεγάλο λάκκο που εκ των πρωτέρων είχαν ανοίξει για να ψήσουν το μεσημεριανό φαγητό, που όλοι μαζί λίγο αργότερα κάθιζαν να απολαύσουν, να ποιούν τα κρασά τους και να περιμένουν λίγο να αλλάξει η μέρα να πέσει λίγο η θερμοκρασία και να συνεχίσουν.
Δεν ήτανε λίγες οι φορές που ενώ η θερίστρα θέριζε, ξαφνιαζόταν απότομα από το ξεπέταγμα του λαγού, που τη κοιμηθιά του είχενε μέσα στο σπαρμένο.
Ούτε λίγες ήτανε οι φορές που συναντούσαν φωλιές τρουλιτών, που άλλες είχαν αυγά, άλλες μικρά αμάλλιαστα τρουλιτάκια και άλλες τρουλιτάκια έτοιμα να κάμουν το παρθενικό τους πέταγμα.
Τα μεγάλα συνήθως αυτά τρουλιτάκια, δεν θα είχαν τη τύχη ποτέ να πετάξουν, καθ’ όσον τα πέρνανε το βράδυ στα σπίτια τους και αποτελούσαν ένα συμπλήρωμα του βραδυνού φαγητού τους.
Το βράδυ επακολουθούσε η επιστροφή στο σπίτι με κέφι και τραγούδι.
Το κέφι ήταν μεγαλύτερο όσο πιο καλά ήταν τα σπαρτά που θέριζαν.
Ο θερισμός τελείωνε με πολλές ευχές για καλό αλωνισμό και να είναι και του χρόνου όλοι τους γεροί.
Δεν παρέλειπαν όμως πριν να τελειώσουν το θερισμό να φθιάξουν ένα σταυρό από στάχυα και να το κρεμάσουν στο εικονοστάσι του σπιτιού τους.
Ως τόσο άφηναν ένα πολύ μικρό κομμάτι άθερο, για να έχουν πάρτε και τα πετούμενα πουλιά του ουρανού.
Παροιμίες του λαού μας σχετικές με το θέρος υπάρχουνε πολλές. Μερικές από αυτές είναι οι παρακάτω:
* Ότι σπείρεις θα θερίσεις.
* Να βγει το νάμι του θεριστή κι ας θέτει να κοιμάται.
* Απρίλης Μάης κοντά το θέρος.
* Να κάμει ο Μάρτης δυο νερά κι’ Απρίλης άλλο ένα, χαράς εκείνο το γεωργό που ‘χει πολλά σπαρμένα.
* Ο Ιούνης τα θερίζει κι ο Ιούλης τ’ αλωνίζει.
* Θεριστής τεμπέλης, όλο κατουργέται.
* Ανεβάστα γριά το γέρο να τελειώσουμε το θέρος και σα θα τ’ αποθερίσουμε θα πα να τον τσουρίσουμε.
* Και συ καλό χερόβολο και ‘γω καλό δεμάτι.