Γράφει ο Γερωνυμάκης Κανάκης
Το 1938 τόσο πολύ ευνόησαν οι καιρικές συνθήκες την ελαιοπαραγωγή, που είχαμε υπερδιπλάσια παραγωγή από τον μέσο όρο που βγάζαμε τα άλλα χρόνια. Μα η ελαιοπαραγωγή, ειδικά στα λαδοχώρια, όπως είναι ο Βουβάς, ήτανε ρυθμιστής της ζωής, τότε που εύρισκε την αξία του το ελαιόλαδο.
Όταν είδανε πάνω στα δέντρα τη βεντέμα εκάμανε τη σκέψη και φτιάξανε στον Βουβά το πρώτο πετρελαιοκίνητο ελαιουργείο στην επαρχία Σφακίων. Το αυτοκίνητο τότε είχε τέρμα 5 χλμ. από το χωριό μας και τα βαριά εξαρτήματα τα φέρανε με καράβι στο Ρουσιολιμνιονάρι, πάλι 2 χλμ. από το χωριό, μα σε πιο στρωτή διαδρομή. Για τα πολύ βαριά μηχανήματα κάνανε τελάρα και τα σηκώνανε 4, 6, 8 ή 10 άτομα. Το έμβολο το φέρανε κυλιστό.
Μύλους μεγάλους φέρανε, τον ένα από τα Νομικιανά και τον άλλο από τον Βρασκά, που τους είχανε στρώσει σε ‘αλετριγουδιά’ (πρωτόγονα ελαιοτριβεία). Τους περνούσανε ένα ξύλο από το ταμπάνι τους και από κάθε μεριά δένανε σ’ αυτό το ξύλο μια τράβα και τραβούσανε στην κάθε τράβα 5 – 6 άντρες και παράλληλα τους δένανε με καραβόσκοινο και ανάλογα με την κλίση του εδάφους τραβούσανε τα μπόσικα ή για να σέρνουνε τον μύλο, αν ήταν ανήφορος, γιατί είχανε μεγάλο βάρος.
Το εργοστάσιο αυτό άλλαξε καθεστώς στους ελαιοπαραγωγούς. Ενώ πριν παίρνανε αξάι μια οκά από τις 6, τώρα παίρνανε μια από τις 8. Ενώ στις φάμπρικες όποιος άλεθε τις ελιές του πήγαινε φαΐ στους αλετριγουδιάρους στο εργοστάσιο δεν πηγαίνανε φαΐ. Ακόμα όποιος είχε μεγάλο σωρό ελιές να αλέσει, άλεθε μέχρι και τρεις μέρες γιατί στη φάμπρικα ένα μεγάλο σακί ήτανε ένα ‘πέτρωμα’, ενώ στο εργοστάσιο βάζανε 5 – 6 σακιά σε κάθε στέμμα, μα στη φάμπρικα βγάζανε γύρω στα 12 πετρώματα, μα στο εργοστάσιο γύρω στα 12 στέμματα. Στα νεανικά μου χρόνια εργάστηκα και στις φάμπρικες και στο εργοστάσιο ως αλετριγουδιάρης και δουλεύαμε και 17 ώρες!
Πριν έρθει το εργοστάσιο στο ίδιο οίκημα ήτανε φάμπρικα. Έβγαλε πολύ λιγότερο κατσίγαρο και έτρεχε σε έναν λάκκο και εξαφανιζότανε. Άμα ήρθε το εργοστάσιο αυξήθηκε η παραγωγή κατσιγάρων, γιατί άλεθε τις ελιές από τις Κομητάδες ως τα Κολοκάσια και έτρεξε ο κατσίγαρος σε απόσταση 200 μέτρα σε ένα σπίτι. Εβάλανε, λοιπόν, τον κατσίγαρο στον κεντρικό δρόμο του χωριού. Αυτός περνούσε από μια μεριά του δρόμου και εμείς από την άλλη. Μετά από 100 μ. έπεφτε σε ρυάκι.
Μια δεύτερη συνέπεια της βεντέμας του 1938 ήτανε που πήραμε ένα κοινοτικό ραδιόφωνο. Εμπνευστής και οργανωτής της επιχείρησης αγοράς ραδιοφώνου ήτανε ο αείμνηστος δάσκαλος Γεώργιος Μανταδάκης. Εκάμανε έρανο στο χωριό, μα δε ζητούσαμε λεφτά γιατί δεν θα είχανε να μας δίνουνε. Λάδι μαζεύαμε όπου το πουλήσαμε μετά και πήραμε χρήματα. Είπανε και τα κάλαντα οι άντρες όπου το προϊόν πήγε για το ραδιόφωνο. Αφού ήτανε καλή η ελαιοπαραγωγή, ήτανε πλούσιο και το προϊόν του εράνου.
Όταν πήγανε και το φέρανε από τον σταθμό του λεωφορείου, συνοδεία πάνω από 10 νέοι, τραγουδούσανε του δρόμου το τραγούδι και όταν μια γειτόνισσα είπε στη μητέρα του: ‘Γροίκα μωρέ, μούδε νύφη νάχα φέρνουνε!!’. Η μητέρα μου της είπε: ‘Νύφες ήρθανε στο χωριό πολλές φορές, μα ραδιόφωνο δεν εξανάρθενε’. Δεν είχε πολλές απαιτήσεις ο κόσμος τότε και ούτε δεν περίμενε πολλά πράματα. Ας με πιστέψουνε οι νέοι μας ότι τότε ένα ραδιόφωνο αναβάθμισε ένα χωριό. Ακούγαμε μουσική, ακούγαμε ειδήσεις που μας λείπανε πριν.
Το 1938 το πήραμε, το 1939 άρχισε ο Δεύτερος Παγκόσμιος. Το 1940 μας χτύπησε ο Μουσολίνι και οι ειδήσεις ήτανε βαρυσήμαντες και γενικότερα, μα και επιμέρους, αφού τα νιάτα του χωριού μας ήτανε στο μέτωπο. Το 1940 ήτανε ένα ραδιόφωνο στη Χ. Σφακίων, ένα στ? Ασκύφου και το δικό μας, σε όλη την επαρχία. Δεν ξέρω ποιο ήρθε πρώτο.
Το ραδιόφωνό μας λειτουργούσε με υγρή μπαταρία και τη μεταφέρναμε με μουλάρια στον σταθμό του αυτοκινήτου για να πάει στα Χανιά να τη γεμίσουνε και όταν τα υγρά χυθήκανε στο μερό του μουλαριού, αυτό δεν ξαναέβγαλε μαλλιά στον μερό του.
Ήτανε ευλογία Θεού άμα είχαμε βεντέμα. Κερδίζανε τα ελαιουργεία, δουλεύανε οι μαζώχτρες (που παίρνανε ένα καλάθι από τα τρία που μαζεύανε ή και δύο από τα εφτά), δουλεύανε οι αλετριγουδιάροι, μα δούλευε και ο μπακάλης και ο τεχνίτης, άμα είχε ο κόσμος λεφτά. Άμα δεν ήτανε λεφτά, δεν φτιάχναμε καινούργια στιβάνια. Δεν παίρναμε καινούργια ρούχα. Δεν αγοράζαμε καλό φαΐ, μα τα βολεύαμε με τα βραστά χόρτα.
Γλωσσάρι
Βεντέμα= καλή παραγωγή
Ταμπάνι= η τρύπα που περνά ο άξονας του μύλου
Στρώση= τότε δεν ήτανε τσιμέντα και βρίσκανε μια μεγάλη τρύπα και πάνω σ? αυτή αλέθονταν οι ελιές. Δυο τέτοιες στρώσεις κάνανε μύλους στο εργοστάσιο.
Πέτρωμα= Μια πιεσιά στη φάμπρικα.
Αξάι= ήτανε ένα ογκομετρικό δοχείο που έβαζε μια οκά στάρι. Μ? αυτό μετρούσε ο μυλωνάς το δικαίωμά του. Αξάι λέγανε το δικαίωμά τους στο ελαιουργείο, αφού δανείστηκαν τη λέξη από τον μυλωνά.
Αλετριγουδιάρης= ‘Αλετριγουδιό’ λέγανε τα πρωτόγονα ελαιουργεία και τους εργάτες τους αλετριγουδιάρους, όπου έτσι λέμε και τους εργάτες των σύγχρονων ελαιουργείων.
Στέμμα= πιεσιά στο εργοστάσιο.
Πηγή : haniotika-nea.gr